Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020

Ο χρόνος τελειώνει, "Οι καιροί ου μενετοί"...


Παντελής Σαββίδης: Πρέπει κάτι να γίνει 
σε επίπεδο νέας πολιτικής κίνησης

«Κάτι πρέπει να γίνει» είναι το μοτίβο απλών πολιτών αλλά και ανθρώπων που ασχολήθηκαν με την πολιτική και δεν εκφράζονται σήμερα από το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων. Θεωρούν, κυρίως, πως λείπει το στοιχείο του, καλώς εννοούμενου, πατριωτισμού από το χαρακτήρα των κομμάτων και μιας πολιτικής πρότασης που να περιέχει όραμα. Οι άνθρωποι δεν ζουν, μόνο, για να ικανοποιήσουν βιοτικές ανάγκες τους. Είναι αναγκαίες αλλά δεν αρκούν. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ζωής τα προσδίδει το όραμα. Οι αξίες, αυτό που νοιώθουν ότι φέρουν ως πολιτισμικοί φορείς στην κοινή τους διαχρονία. Η συνύπαρξη με τους άμεσους ή έμμεσους γνωστούς, φίλους, συμπολίτες που διαμορφώνει τις μικρές κοινότητες και τις πολιτείες τους. Οι οποίες πολιτείες εντάσσονται δημιουργικά στην παγκόσμια κοινωνία. Αλλά, με τα δικά τους χαρακτηριστικά.

Αυτήν την αίσθηση των ανθρώπων που αναπαράγει, πραγματικά ή φαντασιακά, την ύπαρξή τους επιχειρούν, σήμερα, να την απαλείψουν. Ανεπιτυχώς, διότι αποτελεί γενετικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν ξέρω τι θα γίνει όταν ο κλασικός άνθρωπος, που γνωρίζουμε, συνυπάρξει με τα ανθρωποειδή της Τεχνητής Νοημοσύνης, αλλά όσο αυτήν την εξέλιξη την ελέγχει, ακόμη, το ανθρώπινο είδος η αίσθηση της κοινής καταγωγής και των παραδόσεων που διαμορφώθηκαν θα διατηρείται. Δεν ξεριζώνεται. Και εδώ βρίσκεται το μεγάλο πρόβλημα της παγκοσμιοποίησης που επιχειρήθηκε να επιβληθεί. Θέλησε να φτιάξει ένα ανθρωπολογικό πρότυπο χωρίς αίσθηση της προέλευσής του, της καταγωγής του, των χαρακτηριστικών του. Γι αυτό και αποτυγχάνει. Ήταν ένα πρότυπο παγκοσμιοποίησης που θέλησε να εξυπηρετήσει μόνο την οικονομία.

Σ’ αυτό το πρότυπο προσπαθούν να προσαρμοστούν οι τρείς, άξιοι λόγου προς το παρόν, πολιτικοί φορείς της χώρας. Άλλος με μεγαλύτερο φανατισμό και άλλος με μικρότερο. Πάντως, όλοι με την ίδια κατεύθυνση.
Αυτή η προσπάθειά τους έρχεται σε αντίθεση με τη συνείδηση της κοινωνίας. Η οποία, σκεπτόμενη, αρχίζει την αμφισβήτηση και την αποστασιοποίηση.
Στο κυβερνών κόμμα, τη Νέα Δημοκρατία, που θέλησε να εκφράσει και μια παραδοσιακή Δεξιά με επιμονή σε πατριωτικές αναφορές, σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων της αρχίζει να προβληματίζεται και να αναζητά εσωτερική ή, ακόμη, και εκτός κόμματος πολιτικο-ιδεολογική έκφραση.
Τα αστικά κόμματα στην Ελλάδα, έχοντας την υποσυνείδητη αλαζονεία ότι το καθεστώς που υπηρετούν είναι πέραν κάθε αμφισβητήσεως, εγκατέλειψαν την προσπάθεια ιδεολογικής αναπαραγωγής των αξιών που πρεσβεύουν. Θεωρούν, μάλιστα, την ιδεολογία κάτι σαν αγκύλωση. Πιστεύουν πως με την πολιτική τους θα αναπαράγουν τους ψηφοφόρους τους. Αλλά το άλυτο αυτό δέσιμο τελείωσε. Η Νέα Δημοκρατία αντιμετωπίζει, ήδη, αυτό το πρόβλημα. Δεν έχει ένα πειστικό αφήγημα για την πολιτική της.
Κινήθηκε σε τέσσερις άξονες:
Αλλαγή του κράτους,
Ανάπτυξη της οικονομίας,
Μεταναστευτικό,
Αντιμετώπιση των εθνικών θεμάτων.

Αν εξαιρέσει κανείς την οικονομία στην οποία, προς το παρόν, διαμορφώνει, απλώς, κλίμα, πουθενά δεν πέτυχε οκτώ μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας. Και να σκεφθεί κανείς πως, παρά το 32% του Συριζα, ο υπόλοιπος ελληνικός πληθυσμός είδε τη νίκη του κυβερνώντος κόμματος με μια ανακούφιση, λόγω του ανορθολογισμού και του εφιάλτη που βίωνε. Η ανοχή αρχίζει να τελειώνει, κυρίως, λόγω του μεταναστευτικού και μιας θολής αντιμετώπισης των εθνικών θεμάτων.
Ούτε η τρομοκράτηση του κόσμου με πόλεμο, ούτε οι φθαρμένοι προπομποί παραχωρήσεων κυριαρχικών δικαιωμάτων μπορούν να αποδώσουν. Χρειάζεται αλλαγή ρότας. Αλλά η Νέα Δημοκρατία, όπως και τα δύο άλλα πολιτικά κόμματα της χώρας είναι διαπεπλεγμένα με το κυρίαρχο διεθνές σύστημα που προάγει το είδος της παγκοσμιοποίησης που περιέγραψα. Η παγκοσμιοποίηση, ως γενική αναφορά και επαφή της ανθρωπότητας, είναι αναπόφευκτη λόγω των σύγχρονων τεχνολογιών. Το είδος της έχει σημασία. Η προωθούμενη απέτυχε.
Σε μια κάκιστη εκδοχή της επιμένει, ή μάλλον αποτελεί κυρίαρχο συστατικό του στοιχείο, και ο Σύριζα. Ένα κόμμα που εμφανίστηκε ως παρθενογένεση την περίοδο της κρίσης, αλλά στην ουσία συνεστήθη από τις πιο παραδοσιακές, περιθωριακές και αποδομητικές σέχτες που λαθροβιούσαν στον ελλαδικό περίγυρο.
Σταλινικοί, τροτσκιστές, «μουλούδες», «ανανεωτικοί» κομμουνιστές, απογοητευμένοι ΚΚΕδες, σύγχρονοι δικαιωματιστές που θεωρούν τα δικαιώματα σημαντικότερα του ανθρώπου, δήθεν οικολόγοι που ξεχνούν τις ιδεολογικές τους αναφορές για μια κυβερνητική καρέκλα, επαγγελματίες αποδομιστές που συντηρούνται απο διεθνή πινάκια, καιροσκόποι, μανιακοί της εξουσίας, “αναρχικοί” της πλάκας, κάπηλοι ενός σημαντικότατου κινήματος έκφρασης της ανθρώπινης αγωνίας, “αντιεξουσιαστές” που μόλις αποκτήσουν εξουσία γίνονται οι σκληρότεροι κρατιστές, και φανατικοί καρεκλοκένταυροι, «αριστεροί» των σαλονιών, ρεβανσιστές του Εμφυλίου, μοντέλα και μοντελάκια, ακόμη και υποστηρικτές της ακραίας βίας, συνασπίσθηκαν και κατάφεραν να χειραγωγήσουν ένα κίνημα απέλπιδων ανθρώπων που βίωσαν μιαν οδυνηρότατη κρίση, κατ' αρχήν οικονομική αλλά στην ουσία αξιακή.

Το αξιακό οικοδόμημα της ελληνικής κοινωνίας άρχισε να αποδομείται αμέσως μετά τη μεταπολίτευση διότι δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί. Σε αντίθεση με άλλες περιόδους της ιστορίας, η μεταπολίτευση δεν ανέδειξε το αναγκαίο είδος διανόησης που με δημόσιο διάλογο και καταλυτική παρέμβαση θα μπορούσε να το αναδιαμορφώσει. Οι βασικές αναφορές των κοινωνιών παραμένουν σταθερές αλλά προσαρμόζονται, αναλόγως, της εποχής και των αναγκών της.
Χωρίς να έχω κάποια εξειδίκευση στο θέμα, έχω την εντύπωση πως στη μεταπολίτευση κυριάρχησε ένα κράμα της λεγόμενης γενιάς του ’30, κάποιων αναλαμπών της δεκαετίας του ’60 αλλά, κυρίως, ο ιδεολογικός, πολιτικός και πολιτιστικός ρεβανσισμός του Εμφυλίου. Μερικοί γαλλοσπουδαγμένοι “ανανεωτές” της αριστεράς, που δύσκολα απέκρυπταν τον λενινισμό τους, θέλησαν να διαδραματίσουν ρόλο ιδεολογικού ινστρούχτορα, αναπαράγοντας, πολλές φορές κακομασημένα, τα ιδεολογήματα του ΄68 και τις θεωρίες προσωπικοτήτων όπως ο Λακάν, ο Φουκώ, ο Αλτουσέρ ή οι γερμανοτραφείς, της Σχολής της Φραγκφούρτης και οι “Ιταλοσπουδαγμένοι” του Γκράμσι, της ομάδας του “Μανιφέστο”, του Μπόμπιο, του Μπερλίγκουερ και του Κούρτσιο και πάει λέγοντας. Πάντως, δύσπεπτες εισαγωγές χωρίς επεξεργασία.
Αναγκαστικά ή όχι, η βαρβαρότητα ενός εμφυλίου πολέμου επέβαλε ακραίες ιδεολογικές μορφές του νικητή οι οποίες κατέρρευσαν με τη δικτατορία του ’67.
Ο αστικός χώρος δεν είχε -ή, μάλλον, δεν φρόντισε να έχει- την αναγκαία διανόηση που να του παράγει ένα νέο αφήγημα. Τα θεώρησε όλα δεδομένα και γραμμικά όπως πριν την δικτατορία. Δεν ήταν, όμως.
Παρά το γεγονός ότι σήμερα αποτελεί, για την πλειοψηφία των πολιτών, το απόλυτο κακό της κρίσης που βιώνουν, ο Ανδρέας Παπανδρέου έσωσε την αστική, κοινοβουλευτική δημοκρατία μετά τη μεταπολίτευση.
Συγκράτησε τον ριζοσπαστισμό του κόσμου από την αναζήτηση παραδοσιακών αριστερών λύσεων, παρουσιάζοντας το πρόγραμμα μιας, ελληνικού τύπου, σοσιαλδημοκρατίας. Ήταν ό,τι πιο σύγχρονο μπορούσε να εμφανιστεί εκείνες τις στιγμές.
Υπήρξαν πολλά και σημαντικότατα προβλήματα αλλά μια μακροϊστορική αποτίμηση δεν τα λαμβάνει υπόψη. Οι εσωκομματικές εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ ήταν σκληρές και διαμόρφωσαν ένα προσωποπαγές κίνημα. Έχουν τη σημασία τους αλλά η προσέγγιση που επιχειρούμε σήμερα είναι πιο γενική.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου που εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή αρχές της δεκαετίας του ’60 είχε μελετήσει καλά την ταξική σύνθεση της ελληνικής κοινωνίας (κυρίως, αγροτικής και μικροαστικής, στρώματα στα οποία βασίστηκε), την απόλυτη εξάρτηση του ελληνικού κράτους από τους ξένους πάτρωνές του και το τεράστιο έλλειμμα δημοκρατίας, λόγω, κυρίως, του Εμφυλίου. Πάνω σ' αυτές τις ελλείψεις διαμόρφωσε το πολιτικό του πρόγραμμα, το οποίο βρήκε απήχηση στον μη δεξιό κόσμο που αποτελούσε πλειοψηφία.
Προγράμματα διαμορφώνονται εύκολα αλλά ο κόσμος, για να τοποθετηθεί πολιτικά, αναζητά και ικανές πολιτικές ηγεσίες για να τις εμπιστευθεί. Ο Ανδρέας Παπανδρέου αποτελούσε μια τέτοια προσωπικότητα. ΤΟ ΠΑΣΟΚ δεν θα ευδοκιμούσε χωρίς την ηγετική παρουσία του ιδρυτή του.
Κάνοντας έναν εντυπωσιακό κυβερνητικό κύκλο, το ΠΑΣΟΚ κατέρρευσε μετά το θάνατο του ιδρυτή του, ο οποίος αποτελούσε, όπως αποδείχθηκε, το μοναδικό εγγυητή του προγράμματός του.
Τα κοινωνικά στρώματα στα οποία βασίστηκε περιείχαν και ανθρώπους σπουδαγμένους επιστημονικά, αλλά η πλειοψηφία ήταν προβληματικής πολιτικής παιδείας. Όντας τα μετεμφυλιακά χρόνια εκτός “παιχνιδιού”, αναζητούσαν εξουσία, χρήμα, δόξα, κοινωνική αναγνώριση. Και, μόλις, πήραν την κυβέρνηση έπεσαν με βουλημία στα αγαθά της.
Ο Παπανδρέου ήταν πολιτικός ηγέτης αλλά όχι παιδαγωγός. Άγνωστο αν το προσπάθησε ή όχι, αλλά και να ήθελε δεν μπορούσε να τους συγκρατήσει. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό.
Ο διάδοχός του, Κώστας Σημίτης, δεν διέθετε τις ικανότητες και τη νομιμοποίηση του Ανδρέα Παπανδρέου. Στην προσπάθειά του να κυριαρχήσει έγινε ομαδάρχης (αν και «έπαιξε» και με τις άλλες ομάδες) αλλά, κυρίως, παραδόθηκε στις ομάδες οικονομικών συμφερόντων που διεκδικούσαν νομή οικονομικής εξουσίας αλλά όπως θα την διαμοίραζαν αυτές. Δεν ξέρω αν ήταν μονόδρομος ή όχι για τη διατήρηση της εξουσίας αλλά ήταν η μοιραία επιλογή.
Η «ομάδα Σημίτη» υποτίθεται ότι έφερε έναν «εκσυγχρονισμό», αλλά ο εκσυγχρονισμός αυτός είχε τα στοιχεία μιας πορείας η οποία οδήγησε στο ελληνικό αδιέξοδο. Και οικονομικό και κοινωνικό αλλά, κυρίως, εθνικό.
Η ένταξη στην ΟΝΕ αποτέλεσε, πράγματι, μια επιτυχία της κυβέρνησης Σημίτη, αλλά μόνη της δεν εξυπηρετούσε τον στόχο. Έπρεπε να αλλάξουν πολλά, για να μπορέσει η Ελλάδα να ανταποκριθεί στο νέο αυτό περιβάλλον. Και σ’ αυτά, κυρίως, σε κοινωνικό επίπεδο, ο Σημίτης δεν τα κατάφερε. Διότι δίχασε, όχι, μόνο, την κοινωνία αλλά και το κόμμα του. Αυτό, ίσως, δεν έγινε αισθητό, τόσο, στα ηγετικά στελέχη του, διότι κρατούσε μια ισορροπία συμμετοχής τους στη νομή της εξουσίας, αλλά το εισέπραττε οδυνηρά η κοινωνία στη βάση της.
Ο χειρισμός του χρηματιστηρίου με εκείνην την ατυχή δήλωση, «ας προσέχατε», η αδυναμία αντιμετώπισης της διαφθοράς με την άλλη δήλωση «όποιος έχει στοιχεία ας πάει στον εισαγγελέα», αλλά, κυρίως, τα Ίμια (ο πρωθυπουργός αγνοούσε τι σημαίνει απελευθέρωση κανόνων εμπλοκής), και η διεθνής απαξίωση της χώρας με τη σύλληψη Οτσαλάν, διαμόρφωσαν μια εικόνα ενός συστημικού κόμματος χειρότερου από εκείνα που το ΠΑΣΟΚ ήρθε για να ανατρέψει.
Τη χαριστική βολή, όμως, την έδωσε ο γιός του ιδρυτή Γιώργος Παπανδρέου, άνθρωπος μετρίων πολιτικών ικανοτήτων, ο οποίος, προφανώς, ανέλαβε το κόμμα στη λογική της κληρονομικής διαθήκης.
Βουτηγμένο στη διαφθορά και την καθεστωτική λογική, το ΠΑΣΟΚ αμφισβητούνταν στην κοινωνία αλλά είχε, ακόμη, στέρεες κοινωνικές βάσεις. Με μια διορατική και χαρισματική ηγεσία θα μπορούσε να μεταλλαγεί χωρίς να εγκαταλείψει τις πολιτικές του αρχές:
Δημοκρατία,
Εδαφική Ακεραιότητα,
Κοινωνική Δικαιοσύνη.
Χρειαζόταν, όμως, ένα διάλειμμα από την άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας. Ήταν τόση η συνήθεια και το πάθος άσκησης εξουσίας, που με την πρώτη μπανανόφλουδα, την πάτησε. Μπροστά στο αδιέξοδο που αντιμετώπιζε ο Κώστας Καραμανλής, πέταξε στον Γιώργο Παπανδρέου τη ζεστή πατάτα. Ο Γιώργος Παπανδρέου την άρπαξε και ζεματίστηκε, όχι, μόνο, αυτός αλλά και το κόμμα του.
Θεωρώντας, προφανώς, δεδομένη την επικυριαρχία του, λόγω καταγωγής (καθεστωτικό σύνδρομο), ο Γιώργος Παπανδρέου τοποθετούσε στα υπουργεία όποιον ή όποια είχε έναν σάκο στον ώμο, έκανε ποδήλατο, πήγαινε στο γυμναστήριο, γενικώς είχε μια μη συμβατική συμπεριφορά.
Αλλά, κυρίως, διέγνωσε λάθος τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να καθάρει, από τις αμαρτίες της διαφθοράς, το κόμμα που ανέλαβε. Φρόντισε να στείλει στη φυλακή τον Άκη Τσοχατζόπουλο. Καλώς ή κακώς είναι μια άλλη ιστορία, αλλά το γεγονός δημιούργησε το συνειδητό ή ασυνείδητο ερώτημα στον πολίτη: Αφού οι ίδιοι στέλνουν τα στελέχη τους στη φυλακή, εμείς τι δουλειά έχουμε σε ένα τέτοιο κόμμα. Και, έτσι, το ΠΑΣΟΚ άρχισε να φυλλορροεί.
Η συγκυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία – αναγκαία ή μη αδιάφορο- του αποστέρησε όλο τον πυρήνα της ύπαρξής του.
Σ’ αυτήν την κρίσιμη στιγμή εμφανίζεται ο Τσίπρας και η παρέα του, όπως περιγράφηκε παραπάνω, και υπόσχεται τα πάντα. Μην έχοντας πού την κεφαλήν κλίναι, ο «κόσμος του ΠΑΣΟΚ» συνέρρευσε μαζικά στο «νέο» κόμμα, ιδεολογικό απολίθωμα του καταρρεύσαντος «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ακολούθησαν πολλά στελέχη του πρώην ΠΑΣΟΚ είτε από καιροσκοπισμό, είτε διότι εκεί έβλεπαν το επαγγελματικό πολιτικό μέλλον τους αλλά, είτε διότι είχαν απηυδήσει από τις καθεστωτικές λογικές του Κινήματος στο οποίο συμμετείχαν.
Άλλωστε, η επιλογή της κ. Γεννηματά ως ηγέτη του Κινήματος έθετε και άλλα ζητήματα πέραν της κληρονομικότητας. Για να το διατυπώσω ευγενικά, μέχρι που μπορεί να φθάσει το επίπεδο ηγεσίας;

Η κυβερνητική διαχείριση του Συριζα υπήρξε εφιαλτική. Όπως εφιαλτική είναι και η διαχείριση της ύπαρξης του εναπομείναντος ΠΑΣΟΚ με τη μορφή του ΚΙΝΑΛ.
Και επειδή, πλέον, όλοι γνωριζόμαστε καλά και η κυβέρνηση δεν δείχνει σημάδια μακροημέρευσης με αγαθά έργα, στις επόμενες εκλογές το τραγικό δίλημμα θα είναι: Νέα Δημοκρατία ή Σύριζα.
Αυτό το δίλημμα θέλει να αποφύγει ένα μεγάλο μέρος Ελλήνων που αναζητά τη συγκρότηση ενός νέου πολιτικού φορέα.
Το ερώτημα είναι: Από ποιους και με ποια χαρακτηριστικά.
«Οι Ανιχνεύσεις» θα ανοίξουν τις στήλες τους σε έναν τέτοιο διάλογο. Αφού, πρώτα, καταθέσουν σε επόμενο άρθρο τη δική τους άποψη.


Πηγή: Ανιχνεύσεις

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020

Περί επαγγελματικού Στρατού και άλλων καινών δαιμονίων…


Περί επαγγελματικού Στρατού 
και άλλων καινών δαιμονίων…
Δημήτρης Ε. Ευαγγελίδης


Σύμφωνα με πληροφορίες και τις εκτιμήσεις μου, καθώς και τα προσωπικά μου βιώματα και εμπειρίες, ισχυρίζομαι ότι τις τελευταίες δεκαετίες γινόμαστε μάρτυρες μιας ολοένα και αυξανόμενης υποβάθμισης των Ε.Δ. της πατρίδας μας, τόσο σε επίπεδο ανθρωπίνου δυναμικού, όσο και από πλευράς υλικών και εξοπλισμού.
Οι λόγοι και τα βαθύτερα αίτια είναι πολλά και εδώ θα αναφέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Παλαιότερα οι αριστούχοι των ελληνικών σχολείων συνωστίζονταν, στην μεγάλη τους πλειονότητα, για να λάβουν μέρος στις εξετάσεις των Στρατιωτικών Σχολών (Ευελπίδων, Ικάρων και Ναυτικών Δοκίμων), ενώ οι λιγότερο καλοί στις Σχολές Υπαξιωματικών.
Το «γιατί», θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο μιας ή περισσοτέρων κοινωνιολογικών Μελετών και δεν είναι του παρόντος. Αυτά ανήκουν στο Παρελθόν και σήμερα είναι πεποίθηση πολλών ότι οι τωρινές Ε.Δ. δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στην Αποστολή τους, παρά τις επαναλαμβανόμενες διαβεβαιώσεις των πολιτικάντηδων περί του αξιόμαχου του στρατεύματος. Έχω γίνει κατά καιρούς αποδέκτης επαναλαμβανόμενων πληροφοριών για συζητήσεις που ακούγονται συχνά τόσο μεταξύ οπλιτών, όσο και μεταξύ νεώτερων αξιωματικών και υπαξιωματικών, που υποστηρίζουν ότι ουδείς πολιτικός μπορεί να τους υποχρεώσει να πολεμήσουν (και πιθανόν να σκοτωθούν) εάν δεν τους εξηγήσει το γιατί πρέπει να εμπλακούμε σε πόλεμο για ξένα συμφέροντα. Βεβαίως, αυτές οι απόψεις εκπορεύονται και προπαγανδίζονται από μέλη και στελέχη ακροαριστερών οργανώσεων και αναρχοαυτόνομων κινήσεων, αλλά εάν συμβεί το απευκταίο, αγνοώ πόσοι τελικά θα συμφωνήσουν μαζί τους.
Είναι διαπιστωμένο όμως από παλιά και παραδείγματα υπάρχουν αρκετά ότι Στρατοί που πρέπει να πεισθούν για να πολεμήσουν είναι ήδη μέτριοι Στρατοί. Βεβαίως, υπάρχουν και χειρότερα: Στρατοί που πρέπει να πεισθούν ότι η αιτία για την οποία πολεμούν είναι η «σωστή», οτιδήποτε και αν σημαίνει αυτό. Υπάρχουν και ακόμη χειρότερα: Στρατοί που πολεμούν μόνον όταν είναι σίγουροι ότι θα νικήσουν. Τέλος, υπάρχει και το τελευταίο σκαλοπάτι: Στρατοί που έχουν πεισθεί ότι είναι ανίκανοι να πολεμήσουν και ικανοί μόνον για συμμετοχή σε κατάσβεση πυρκαγιών, για βοήθεια σε πλημμυροπαθείς ή να οδηγούν λεωφορεία σε περίπτωση απεργιών. Θα προσθέταμε και Στρατοί που ασχολούνται με κατασκευή χοτ-σποτ και εξυπηρέτηση λαθρομεταναστών.
Τα παραπάνω δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Παρόμοιες διαπιστώσεις και συζητήσεις γίνονται και σε άλλες χώρες με αποτέλεσμα να διατυπώνονται αναλύσεις και θεωρίες, κυρίως από νεοφιλελεύθερους κύκλους, ότι οι μεγάλοι Στρατοί που συγκροτούνται από νεοσύλλεκτους πολίτες, πλαισιούμενοι από μικρό αριθμό επαγγελματιών (Αξιωματικοί και Υπαξιωματικοί), ανήκουν οριστικά στο Παρελθόν, πέρα από το γεγονός ότι είναι και αντι-οικονομικοί.
Δεν θα ασχοληθώ με αυτές τις «μπακαλίστικες» θεωρήσεις και υπολογισμούς περί «φθηνών» και «ακριβών» Στρατών, αλλά μπαίνω στον πειρασμό να υπενθυμίσω ότι στην αρχαία Ελλάδα ήταν ΔΙΚΑΙΩΜΑ του πολίτη και όχι υποχρέωσή του να στρατευθεί. Αυτό το δικαίωμα δεν το είχαν οι δούλοι και οι μέτοικοι, όσοι δηλ. στερούνταν πολιτικών δικαιωμάτων.
Ως λύση οι προαναφερθέντες κύκλοι προτείνουν την αντικατάσταση των παραδοσιακού τύπου Στρατών με καθαρά «επαγγελματικό» Στρατό, ο οποίος θα μπορούσε σε περίπτωση πολεμικής σύγκρουσης να πλαισιωθεί ίσως από κάποιες βοηθητικές Μονάδες Εφέδρων.
Αν λάβουμε υπ’ όψη ότι επαγγελματίες στρατιωτικοί (αξιωματικοί και υπαξιωματικοί) υπάρχουν σε όλους τους τακτικούς Στρατούς του πλανήτη, ο όρος «επαγγελματικοί» αναφέρεται προφανώς σε επαγγελματίες οπλίτες, δηλ. σε μισθοφόρους.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα ιδιαίτερα κατατοπιστικό άρθρο Ταξιάρχου ε.α. που αναλύει το θέμα, απαντώντας στις δηλώσεις του γνωστού και μη εξαιρετέου Π. Μπαλτάκου και το παραθέτω στην συνέχεια:

«Κατά τον κ. Παναγιώτη Μπαλτάκο η υποχρεωτική στράτευση είναι επικίνδυνος αναχρονισμός γιατί δεν έχει καμία λογική σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ. Αντί αυτής προτείνει την καθιέρωση της εθελοντικής στράτευσης ανδρών - γυναικών σε ποσοστό 50-50% για 34-36 μήνες, με μοριοδότηση μετά την απόλυση για προσλήψεις στο Δημόσιο (Στρατό, Αστυνομία κλπ.). Η πρόταση αυτή είναι βούτυρο στο ψωμί κάθε αντιδραστικής δύναμης και των "λυκοσυμμαχιών" αφού το ζητούμενο γι' αυτούς είναι να υλοποιήσουν τη δέσμευσή τους για συγκρότηση επαγγελματικού στρατού δηλαδή μισθοφόρων - πραιτωριανών των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ, ενώ το τελευταίο που τους απασχολεί είναι η στρατιωτική θητεία των νέων μας.
Ο επαγγελματικός στρατός, αν υλοποιηθεί, θα κάνει τις Ένοπλες Δυνάμεις μία ιδιαιτέρως αντιδραστική δύναμη. Οι μισθοφόροι είναι ένα άθλιο ένοπλο σώμα τους οποίους το 356 π.Χ. ο ρητοροδιδάσκαλος Ισοκράτης χαρακτήριζε "κοινούς εχθρούς όλης της ανθρωπότητας".
Ο στρατός, ως επαγγελματικός θα μεταβληθεί σε έναν οργανισμό με δημοσιο-υπαλληλική νοοτροπία, θα γεμίσει με άτομα χωρίς επαγγελματικά προσόντα και χωρίς προοπτική με μοναδικό ιδανικό να υπηρετήσουν σε ΝΑΤΟικές θέσεις του εξωτερικού για το διπλό μισθό. Θα δημιουργηθεί έτσι μια νέα τάξη νέων συνταξιούχων που θα επιβαρύνει τα ταμεία του κράτους, δηλαδή το λαό, ενώ η μικρή σύνταξη, αν πάρουν, θα τους αναγκάσει να αναζητήσουν μετά την απόλυση δουλειά εκτός των ΕΔ χωρίς ιδιαίτερα προσόντα.
Η κατάργηση της υποχρεωτικής στράτευσης των νέων είναι κατεύθυνση προς τις χώρες μέλη του ΝΑΤΟ, προκειμένου να μετέχουν στις αποστολές επιβολής. Θέλουν έναν άλλο στρατό με προσωπικό εντελώς ξεκομμένο από το λαό. Θα λειτουργεί χωρίς εμπόδια ως διεθνής κατασταλτικός μηχανισμός εναντίον των λαών που αντιστέκονται. […] Αυτός είναι ο λόγος που δεν θέλουμε να μετέχουν στις αποστολές αυτές τα στρατευμένα μας παιδιά, αλλά και οι συνάδελφοί μας. Οι μισθοφόροι δεν έχουν ούτε γη ούτε πατρίδα και καμιά σχέση με την άμυνα της χώρας».

Είναι νομίζω περιττό να προσθέσω περισσότερα επιχειρήματα για την «περίεργη» αυτή πρόταση Μπαλτάκου. Μια «γεύση» με πλήθος αρνητικές εμπειρίες είχαμε εξ άλλου με τον περιβόητο θεσμό των ΕΠΟΠ που «πάγωσε» από το 2010. Απλώς θα ήθελα να επισημάνω ότι εάν ο ελληνικός λαός εκχωρήσει την υπεράσπιση της εθνικής του ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας σε μισθοφόρους και αρνηθεί να πολεμήσει ο ίδιος για την χώρα του, είναι προφανές ότι αυτός ο Στρατός θα καταλήξει έρμαιο του κάθε πλειοδότη, εσωτερικού ή εξωτερικού. Θα είναι τότε ο λαός αυτός άξιος της μοίρας του και των επιλογών του…

ΔΕΕ


Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2020

Μετά την Μακεδονία το ξεπούλημα και του Αιγαίου;


                                                   Τρικυμία στα απόνερα

Γεώργιος Π. Μαλούχος 
6 Φεβρουαρίου 2020

Δύο εξελίξεις έφερε ο ελληνικός περίπλους του τουρκικού ερευνητικού σκάφους «Oruc Reis». Η πρώτη είναι ότι ξαφνικά αναγγέλθηκε επανέναρξη της συζήτησης για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Η δεύτερη είναι ότι επανήλθε η γνωστή καραμέλα: ο αναπληρωτής σύμβουλος εθνικής ασφαλείας μίλησε ξανά για συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο. Η εικόνα που δίνεται είναι ότι η κυβέρνηση έπεσε σε θαλασσοταραχή στα απόνερα του τουρκικού σκάφους: παρά τα όσα αντίθετα λέει, η πλεύση της μοιάζει τρικυμιώδης.

Την τελευταία φορά που επιχειρήθηκε επανέναρξη των συζητήσεων για τα ΜΟΕ δεν προχώρησαν καθώς οι Τούρκοι επιχείρησαν να θέσουν ζητήματα κυριαρχίας από το παράθυρο. Τι άλλαξε; Ή η Τουρκία έκανε πίσω, ή η Ελλάδα δέχεται τώρα να προχωρήσει σε κυριαρχικές συζητήσεις υπό τον μανδύα των ΜΟΕ. Ομως η Τουρκία δεν κάνει πίσω στο παραμικρό. Το αντίθετο μάλιστα. Είναι λοιπόν δυνατόν τέτοιες επιτροπές να συνεδριάζουν, έστω και μιλώντας αποκλειστικά, ας υποθέσουμε, για ΜΟΕ, και, την ίδια ώρα το Αιγαίο να γίνεται σουρωτήρι, ή το «Oruc Reis» να κόβει βόλτες σε ύδατα που δεν θα έπρεπε;
Παρασυρμένο, υποτίθεται, από ανέμους που δεν έπνεαν, αλλά και που αν έπνεαν δεν θα ήταν δυνατόν ποτέ να το παρασύρουν; Καλό θα ήταν όσοι διακινούν τέτοιες γελοιότητες να θυμούνται ότι δεν μιλάμε για την ψαρόβαρκα της Μανταλένας. Αν πάλι υπάρχει η εκτίμηση ότι οι Τούρκοι πρόκειται να σεβαστούν τις συνεδριάσεις της επιτροπής και όσο αυτές διαρκούν να απέχουν από ενέργειες εις βάρος της ελληνικής κυριαρχίας, τότε, χαράς ευαγγέλια. Θα έχουμε βρει ξαφνικά τη λύση στα ελληνοτουρκικά: ας πάει μία επιτροπή, ας εγκατασταθεί στην Αγκυρα και ας συζητά για πάντα!

Σύμφωνα με τις κυβερνητικές διαρροές η Ελλάδα έχει θέσει τρεις στόχους σε αυτές τις συζητήσεις: Πρώτον, να παραμείνει το πλαίσιο ως προς το μορατόριουμ στρατιωτικών ασκήσεων. Δεύτερον, να μείνουν ανοικτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας και, τρίτον, να συνεχιστεί, όπως λένε, η «πολιτική αντιμετώπιση γεγονότων στρατιωτικής έντασης». Οι διαρροές πάνε ένα βήμα παραπέρα και βαφτίζουν την ελληνική επανάκαμψη στις συζητήσεις για τα ΜΟΕ ως «δώρο» του έλληνα υπουργού Αμυνας προς τον τούρκο ομόλογό του, στο πλαίσιο των επαφών τους στο ΝΑΤΟ. Αλλά, βάζουμε λέει, και έναν «όρο»: να υπάρξει αποχή από προκλητικές κινήσεις.

Εύκολα λοιπόν μπορεί κανείς να φανταστεί τον Τούρκο υπουργό (και πρώην Α/ΓΕΕΘΑ) να διαβάζει γελοιότητες για αέρηδες και για άλλες «διαρροές» στις ενημερώσεις από την πρεσβεία της χώρας του στην Αθήνα και να γελάει με την καρδιά του. Οπως και όταν βλέπει να μεταφέρονται τηλεοπτικά διάφοροι φαιδροί κυβερνητικοί διάλογοι περί «ψυχραιμίας», που δεν συνάδουν με τους ρόλους εκείνων που τους κάνουν και που τους μεταφέρουν. Η εικόνα που έδωσε ο ίδιος ο υπουργός Αμυνας για τις συζητήσεις του με τον Μητσοτάκη για το «Oruc Reis» ήταν φαιδρή και παιδαριώδης. Ηταν δυστυχώς αξιοθρήνητη. Οπως και το μήνυμα που μεταφέρει.

Οι Τούρκοι έχουν κάνει τα πάντα, εκτός από το να επιτεθούν στρατιωτικά. Κάθε άλλο όπλο στη φαρέτρα της διπλωματίας όπως και της χρήσης των ενόπλων δυνάμεων ως διπλωματικού μοχλού πίεσης δεν το έχουν απλώς χρησιμοποιήσει, αλλά το έχουν εξαντλήσει. Τι άλλο πρέπει να γίνει για να κατανοήσουμε τι μας λένε; Ή κατανοήσαμε και απλώς ο Ντόκος λέει την αλήθεια για τη στάση της Ελλάδας που δείχνει να περιδινείται, ως μη όφειλε, στα απόνερα του «Oruc Reis». 
Τότε όμως, όλα τα άλλα που έλεγε ο Μητσοτάκης ήταν απλώς λόγια του αέρα: τα πήρε και τα σήκωσε. Οπως το… «Oruc Reis».