Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021

Το ζήτημα των ελίτ

 

Ελίτ είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για μεμονωμένα άτομα ή ομάδες ατόμων που υπερτερούν σε κάποια πράγματα ή έχουν κάποιες ιδιαίτερες ικανότητες έναντι των υπολοίπων. Για παράδειγμα σε κάποιες ελίτ μπορεί να ανήκουν οι πιο πλούσιοι και ισχυροί (οικονομική ελίτ), οι πιο μορφωμένοι (πνευματική ελίτ), οι άνθρωποι ανώτερης κοινωνικής τάξης (κοινωνική ελίτ) κλπ. Με απλά λόγια η ελίτ αναφέρεται σε επιλεγμένους ανθρώπους μιας κοινωνίας οι οποίοι έχουν κάτι το ιδιαίτερο σε σχέση με τον απλό λαό. Συνήθως πρόκειται για ανθρώπους εκλεκτούς και άριστους. Για παράδειγμα οι πλούσιοι άνθρωποι όλου του κόσμου είναι γνωστοί και ως παγκόσμια οικονομική ελίτ.
Ετυμολογικά η λέξη ελίτ προέρχεται από την λατινική λέξη eligere που σημαίνει επιλέγω, εκλέγω. Ειδικότερα η λέξη στα ελληνικά προέκυψε ως άμεσο δάνειο από την γαλλική λέξη élite <  παλαιά γαλλικά eslit < λατινική electus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος eligo < ex- + lego. 
Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί συχνά στην πολιτική ζωή για να δείξει ότι υπάρχουν βαθειές πολιτικές, κοινωνικές, αλλά και οικονομικές ανισότητες, μέσα στις κοινωνίες.
Σε θεωρητικό επίπεδο ο όρος ελίτ μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως εργαλείο για τη μελέτη του ρόλου και της οργάνωσης ενός κράτους ή μιας κοινωνίας.
Η προσέγγιση, στο άρθρο που ακολουθεί, επιχειρεί να αποκαταστήσει την έννοια της λέξεως στις πραγματικές της διαστάσεις ως ένα ουδέτερο όρο και όχι αρνητικά φορτισμένο όπως έχει καταλήξει να χρησιμοποιείται συνήθως.

Περί εκλεκτών ή élite

Ι.Α. ΖΕΠΟΣ*     29.11.2014 

Εδώ και χρόνια, στη χώρα μας, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά και στον κόσμο γενικότερα, η λέξη «élite» και η έννοιά της, η οποία στην ελληνική γλώσσα σημαίνει «οι εκλεκτοί», έχει καταλήξει να ταυτίζεται, στα μάτια των περισσοτέρων, με όλες εκείνες τις αρνητικές ιδιότητες και συμπεριφορές που φωτογραφίζουν τις κατηγορίες αυτές που η ίδια η λέξη επιδιώκει να περιθωριοποιήσει. Και επανέρχομαι στην ίδια τη λέξη. Η ιδέα πίσω από αυτήν, από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι και σήμερα στην Ευρώπη, εξακολουθεί να αναφέρεται στην επιλογή, την εκπαίδευση, την κατάλληλη προετοιμασία και τη δημιουργία, κατά το δυνατό, χαρισματικών, καλλιεργημένων και εξειδικευμένων στελεχών, υψηλών προδιαγραφών, τα οποία καλούνται να υπηρετήσουν το έθνος. Τα πρόσωπα αυτά προορίζονται να εμπλουτίσουν τις κοινωνίες με τις συνολικές γνώσεις και αρχές τους και αποτελούν μια ξεχωριστή δεξαμενή από την οποία αντλούνται, κατά περίσταση, μέλη της, προκειμένου να καταλάβουν σημαντικές θέσεις της δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, σε ουσιαστικούς τομείς δράσης.

Υπό αυτήν λοιπόν την έννοια, δημιουργήθηκαν σε ορισμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης εξειδικευμένες σχολές κατάρτισης, υψηλού επιπέδου στελεχών, μετά την ολοκλήρωση των πανεπιστημιακών τους σπουδών. Οι χώρες αυτές υπερηφανεύονται για την ύπαρξη λειτουργών αυτής της κατηγορίας, θεωρώντας ότι κοσμούν τις κρατικές δομές, αλλά και εκείνες της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και του πολιτικού χώρου. Συχνά συναντάμε, παραδείγματος χάρη στη Γαλλία, τα άτομα αυτά να αποτελούν τις πρωταρχικές επιλογές στη σύνθεση μιας κυβέρνησης, τόσο για τη θέση του πρωθυπουργού όσο και μελών της. Και αναφέρομαι ειδικότερα στην περίπτωση της École Nationale d’Administration (ENA), η οποία και παρέχει τα αξιολογότερα πρόσωπα, πέραν των πολιτικών, για τη στελέχωση και διοίκηση των κυριοτέρων υπουργείων, όπως π.χ. των Οικονομικών, των Εξωτερικών και άλλων, καθώς και των εν γένει κρατικών υπηρεσιών, των διαφόρων οργανισμών, των πανεπιστημίων, των μεγάλων τραπεζών και ασφαλιστικών φορέων, καθώς και άλλων σημαντικών πεδίων. Αντιθέτως, στη χώρα μας, εδώ και πολλά χρόνια, έχουμε κάνει κάθε τι το δυνατό για να «εξαφανίσουμε» στελέχη του επιπέδου αυτού και έχουμε φροντίσει ώστε να μη δημιουργηθεί και πάλι μια τέτοια κατηγορία προσώπων, παρά την προ ετών ίδρυση Εθνικής Σχολής Διοίκησης, η οποία, σε κάθε περίπτωση, ούτε επιδίωξε ούτε είχε τη δυνατότητα ούτε και τελικά κατάφερε να διαμορφώσει στελέχη αυτής της εμβέλειας. Η ύπαρξη μιας τέτοιας κατηγορίας προσώπων έχω την εντύπωση ότι θα μπορούσε να έρθει σε αντιπαράθεση με τη συνολική πολιτική τάξη, καθώς πιστεύω ότι η τελευταία δεν επιθυμεί μια τέτοια «ποιοτική» δημοσιοϋπαλληλική παρουσία, η οποία θα μπορούσε να την «απειλήσει» θεσμικά, καθώς και να αμφισβητήσει τον απόλυτο έλεγχο της κρατικής λειτουργίας, που συνιστά την απώτερη επιδίωξή της. Αποδεδειγμένα, κατά το παρελθόν, όταν ακόμη υπήρχαν μέλη της κατηγορίας αυτής στην παλαιά ελληνική κρατική δομή, αυτά υπηρέτησαν υποδειγματικά, από θέσεις ευθύνης, τη χώρα, γεγονός που καθιστά σήμερα την απουσία τους από τις δομές αναμφισβήτητη.

Καταλήξαμε λοιπόν στην Ελλάδα να αναφερόμαστε συχνά, σε γραπτά κείμενα αλλά και στον προφορικό λόγο, με υποτιμητική χροιά στη λέξη «élite», πιστεύοντας, λανθασμένα, ότι αυτή υποδεικνύει μικρές, αλλά ισχυρές κοινωνικοοικονομικές και επαγγελματικές ομάδες, οι οποίες έκαναν την εμφάνισή τους στο «εθνικό σκηνικό» κατά την τελευταία τριακονταετία, καταφέρνοντας, με την ταχύτατη οικονομική τους ανέλιξη και τις διασυνδέσεις τους, να μονοπωλούν την καθημερινότητα όλων μας, δίνοντας τον τόνο στις πολιτικές, οικονομικές εξελίξεις. Ας καταστεί λοιπόν σαφές ότι αυτές οι ομάδες δεν απαρτίζουν μια εθνική «élite», με την αυθεντική έννοια του όρου «εκλεκτοί», αλλά κάτι το εντελώς διαφορετικό, που, εκ των πραγμάτων, δεν αποβλέπει στην ουσιαστική στήριξη και ενίσχυση της όλης κρατικής υπόστασης και πορείας της χώρας.

Μήπως λοιπόν είναι καιρός να αναθεωρήσουμε παλαιές λανθασμένες επιλογές και να προσπαθήσουμε να διαμορφώσουμε και πάλι μια ευρεία ομάδα ικανών, μορφωμένων και υποδειγματικών κρατικών λειτουργών, υψηλών προδιαγραφών; Στόχος μας πρέπει να είναι να ξαναχτίσουμε μιαν αξιόλογη, θεσμική και στέρεη δημόσια «ραχοκοκαλιά», που δεν θα υπακούει υποχρεωτικά στις επιθυμίες των εκάστοτε «περαστικών» κομματικών παραγόντων. Η κατηγορία αυτή θα είναι αυθύπαρκτη και θα προωθεί με υπευθυνότητα και σοβαρότητα τις συνολικές επιλογές εκείνες, που θα ευνοούν αποκλειστικά το εθνικό συμφέρον και τους Έλληνες. Οι λειτουργοί αυτοί θα πρέπει να είναι σε θέση να στηρίζουν και να διασφαλίζουν αποτελεσματικά την πορεία του τόπου σε δύσκολες περιστάσεις και να εξασφαλίζουν την απρόσκοπτη συνέχεια του κράτους, άσχετα από τις όποιες περιστασιακές «διακυμάνσεις» των πολιτικών-κομματικών σκοπιμοτήτων.

* Ο κ. Ζέπος είναι πρέσβυς ε.τ.


Δύο κείμενα για την εγχώρια «ελίτ»


Α. Στο χείλος του τάφου…
1. Η ελληνική ελίτ από την ένταξη της χώρας στη Δύση, με τη συμφωνία της Γιάλτας, κατανόησε μόνο το ότι κρατήθηκε στην εξουσία. Θεώρησε ότι για όλα τα άλλα δεν χρειάζεται να κουράζει το μυαλό της, θα σκέφτονται οι Αμερικάνοι. Την ελληνική ελίτ χαρακτηρίζει πνευματική νωχέλεια, αντίστοιχη με τη διανοητική νάρκωση της ιστορικής Αριστεράς. Αυτή προσκολλήθηκε στην ΕΣΣΔ και εξέπνευσε πρώτη.
2. Η ελίτ υποτίμησε ότι η Ελλάδα, από την εποχή Μεταξά, ή μάλλον ήδη από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, δεν ανήκει γενικώς στη Δύση, αλλά συγκεκριμένα είναι υπό τον έλεγχο χωρών που εξουσιάζουν τις θάλασσες, ΗΠΑ και Βρετανία και όχι της Γερμανίας ή της Τουρκίας. Η Ελλάδα διαχρονικά ήταν με τις πρώτες και αντίπαλος με τις δεύτερες. Ο Στάλιν το ήξερε, το αποδέχθηκε και άφησε εύκολα την Ελλάδα στη Δύση.
3. Η ελληνική ελίτ ούτε καν υποψιάζεται ότι πρέπει να υπερασπίζεται στο διηνεκές, η ίδια, με νύχια και με δόντια, τον ειδικό χώρο της, τη θάλασσα, γιατί αν τον χάσει, χάνεται. Με δυο λόγια η ελληνική ελίτ δεν καταλαβαίνει ότι οι απαιτήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο, με τη στήριξη της Γερμανίας, έχουν ανοίξει τον τάφο της και τη σπρώχνουν να πέσει μέσα. Θα πρόκειται για κυριολεκτικά θεμελιώδη, ιστορική ανατροπή. Η καταστροφή της Σμύρνης θα μοιάζει με παιδικό παιχνίδι. Θα το πληρώσουν "λαός και Κολωνάκι". Αλλά τουλάχιστον ο κόσμος έχει καταλάβει το παιχνίδι και αντιδρά. Το "Κολωνάκι" είναι δεμένο χειροπόδαρα και ζει με θανατηφόρες αυταπάτες.
Τα υπόλοιπα είναι σημαντικά, αλλά απλώς συμπληρώνουν την εικόνα όπως π.χ. ότι η ελίτ εκφυλίστηκε από την ίδια τη διαφθορά της, την πρόσκαιρη χλιδή της, διατηρώντας, όμως, οξυμένο, το χαρακτηριστικό του "ανασφαλούς αρπακτικού". Κι αυτό, επειδή ξέρει ότι δεν απόκτησε δικαίως, με τις δικές της δυνάμεις, την εξουσία και τον πλούτο που κατέχει, αλλά τα οφείλει στην προστασία τρίτων που ανά πάσα στιγμή μπορεί να αποσύρουν την υποστήριξή τους. Εξ ου η αέναη ανάγκη να τους κάνει τεμενάδες. Με αποτέλεσμα π.χ. να χάσει την ευκαιρία να εδραιωθεί στα Βαλκάνια, όταν έπεσαν τα καθεστώτα του "Υπαρκτού Σοσιαλισμού", σκορπώντας όσα κέρδιζε "στα χαρτιά και στις γυναίκες", επ’ ωφελεία των Τούρκων. Ανίκανη, επί πλέον, να συγκροτήσει μια βαλκανική στρατηγική λαμβάνοντας υπόψη το ρόλο των ισχυρότερων Δυτικών χωρών, όπως π.χ. Γερμανίας.

Η Ελλάδα αντίβαρο στην Τουρκία
Με αυτή τη νοοτροπία ήταν πρακτικά αδύνατον να καταλάβουν οι άρχοντες της χώρας ότι ο ρόλος οπισθοφυλακής που ανατέθηκε στην Ελλάδα από τους Αμερικανούς ήταν διπλής όψεως: Η Ελλάδα οπισθοφύλακας, επιβάλλονταν να είναι ταυτόχρονα αντίβαρο στην Τουρκία αν παρουσίαζε διαθέσεις ανεξαρτησίας έναντι των ΗΠΑ. Η Ελλάδα όφειλε να είναι ισχυρή όχι μόνο για την αυτοπροστασία της, αλλά για να είναι χρήσιμη στον επικυρίαρχο, στις ΗΠΑ, εμποδίζοντας την Τουρκία να αναπτύξει τάσεις ανεξαρτησίας. Έτσι ώστε ο επικυρίαρχος να θέλει να είναι όχι μόνο ονομαστικός, αλλά και πραγματικός προστάτης της. (Παρένθεση: δεν με απασχολούν εδώ οι σημαντικές ιδεολογικές και άλλες κρίσιμες πλευρές, αλλά μόνο οι γεωπολιτικές όψεις και κινήσεις, που υποχρεούται να κάνει κάθε τοπική ελίτ, όπως έκανε η τουρκική, για τα συμφέροντά της).
Με απλά λόγια: η ελληνική ελίτ δεν φαντάστηκε ποτέ τον εαυτό της ως ηγέτη της χώρας και φύλακα της Δύσης, αντίβαρο στην Τουρκία. Αν είχε συναίσθηση, θα είχε προστασία επειδή θα ήταν χρήσιμη και όχι επειδή θα είχε τη γλώσσα της για ξεσκονόπανο. Η Δεξιά δεν το έκανε και η Αριστερά φρόντισε να διαλυθεί εγκαίρως, ώστε να μην αντιμετωπίσει τέτοια ασφυκτικά διλήμματα...
Του Απόστολου Αποστολόπουλου


Β. Ελίτ-αλήτ
Η εγχώρια «ελίτ» δεν είναι ελίτ. Έχουν απλά λεφτά. Τα λεφτά δεν σε κάνουν «ελίτ», «λεφτά» σε κάνουν. Στην πλειονότητά τους οι ντόπιοι «λεφτάδες» δεν είναι αστοί, δεν έχουν αστική κουλτούρα. Ούτε αστικούς τρόπους, ούτε αστική παιδεία. Είναι απλά ολιγάρχες. Και επειδή είναι τέτοιοι και το ξέρουν προσπαθούν να νιώσουν «ψαγμένοι» συναναστρεφόμενοι όχι με ανθρώπους αξίας -όπως θα περίμενε κανείς- αλλά -επειδή ακριβώς είναι τέτοιοι- με κάθε ασπόνδυλο γλείφτη του «καλλιτεχνικού» χώρου. Έχετε δει πολλούς φιλόσοφους και διανοητές στα σαλόνια; Να σας πω εγώ. Κανένας. Αλλά από αυτούς που καταγγέλλονται τις τελευταίες ημέρες πολλοί ήταν σαλονάτοι. Λαϊκοί τραγουδίστες και σταρ τηλεοπτικών σίριαλ συχνάζουν στα σαλόνια. Ούτε ερμηνευτές της όπερας, ούτε φιλόσοφοι. Εκτός εάν πρόκειται για τίποτα «εκσυγχρονιστές» αλλοτριομορφοδίαιτους. Βέβαια, θα μου πείτε, αυτοί είμαστε. Δεν το αποδέχομαι απολύτως. Δεν είμαστε όλοι έτσι. Υπάρχει όμως μεγάλο πρόβλημα από το χαμηλό επίπεδο της ελληνικής «ελίτ».
Πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο υπήρχε μια ελληνική αστική τάξη, τόσο στη μητρόπολη όσο και στις παροικίες, που ήταν πραγματική ελίτ. Στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο αυτοί οι άνθρωποι, αυτές οι οικογένειες, χάθηκαν. Και τους διαδέχτηκαν λαδέμποροι, μαυραγορίτες, εργολάβοι και κρατικοδίαιτοι ολιγάρχες και αυτοί οι «τύποι» με τα λεφτά τους και την τουρκομπαρόκ αισθητική τους άλωσαν τα πάντα. Θεσμούς, λέσχες, δίκτυα, κύκλους. Μία μειονότητα απέμεινε από την προπολεμική ελίτ, από εκείνους τους ευεργέτες, σήμερα οι περισσότεροι είναι για πάρτη τους επειδή, όπως παινεύονται αναίσχυντα, «το κεφάλαιο δεν έχει σύνορα, δεν έχει πατρίδα».
Άνθρωποι με τέτοιες απόψεις προτιμούν την ελαφρότητα σε όλα. Οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν αυτούς τους τύπους και «νεόπλουτους».
Τέλος πάντων, για να καταλήξω, εάν είχαμε πραγματική εθνική μεγαλοαστική τάξη θα είχαμε και παιδεία, και τέχνες, και έργα μεγάλα και σπουδαία να γίνονται, διότι θα υπήρχαν άνθρωποι με επιφάνεια να τα υποστηρίξουν.
Αντιθέτως, επειδή αντί για ελίτ μάς έχει «κατσικωθεί» μια εγχώρια τουρκομπαρόκ ολιγαρχία, ούτε παιδεία, ούτε τέχνες έχουμε, ούτε έργα μεγάλα και σπουδαία γίνονται, για αυτό βλέπετε τον κάθε ατάλαντο και την κάθε ατάλαντη να προωθούνται και να αναγορεύονται σε εμβληματικές μορφές των τεχνών. Και ύστερα απορείτε πώς είναι δυνατόν να ήταν παντού χωμένος ο Λιγν. -να διδάσκει σε Αρσάκεια και σε Κολλέγια- και κανείς να μην γνώριζε. Θα σας το πω αλλιώς: Είστε βέβαιοι ότι τους ένοιαζε; Δεν νομίζω ότι ήθελαν να ξέρουν.