Τρίτη 24 Απριλίου 2018

Φάκελος: ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (12)


Για το ζήτημα 
της ονομασίας των Σκοπίων


Ένα κατατοπιστικότατο άρθρο που δημοσιεύθηκε στις 27 Ιουλίου 2016 αλλά εξακολουθεί να είναι επίκαιρο.


Η προ μηνών αναφορά, του Αναπληρωτή Υπουργού αρμόδιου για θέματα Μεταναστευτικής Πολιτικής κ. Μουζάλα, των Σκοπίων με το όνομα Μακεδονία προκάλεσε αντιδράσεις και ποικίλα  σχόλια.[1] Χρησιμοποιώντας αυτή τη δήλωση ως αφορμή καταθέτουμε μερικές σκέψεις αναφορικά με το ζήτημα της ονομασίας της γειτονικής χώρας και τα διαχρονικά χαρακτηριστικά χειρισμού θεμάτων εξωτερικής πολιτικής από την ελλαδική πολιτεία.
Τοποθετήσεις σαν και αυτή του κ. Μουζάλα αλλά και κάθε κρατικού αξιωματούχου βλάπτει τη χώρα. Το πολιτικό προσωπικό αλλά, το σημαντικότερο, η κοινωνία, αποκαμωμένη από την οικονομική κρίση, εθίζεται στην ρητορική των γειτόνων βαυκαλιζόμενη ότι επιλέγουμε το δρόμο του συμβιβασμού και της σύνεσης και ότι αυτό θα εκτιμηθεί από τα Σκόπια και τους συμμάχους… 
Όταν δημόσιοι λειτουργοί  χρησιμοποιούν ή, χειρότερα σε άλλες περιπτώσεις, υποστηρίζουν, ότι  τα  Σκόπια θα έπρεπε να ονομάζονται Μακεδονία οι βόρειοι γείτονες δεν έχουν κίνητρο να εγκαταλείψουν τις ανιστόρητες θέσεις τους και ταυτόχρονα κερδίζουν αυτό που, πρωτίστως, επιθυμούν· την νομιμοποίηση των θέσεων αυτών από την Αθήνα.
Μάλιστα, θα μπορούσε, κάλλιστα, να υποστηριχθεί,  λόγω της επιμονής των Σκοπιανών να μην χρησιμοποιούν καν το  προσωρινό όνομα της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995 (Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας), αλλά να εμμένουν στο συνταγματικό τους όνομα (Δημοκρατία της Μακεδονίας), οι Έλληνες αξιωματούχοι, οι διπλωματικές αντιπροσωπείες στο εξωτερικό αλλά και τα ελληνικά ΜΜΕ,  μπορούν να κάνουν λόγο για Σκόπια, ή Δημοκρατία των Σκοπίων.

Συχνά υποστηρίζεται από ορισμένους πολιτικούς και αναλυτές ότι η Αθήνα σπαταλά πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο στο ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων! Σειρά επιχειρημάτων χρησιμοποιoύνται για να υποβαθμίσουν την ανάγκη αντίδρασης στη χρήση της λέξης Μακεδονία εκ μέρους των Σκοπιανών.
Το μεγαλύτερο μέρος των χωρών του ΟΗΕ, υποστηρίζεται, αναγνωρίζει τα Σκόπια με το συνταγματικό τους όνομα. Η αξία αυτού του γεγονότος, όμως, συνδέεται άμεσα με τις αντοχές των Αθηνών. Σημασία έχει τι κάνει η Ελλάς. Οι καταχραστές των Σκοπίων είναι ανασφαλείς. Επιζητούν  νομιμοποίηση της κλοπής, μια νομιμοποίηση που θα έρθει μόνο με την υπογραφή της ελληνικής κυβερνήσεως.
Η αναγνώριση από τρίτους δεν έχει αξία αυτή καθ’ εαυτή παρά μόνο στο βαθμό που ασκεί πίεση στην Αθήνα να συναινέσει στις ανιστόρητες αξιώσεις των Σκοπιανών. Όπως ακριβώς και στο Κυπριακό με την Άγκυρα αυτή τη φορά να επιζητεί τη δική μας υπογραφή για να νομιμοποιήσει την εισβολή και την κατοχή 42 ετών…

Η Αθήνα κρατά τη μοίρα στα χέρια της. Οι κραυγές περί δήθεν απομονωτισμού, μαζί με τη διάθεση της μεταπρατικής ελίτ της χώρας να κλείνουν(;) ένα–ένα τα εθνικά θέματα για να αφιερωθούμε απερίσπαστοι στο όνειρο της ευρωπαϊκής ευμάρειας (ποια ευμάρεια;), το μόνο που κάνουν είναι να υπονομεύουν τη θέληση για μακροχρόνιο αγώνα. Εξάλλου, δεν υπάρχει υποχρέωση μια χώρα να δεσμεύεται από τις εσωτερικές συνταγματικές διατάξεις μια άλλης χώρας. Αν αυτό συνέβαινε θα επέτρεπε στους πολίτες ή στο Κοινοβούλιο μιας χώρας να λαμβάνουν αποφάσεις για ζητήματα, τα οποία αφορούν τρίτα κράτη και να έχουν αξίωση από τα τελευταία να αποδεχθούν τις αποφάσεις αυτές. Η άποψη ότι πρέπει να σεβαστούμε το συνταγματικό τους όνομα υποκρύπτει την αξίωση ότι η βούληση των Σκοπιανών είναι πιο σημαντική, πιο ιερή, πιο ανώτερη από αυτή των Ελλήνων….

Τα Σκόπια είναι μικρό κράτος και δεν μπορούν να βλάψουν την Ελλάδα, έτερο επιχείρημα. Από μόνα τους σίγουρα όχι. Το 1940 η Ιταλία δεν εισέβαλλε στην Ελλάδα πραγματοποιώντας απόβαση στα Ιόνια Νησιά, αλλά χρησιμοποίησε το προτεκτοράτο της Αλβανίας. Η Αλβανία από μόνη της δεν μπορούσε να βλάψει την Ελλάδα. Ενεργούμενο, όμως, της Ρώμης έβλαψε την Ελλάδα όπως και το κράτος των Σκοπίων ενεργούμενο της Άγκυρας ή, ίσως, της Σόφιας μπορεί να επιφέρει ζημιά. Μια τουρκική στρατιωτική βάση, χιλιάδων Τούρκων στρατιωτών, στα Σκόπια θα αποτελεί εστία ανησυχίας για τις Ελληνικές ΄Ενοπλες Δυνάμεις. 
Εναλλακτικά, αν, μακροπρόθεσμα, τα ερείσματα της Σόφιας ενισχυθούν στα Σκόπια, η Βουλγαρία θα αναλάβει την προώθηση του Μακεδονισμού εντασσόμενου στην διαχρονική βουλγαρική οπτική…

Διάλογος: Τρόπος επίλυσης ή αυτοσκοπός;
Η απουσία στρατηγικού σχεδιασμού, η φοβία στην άρθρωση των συμφερόντων της χώρας  αλλά κυρίως η άρνηση να καταβληθεί το κόστος υποστήριξης των συμφερόντων αυτών αναγκάζει την Αθήνα να προστρέχει στο καταφύγιο του διαλόγου όχι ως μέσο επίλυσης διαφορών  αλλά ως αυτοσκοπό ελπίζοντας πως η διαδικασία του διαλόγου, αυτή καθ’ αυτή, από μόνη της, αρκεί  ώστε να γεφυρωθεί το χάσμα. Ο διάλογος προσεγγίζεται ως μια διαδικασία, εντελώς, ξεχωριστή και εναλλακτική από την ένταση και αντιπαλότητα  επιχειρημάτων. Αρκεί να υπάρχει καλή θέληση, φιλική διάθεση, αλληλοκατανόηση, αλληλοσεβασμός και τα συναφή.
Ο διάλογος, όμως, είναι χρήσιμος  όταν υπάρχει περιθώριο ανάπτυξης συνεργατικών σχέσεων πάνω στη βασική θεματική της  διαπραγμάτευσης. Όταν, αντίθετα, οι αξιώσεις των δύο μερών είναι αντιθετικές τέτοια περιθώρια δεν υπάρχουν. Όπως είχε επισημάνει ο ευπατρίδης διπλωμάτης Δημήτρης Δούντας η απόσταση μεταξύ, διαμετρικά, αντίθετων αξιώσεων «δεν είναι θέμα φόρμουλας αλλά αλλαγής στόχων».

Η πλευρά των Σκοπίων, από την πρώτη στιγμή έναρξης του διαλόγου υπήρξε ειλικρινής και ξεκάθαρη. Αδιαπραγμάτευτη βάση των γειτόνων αποτελεί η έννοια του «μακεδονικού έθνους», της «μακεδονικής γλώσσας», του «μακεδονικού πολιτισμού». Φυσικό επακόλουθο είναι η εμμονή τους στο συνταγματικό όνομα, «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Χαρακτηριστικό επί τούτου αποτελεί η μαρτυρία του πρέσβη ε.τ. Χρήστου Ζαχαράκη πως επί κυβερνήσεως Κ. Σημίτη η Ελλάς είχε αποδεχθεί την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας – Σκόπια».[2] Η πλευρά των Σκοπίων, όμως, απέρριψε την πρόταση. Ποιο συμπέρασμα όφειλε να εξαγάγει η Αθήνα όταν τα Σκόπια απέρριψαν μια πρόταση, η οποία τους έδινε το 90% αυτών που ζητούσαν; Τι καταμαρτυρά  αυτό το γεγονός για τις αξιώσεις και τις στοχεύσεις της άλλης πλευράς και για τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τη διαδικασία του διαλόγου;

Η επιλογή του διαλόγου και γενικότερα ειρηνικών μέσων για την επίλυση διακρατικών διαφορών είναι θεμιτή και κατανοητή. Επιβάλλεται, άλλωστε, από τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (άρθρο 2 παρ.3) όντας συμπληρωματική της καταδίκης της χρήσης βίας ή απειλής χρήσης βίας ( άρθρο 2 παρ. 4). H Ελλάς, ως χώρα ομοεθνείς της οποίας υπήρξαν θύματα της γενοκτονικής πολιτικής των Τούρκων, θύματα συστηματικών διακρίσεων -μέχρι αυτή τη στιγμή- στη γειτονική Αλβανία, και θύματα εισβολής και κατοχής στην Κύπρο το 1974 πρέπει να συμμορφώνεται με τις υποδείξεις του ΟΗΕ και να πράττει ανάλογα. 
Δυστυχώς όμως δεν γίνεται συνειδητή χρήση του διαλόγου ως ενός μέσου έχοντας επίγνωση των αδυναμιών και των ορίων του, αλλά επιλέγεται ενστικτωδώς, με μηχανικό τρόπο νιώθοντας μια υπαρξιακή ανάγκη να λάβουμε συμμαχικά εύσημα για την επίδειξη θέλησης και την προσκόλληση μας στο διεθνές δίκαιο. 

Απαιτούνται εναλλακτικές πολιτικές σε περίπτωση κατά την οποία η απαρασάλευτη πίστη μας στο διάλογο δεν δικαιωθεί. Απουσία εναλλακτικών μορφών δράσης φέρνει την διαχρονικά, ευεπίφορη σε υποχωρήσεις ελλαδική ηγεσία στο να επιλέξει μεταξύ μια προσφερόμενης κακής λύσης και του «φάσματος της απομόνωσης» από τυχόν άρνηση. Η κατάληξη γνωστή· «Και τι να κάναμε; Δεν είχαμε άλλη επιλογή». Παγιδευμένη στην φονταμενταλιστική πίστη στις θαυματουργές ιδιότητες του διαλόγου φυσικό είναι να μην φροντίζει η Αθήνα να υπάρχουν άλλες επιλογές…
Έχουνε περάσει πάνω από δύο δεκαετίες διαλόγου με τα Σκόπια. Ποιο το αποτέλεσμα; Επίσης, υπάρχουν απτές, μη επιδεχόμενες άλλων ερμηνειών, αποδείξεις για αλλαγή της συμπεριφοράς των γειτόνων; Ποια γεγονότα έλαβαν χώρα ώστε να συντηρείται ελπίδα έστω και ενός μέτριου συμβιβασμού;

Προοπτική επίλυσης;
Η δυσάρεστη αλήθεια είναι πως το όνομα της Μακεδονίας έχει, εν μέρει, απεμποληθεί με την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995. Πολίτες τρίτων χωρών στο εξωτερικό για λόγους ελλιπούς  ιστορικής γνώσεως ή ευκολίας  χρησιμοποιούν μόνο τη λέξη Μακεδονία. Ταυτόχρονα, αναφορικά με τον προσδιορισμό καταγωγής και γλώσσας  δεν μπορούν να χρησιμοποιούν κάτι διαφορετικό από «macedonian». Ποια η εναλλακτική; Formeryugoslavomacedonian; Και αυτό το γνώριζαν τόσο οι Έλληνες όσο και οι Σκοπιανοί και ο διεθνής παράγοντας τη στιγμή της υπογραφής της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Τυπική ελλαδική προσέγγιση εθνικών ζητημάτων. Δεν υποχωρούμε ατάκτως αλλά τόσο ώστε να υπονομευθεί  – αν χρειαστεί –  αλλαγή πολιτικής στο μέλλον ή ώστε να φαίνεται περαιτέρω υποχώρηση φυσιολογική ή ως το επιπλέον αναγκαίο βήμα για την «επίλυση» του ζητήματος. Πιο συγκεκριμένα, η χρήση της φράσης Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας για πάνω από είκοσι χρόνια, με παράλληλη επικράτηση διεθνώς μόνο της λέξης Macedonia, καθιστά πιο εύκολη μια περαιτέρω υποχώρηση.
Φυσικά, λόγω της συμπεριφοράς των Σκοπιανών τις τελευταίες δύο δεκαετίες – μεταξύ άλλων, απεικόνιση σε σχολικά εγχειρίδια ελληνικών εδαφών στην επικράτεια του σκοπιανού κράτους, χρήση του Ήλιου της Βεργίνας, ονομασία του διεθνούς αεροδρομίου των Σκοπίων σε “Μέγας Αλέξανδρος”, ανέγερση αγάλματος του Φιλίππου Β΄ στην πόλη των Σκοπίων – η Ελλάς διατηρεί το δικαίωμα της αποχώρησης από την Ενδιάμεση Συμφωνία ώστε να μην δεσμεύεται και από αυτό ακόμα το προσωρινό όνομα. Τούτο, ρητώς, διαλαμβάνεται στο άρθρο 23 παράγραφος 2 όπου ορίζεται πως κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να αποσυρθεί δώδεκα μήνες μετά από γραπτή ειδοποίηση στο άλλο μέρος. Αν υποτεθεί ότι θα υπήρχε μια ελληνική κυβέρνηση η οποία θα ήθελε να αλλάξει το υφιστάμενο πλαίσιο λύσης…
Χαρακτηριστική της σκοπιανής αναξιοπιστίας και αφερεγγυότητας όσον αφορά την τήρηση  διακρατικών συμφωνιών και της φανατικής εμμονής να επιβάλλουν το συνταγματικό όνομα, αποτέλεσε η αναφορά στο κλείσιμο της ομιλίας του τότε προέδρου των Σκοπίων Μπράνκο Τσερβένκοφσκι το 2007, στο πλαίσιο της 62ης Συνόδου της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, ότι « … το όνομα της χώρας μου είναι Δημοκρατία της Μακεδονίας και θα είναι Δημοκρατία της Μακεδονίας » [ «…the name of my country is Republic of Macedonia and will be Republic of Macedonia] καθώς επίσης και η αναφορά του σκοπιανού προέδρου της 62ης Συνόδου  Srgjan Kerim σε «Δημοκρατία της Μακεδονίας» από το βήμα του προεδρείου[3]. Υπενθυμίζεται ότι το Ψήφισμα 817 της 7ης Απριλίου 1993  της Γενικής  Συνέλευσης του ΟΗΕ διελάμβανε πως τα Σκόπια, θα καλούνται, για τις ανάγκες του ΟΗΕ ως ΠΓΔΜ.[4] Το εν λόγω ψήφισμα μνημονεύεται στο άρθρο 11.2 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας όπου ορίζεται πως η Ελλάς έχει το δικαίωμα να αντισταθεί στην είσοδο των Σκοπίων σε διεθνή οργανισμό, στον οποίο είναι η ίδια μέλος, αν τα Σκόπια καλούνται διαφορετικά από ότι προνοεί το ψήφισμα 817, Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Με λίγα λόγια, εντός της  Γενικής  Συνέλευσης του ΟΗΕ τόσο ο  πρόεδρος των Σκοπίων όσο και αυτός ο σκοπιανής καταγωγής, πρόεδρος της Γενικής Συνέλευσης έριξαν στον κάλαθο των αχρήστων το ψήφισμα της ίδιας της Γενικής Συνέλευσης με το όποιο έγιναν δεκτά τα Σκόπια ως μέλος του ΟΗΕ ενώ την ίδια στιγμή η Αθήνα, ευλαβικά, συνεχίζει να κάνει χρήση του ονόματος της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, μην τυχόν και στερηθεί τα εύσημα από τους συμμάχους για τη δημιουργία εποικοδομητικού κλίματος…

Καταληκτικά Σχόλια
Το ζήτημα ονομασίας του γειτονικού κράτους είναι από τη φύση του ανεπίδεκτο αμοιβαίας αποδεκτής λύσης. Οι Σλάβοι κάτοικοι των Σκοπίων επέλεξαν να ονομάζονται Μακεδόνες. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα δεν μπορεί, επίσημα και αμετάκλητα, να αναγνωρίσει την παραχώρηση ιστορικών τίτλων πολιτιστικής κληρονομιάς χιλιάδων ετών. Ούτε μπορεί και πρέπει να αποδεχθεί ότι το δικαίωμα των Σκοπιανών να αυτοπροσδιοριστούν δικαιολογεί την αλλοίωση και υφαρπαγή ελληνικής ιστορίας. Τα σημερινά Σκόπια, μερικώς, μόνο, αντιστοιχούν στην γεωγραφική περιοχή Μακεδονία, όπως αυτή εξελίχθηκε, ιστορικά, από την αρχαιότητα μέχρι την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων. Τα γεωγραφικά όρια της Μακεδονίας άλλαζαν από τον εκάστοτε κύριο της περιοχής. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι σημερινοί κάτοικοι ενός τμήματος μιας ιστορικής και γεωγραφικά μεταβαλλόμενης περιοχής απαιτούν να μονοπωλήσουν, σε διεθνές, κρατικό επίπεδο το όνομα Μακεδονία εις βάρος όχι μόνον όσων θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το όνομα Μακεδονία λόγω των, διαχρονικά, ευμετάβλητων γεωγραφικών ορίων της περιοχής, αλλά, κυρίως εις βάρος αυτών οι οποίοι γέννησαν το όνομα Μακεδονία και προσέδωσαν την ιστορικής του αξία.
Παράλληλα, είναι αλήθεια ότι η Αθήνα δεν μπορεί να επιβάλει στους Σλάβους κατοίκους των Σκοπίων ποια λέξη θα χρησιμοποιούν μέσα στα σπίτια τους και στις μεταξύ τους σχέσεις αν και επαναλαμβάνεται πως εκεί βρίσκεται ο πυρήνας του προβλήματος. Το ζήτημα δεν αφορά, όμως, απλά, το όνομα αλλά την εμμονή των Σκοπιανών σε «μακεδονικό έθνος», «μακεδονική γλώσσα» και «μακεδονικό πολιτισμό». Αυτά τα τελευταία προσδιορίζουν το όνομα.

Η Αθήνα δεν πρέπει να αποδεχθεί, ποτέ, τη λέξη Μακεδονία για τον προσδιορισμό της γειτονικής χώρας. Η λεγόμενη σύνθετη ονομασία αποτελεί προκάλυμμα για την επιβολή της λέξης Μακεδονία.

Η Αθήνα πρέπει να καταγγείλει την Ενδιάμεση Συμφωνία και παράλληλα να ενημερώσει, με συστηματικό και συγκροτημένο τρόπο, τους λόγους για τους οποίους προβαίνει σε αυτή την κίνηση. Παράλληλα, επειδή λόγω μιας τέτοιας κίνησης θα επικρατήσει αναστάτωση και ανησυχία, να δώσει εγγυήσεις σε Σκόπια και τρίτα κράτη ότι δεν έχει κανενός είδους βλέψεις στα Σκόπια και να συνομολογήσει άμεσα, μόνιμες συμφωνίες, με την γειτονική χώρα, οι οποίες να ρυθμίζουν πρακτικά ζητήματα (διαβατήρια, εμπορεύματα κ.ο.κ.).  Απέναντι στην ΕΕ και σε διεθνείς οργανισμούς στους οποίους η Ελλάδα είναι μέλος και τα Σκόπια όχι, η Αθήνα να διαμηνύσει ότι είναι αντίθετη στην είσοδο της χώρας αυτής καθ’όσον κάνει χρήση της λέξης Μακεδονία. Να πραγματοποιηθεί άσκηση veto  όπου υπάρχει η δυνατότητα (ΕΕ). Ταυτόχρονα, σε σχέση με την ΕΕ δεν θα πρέπει να υπάρξει παρεμπόδιση της Ελλάδος σε αποστολή χρηματικών κονδυλίων στη γειτονική χώρα. Πρέπει να αποφευχθεί η εικόνα ότι η Αθήνα θέλει να «πνίξει» οικονομικά τα Σκόπια. Προτιμότερο θα ήταν να πείσει τους ΄Ελληνες επενδυτές να μεταφέρουν στην Ελλάδα τις επιχειρήσεις τους και να σταματήσουν οι περήφανοι Μακεδόνες της Β. Ελλάδος να καταθέτουν τον οβολό τους στα καζίνο της γειτονικής χώρας…
Το όνομα το οποίο θα χρησιμοποιεί η Αθήνα για να υποδηλώσει τα Σκόπια, άνευ της λέξης Μακεδονία, στα διεθνή fora ή σε τρίτα κράτη μπορεί να είναι σκέτη η λέξη Σκόπια. Οποιαδήποτε άλλη λέξη, όση ιστορική και γεωγραφική βάση να διαθέτει, θα περιπλέξει την κατάσταση υπέρμετρα. Κόστος, πέραν από τις συνήθεις και φοβικές κατηγορίες ημέτερων περί απομόνωσης, δεν πρόκειται να υπάρξει. Οι χώρες, οι οποίες έχουν αναγνωρίσει τα Σκόπια με το συνταγματικό τους όνομα, θα συνεχίσουν να το κάνουν. Εναπόκειται στην Αθήνα να πείσει τις υπόλοιπες. Στόχος δύσκολος λόγω του εθισμού της διεθνούς κοινής γνώμης στη χρήση της λέξης Μακεδονία (κληρονομιά της Ενδιάμεσης Συμφωνίας) πάνω από είκοσι χρόνια. Αναγκαίες ενέργειες η συστηματική παρακολούθηση και αντίκρουση της σκοπιανής προπαγάνδας, αδιάλειπτη παρουσία σε διεθνή συνέδρια, χρηματοδότηση ιστορικών βιβλίων σε ολοένα και περισσότερες γλώσσες. Η εικόνα της μικρής και ανυπεράσπιστης χώρας που καλλιεργούν τα Σκόπια πρέπει να αλλάξει και να αποτυπωθεί η ιστορική πραγματικότητα, η φανατική αδιαλλαξία και η κωμική προσπάθεια καπήλευσης ιστορικής κληρονομιάς άλλου λαού.[5]
Τέλος, και, ίσως, το πιο σημαντικό από όλα δεν θα πρέπει να επιτραπούν, από την κυβέρνηση και την πολιτεία γενικότερα, οι εξάρσεις και η καλλιέργεια μίσους για την γειτονική χώρα. Ούτε, επίσης, να χρησιμοποιηθεί μια τέτοια υποθετική απόφαση ως αντιπερισπασμός στην παρούσα οικονομική κρίση. Πρέπει να αποτελεί συνειδητή απόφαση αποδεχόμενη το  κόστος και τις δυσκολίες που αυτές συνεπάγεται. Όχι μίσος λοιπόν. Οι συνθήκες και περιστάσεις οι οποίες δημιούργησαν το σημερινό πρόβλημα πάνε πολλές δεκαετίες πίσω, αιώνες μάλλον. Είναι μια από αυτές τις κληρονομιές της Ιστορίας με τις οποίες οι άνθρωποι βρίσκονται αντιμέτωποι. Όχι μίσος, ούτε φανατισμός. Ηρεμία, συγκροτημένη δράση. Εθνική αυτοπεποίθηση. Σπανίως, ζητήματα ταυτότητας επιλύονται με διακρατικές συμφωνίες σαν και αυτή στην οποία προσπαθούμε να φτάσουμε με τα Σκόπια πάνω από δύο δεκαετίες. Ο ανθρώπινες κοινωνίες και η ιστορία έχουν τη δική τους λογική…

Ο Ιωάννης Σ. Λάμπρου είναι Πολιτικός Επιστήμων-Διεθνολόγος. Το παρόν άρθρο δημοσιεύεται στο περιοδικό Άμυνα και Διπλωματία ( τεύχος Ιουνίου 2016) και στο ΙΝΣΠΟΛ. 

[2] Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, είχαν διαφανεί προοπτικές για επίλυση του ζητήματος στη βάση της ονομασίας  Gornamakedonia = Ανωμακεδονία. Η λύση θα συμπληρωνόταν από οικονομική βοήθεια και εγγυήσεις για την ασφάλεια των Σκοπίων από πλευράς Αθηνών, αλλά η εθνοτική σύγκρουση Σλάβων-Αλβανών ματαίωσε τις όποιες προοπτικές υπήρχαν.
[5] Βλέπε σχετικά το Σχέδιο Σκόπια 2014,