Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Μεταναστευτικό (1)



ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Μεταναστευτικό (1)


Το πρώτο κείμενο του αφιερώματος πιστεύουμε ότι ανήκει δικαιωματικά σε ένα πρόσωπο που μας χώριζαν πολλές ιδεολογικές διαφορές. Μια πραγματική "κατάθεση ψυχής", λίγο πριν φύγει για πάντα, από την πολυσυζητημένη στην Ελλάδα Οριάνα Φαλλάτσι. Μια χειμαρρώδης αποστομωτική απάντηση στα γνωστά δακρύβρεχτα "αντιρατσιστικά" τσιτάτα που θέλουν να καλλιεργήσουν "ενοχές", να φιμώσουν όποιον αντιδρά στον εποικισμό της πατρίδας του από τους αλλοδαπούς και στην δημογραφική αλλοίωση της χώρας του. Από το προφητικό της βιβλίο «H Οργή και η Περηφάνεια», 2003.

Όχι εδώ και πολύ καιρό, άκουσα κάποιον από τους αναρίθμητους πρώην κυρίους Πρωθυπουργούς που έχουν ταλαιπωρήσει την Ιταλία τις τελευταίες δεκαετίες, να λέει στην τηλεόραση: «Κι ο θείος μου ήταν μετανάστης. Ακόμη θυμάμαι τη στιγμή που έφευγε για την Αμερική. με μια βαλίτσα από χαρτόνι στο χέρι». Δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα, κύριε παραπληροφορημένε, ή αναξιόπιστε πρώην Πρωθυπουργέ. Εκτός από το ότι είναι πρακτικά αδύνατον να έχετε θείο που πήγε στην Αμερική με μια βαλίτσα από χαρτόνι στο χέρι, για τον απλό λόγο ότι οι θείοι με τις βαλίτσες από χαρτόνι στο χέρι πήγαιναν στην Αμερική στις αρχές του εικοστού αιώνα, δηλαδή τότε που εσείς δεν ήσασταν ακόμη γεννημένος, δεν είναι καθόλου το ίδιο. Και είναι δυο φαινόμενα άσχετα μεταξύ τους για ορισμένους λόγους που εσείς αγνοείτε, ή κάνετε πως αγνοείτε. Οι λόγοι αυτοί είναι οι εξής:

Πρώτον: Η Αμερική είναι μια ήπειρος με έκταση 3 εκατομμύρια και 618.770 τετραγωνικά μίλια. Τεράστιες περιοχές αυτής της έκτασης είναι ακόμη και σήμερα ακατοίκητες ή τόσο αραιά κατοικημένες, ώστε σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να περπατάει κανείς για ολόκληρους μήνες χωρίς να συναντήσει ψυχή. Και σας πληροφορώ ότι στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα αυτές οι περιοχές ήταν ακόμη πιο έρημες και σχεδόν εντελώς ακατοίκητες. Δεν υπήρχαν πόλεις, ούτε κωμοπόλεις, ούτε δρόμοι, ούτε καν οικισμοί. Το πολύ-πολύ να υπήρχαν κάποια φυλάκια ή κάποια καταλύματα για ξεκούραση και για αλλαγή αλόγων. Η πλειονότητα των κατοίκων ήταν, ουσιαστικά, συγκεντρωμένη στις ανατολικές Πολιτείες. Στις Μεσοδυτικές εκτάσεις, ζούσαν μονάχα λίγοι θαρραλέοι τυχοδιώκτες, καθώς και οι φυλές των ιθαγενών Ινδιάνων, που τους ονόμαζαν Ερυθρόδερμους. Πιο δυτικά, στη λεγόμενη Άγρια Δύση, υπήρχαν ακόμη λιγότεροι κάτοικοι: Το Κυνήγι του Χρυσού μόλις είχε αρχίσει. Λοιπόν: Η Ιταλία δεν αποτελεί ήπειρο. Είναι μια μικρή σχετικά χώρα, τριάντα δύο φορές μικρότερη από την Αμερική και υπερβολικά πυκνοκατοικημένη: ο πληθυσμός της ανέρχεται σε 58 εκατομμύρια κατοίκους έναντι των 282 εκατομμυρίων της Αμερικής. Συνεπώς, αν τριακόσιες ή τετρακόσιες χιλιάδες γιοι του Αλλάχ μεταναστεύουν στην Ιταλία κάθε χρόνο (όπως γίνεται στην πραγματικότητα), για μας είναι σαν να μετανάστευαν τρία ή τέσσερα εκατομμύρια Μεξικανοί στο Τέξας, στην Αριζόνα ή στην Καλιφόρνια κάθε χρόνο.



Δεύτερον: Για έναν ολόκληρο αιώνα, δηλαδή από τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας μέχρι το 1875, η Αμερική ήταν χώρα ελεύθερης προσπέλασης. Τα σύνορα και οι ακτές της παρέμεναν αφύλακτα, οποιοσδήποτε ξένος μπορούσε να μπει ελεύθερα στη χώρα και οι μετανάστες ήταν κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτοι. Για να αναπτυχθεί και να ακμάσει το νεοσύστατο έθνος, έπρεπε να αξιοποιηθούν όλα τα διαθέσιμα εδάφη του και ο εν δυνάμει πλούτος του, και γι’ αυτό ακριβώς στις 20 Μαΐου του 1862, ο Αβραάμ Λίνκολν υπέγραψε την Homestead Act. Σύμφωνα με την Πράξη αυτή, θα δωρίζονταν 810 εκατομμύρια τ.μ. ομοσπονδιακής γης. Στην Οκλαχόμα, για παράδειγμα, στη Μοντάνα, στη Νεμπράσκα, στο Κολοράντο, στο Κάνσας, στη Βόρεια και Νότια Ντακότα κ.ά... Επιπλέον η «Πράξη» δεν ωφελούσε μονάχα τους Αμερικανούς. Με εξαίρεση τους Κινέζους, που γενικότερα τύχαιναν κακομεταχείρισης, καθώς και τους καταδιωκόμενους γηγενείς Ινδιάνους, οποιοσδήποτε (άντρας ή γυναίκα) μπορούσε να κάνει αίτηση και να λάβει ως δωρεά 160 άκρα (=647 στρέμματα) γης. Οι προϋποθέσεις ήταν: ο αιτών να έχει συμπληρώσει το εικοστό πρώτο έτος, να εγκατασταθεί στον συγκεκριμένο τόπο για τουλάχιστον πέντε χρόνια, να μετατρέψει την άγρια γη σε φάρμα και κατοικία, να δημιουργήσει οικογένεια και, αν δεν ήταν Αμερικανός, να ζητήσει αμερικανική υπηκοότητα. Ακολουθώντας τα σλόγκαν «Το Αμερικανικό Όνειρο», «Αμερική, η Χώρα των Ευκαιριών», οι περισσότεροι από αυτούς που απέκτησαν έτσι γη, ήταν Ευρωπαίοι. Ο αριθμός των μεταναστών ήταν τόσο μεγάλος, ώστε ολόκληρες φυλές γηγενών (Τσερόκι, Κρικ, Σεμινόλ, Τσικασό, Τσεγιέν, κ.α.) εκτοπίστηκαν βίαια και περιορίστηκαν με επαίσχυντο τρόπο σε καταυλισμούς. Λοιπόν, στην Ιταλία δεν υπήρξε ποτέ ανάλογη «Πράξη» που να προσκαλεί τους ξένους να έρθουν και να εγκατασταθούν στη χώρα μας: «Ελάτε ξένοι, ελάτε! Αν έρθετε, θα σας δώσουμε ένα καλό κομμάτι γης στο Κιάντι, στη Βαλ Παντάνα ή στη Ριβιέρα. Για χάρη σας θα διώξουμε τους γηγενείς, δηλαδή τους Τοσκανούς, τους Λομβαρδούς και τους Λιγουριανούς, θα τους κλείσουμε σε καταυλισμούς». Όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη, έτσι και στην Ιταλία, όλοι αυτοί οι μετανάστες που μας ταλαιπωρούν, έχουν έρθει με δική τους πρωτοβουλία. Με τα αναθεματισμένα σκάφη τους, τα καταραμένα φουσκωτά σκάφη της αλβανικής μαφίας, αποφεύγοντας τις περιπόλους της ακτοφυλακής, που προσπαθούν να τους στείλουνε πίσω. Δεν είμαστε μια χώρα με ανοιχτά σύνορα, αγαπητέ κύριε Πρώην Πρωθυπουργέ και υποτιθέμενε ανιψιέ του θείου με τη βαλίτσα από χαρτόνι στο χέρι. Εμείς, δεν έχουμε τεμάχια γης να χαρίσουμε στους ξένους. Δεν έχουμε έρημες περιοχές που πρέπει να κατοικηθούν. Ούτε φυλές Τσερόκι, Κρικ, Σεμινόλ, Τσικασό, και Τσεγιέν για να εκτοπίσουμε.


Τρίτον: Ακόμη κι η Αμερική, η Χώρα των Ευκαιριών, έπαψε κάποια στιγμή να δείχνει στους ξένους την ίδια επιείκεια που έδειχνε μέχρι και την προεδρία του Λίνκολν. Το 1875, για παράδειγμα, η Αμερικανική Κυβέρνηση συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να μπουν κάποια όρια, με αποτέλεσμα η Βουλή των Αντιπροσώπων να υιοθετήσει νόμο που απαγόρευε την είσοδο στη Χώρα σε Πρώην κατάδικους και σε πόρνες. Το 1882, ένας δεύτερος νόμος απέκλειε από το δικαίωμα αυτό ψυχασθενείς και άτομα για τα οποία υπήρχαν υποψίες ότι θα βλάψουν τη δημόσια ζωή της χώρας. Το 1903, ψηφίστηκε ακόμη ένας νόμος που απαγόρευε την είσοδο στη χώρα σε επιληπτικούς, σε επαγγελματίες ζητιάνους, σε ασθενείς με μεταδοτικές αρρώστιες και σε αναρχικούς. (Ο τελευταίος ήταν ένας ανακριβής χαρακτηρισμός που αποδιδόταν τόσο σε παλαβούς που δολοφονούσαν προέδρους, όσο και σε ριζοσπαστικούς που προκαλούσαν γενική αναστάτωση και οργάνωναν απεργίες). Από εκεί και πέρα, η μεταναστευτική πολιτική έγινε πιο αυστηρή και οι παράνομοι μετανάστες απελαύνονταν αμέσως. Στη σημερινή Ιταλία και Ευρώπη όμως, οι μετανάστες έρχονται όποτε τους αρέσει και όποτε θέλουν. Τρομοκράτες, κλέφτες, βιαστές, πρώην κατάδικοι, πόρνες, ζητιάνοι, έμποροι ναρκωτικών, άτομα με μεταδοτικές ασθένειες. Δεν ελέγχεται το ιστορικό ούτε καν εκείνων που παίρνουν άδεια εργασίας. Από τη στιγμή που περνούν τα σύνορα, τους παρέχεται φιλοξενία, τροφή και ιατρική περίθαλψη, με επιβάρυνση των γηγενών. Εννοώ των Ιταλών φορολογουμένων. Λαμβάνουν ακόμη και ένα μικρό ποσό χρημάτων για τα τρέχοντα μικροέξοδά τους. Όσο για τους παράνομους μετανάστες, ακόμη κι αν απελαθούν επειδή έχουν διαπράξει κάποιο φριχτό έγκλημα, πάντοτε καταφέρνουν να επιστρέψουν. Αν απελαθούν ξανά, πάλι γυρίζουν πίσω. Φυσικά, για να διαπράξουν κι άλλα εγκλήματα. Και οι πολιτικοί μας δεν κάνουν τίποτε. Ανάθεμά τους! 
Δε θα ξεχάσω ποτέ τις διαδηλώσεις που έκαναν πέρυσι οι παράνομοι, κατακλύζοντας τις πλατείες μας για να απαιτήσουν με αυθάδεια άδειες παραμονής. (Οι περισσότεροι ανέμιζαν τις σημαίες της χώρας τους, ή κόκκινες σημαίες). Αυτά τα παμπόνηρα, παραμορφωμένα πρόσωπα. Αυτές οι υψωμένες γροθιές, έτοιμες να μας χτυπήσουν, εμάς τους γηγενείς, να μας κλείσουν σε καταυλισμούς. Αυτές οι κραυγές, που έφερναν στο νου τις κραυγές των οπαδών του Χομεινί στο Ιράν, του Μπιν Λάντεν στην Ινδονησία, Μαλαισία, Πακιστάν, Ιράκ, Σενεγάλη, Σομαλία, Νιγηρία κ.ο.κ. Δε θα το ξεχάσω ποτέ, γιατί εκτός από προσβεβλημένη, ένιωσα και εξαπατημένη από τους πολιτικούς που έλεγαν: «Θα θέλαμε να τους απελάσουμε, να τους στείλουμε πίσω στις πατρίδες τους. Αλλά, δε γνωρίζουμε πού κρύβονται». Πού κρύβονται;!; Ελεεινοί καραγκιόζηδες! Είχαν κατεβεί κατά χιλιάδες στις πλατείες, και δεν κρύβονταν διόλου. Για να τους απελάσετε, για να τους διώξετε, θα αρκούσε να τους περικυκλώσετε με λίγους ένοπλους αστυνομικούς ή στρατιώτες, να τους φορτώσετε σε φορτηγά, να τους οδηγήσετε σ’ ένα αεροδρόμιο ή ένα λιμάνι, και να τους στείλετε πίσω στις πατρίδες τους.


Όσο για τον τελευταίο λόγο που θα σας αναφέρω, αγαπητέ μου κύριε πρώην Πρωθυπουργέ και υποτιθέμενε ανιψιέ του θείου με τη βαλίτσα από χαρτόνι στο χέρι, είναι τόσο απλός, που ακόμη και ένα διανοητικά καθυστερημένο μωρό θα μπορούσε να τον καταλάβει. Η Αμερική είναι ένα νεοσύστατο έθνος, μια πολύ νέα χώρα. Αν αναλογιστείτε ότι η σύσταση του αμερικανικού έθνους έγινε στα τέλη του δεκάτου όγδοου αιώνα, θα συμπεράνετε εύκολα ότι σήμερα (έτος 2002) συμπληρώνει μόλις δυο αιώνες ζωής. Επίσης, είναι ένα έθνος μεταναστών. Από την εποχή του Mayflower, από την εποχή των δεκατριών αποικιών, δηλαδή από πάντα, όλοι οι κάτοικοι της Αμερικής ήταν μετανάστες. Παιδιά, εγγόνια, εγγύτεροι ή απώτεροι απόγονοι κάποιων μεταναστών. Ως έθνος μεταναστών, αποτελεί το πιο δυναμικό, το πιο πλούσιο μείγμα φυλών, θρησκειών και γλωσσών που υπήρξε ποτέ σε τούτο τον πλανήτη. Ως νεοσύστατο έθνος, έχει πολύ σύντομη ιστορία. Γι’ αυτό, η πολιτιστική της ταυτότητα δεν έχει ακόμη κατασταλάξει σε κάτι ενιαίο. Αντίθετα, η Ιταλία είναι ένα πολύ παλαιό έθνος. Με εξαίρεση την Ελλάδα, θα έλεγα πως είναι το παλαιότερο της Δύσης. Η καταγεγραμμένη ιστορία της ξεκινάει πριν τρεις χιλιάδες χρόνια, όταν ιδρύθηκε η Ρώμη. Ή, καλύτερα, από την εποχή που οι Ετρούσκοι αποτελούσαν ήδη πολιτισμένη κοινωνία. Σ’ αυτές τις τρεις χιλιετίες, παρ’ όλη την εξάπλωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, παρ’ όλες τις εισβολές που προκάλεσαν την Πτώση αυτού του εκπληκτικού επιτεύγματος, παρ’ όλες τις κατακτήσεις που μας είχαν διαμελίσει για πολλούς αιώνες, η Ιταλία δεν υπήρξε ποτέ έθνος μεταναστών. Δηλαδή, ένα μείγμα από φυλές, θρησκείες και γλώσσες. Ούτε αλλοιώθηκε η ταυτότητά της από τις επιδράσεις των κατακτητών της. Κανένα από τα ξένα έθνη που μας είχαν κατακτήσει και διαμελίσει (και Γερμανοί και Σκανδιναβοί και Ισπανοί και Γάλλοι και Αυστριακοί) δεν κατάφεραν να μεταβάλουν την οντότητά μας. Αντίθετα, εκείνοι απορροφήθηκαν από εμάς, σαν το νερό από το σφουγγάρι. 
…. Συνεπώς, η δική μας πολιτιστική ταυτότητα είναι ενιαία. Και, παρ’ όλο που περιέχει κάποια στοιχεία, που έχει απορροφήσει το σφουγγάρι (σκεφτείτε τις πολλές διαλέκτους μας, τις συνήθειές μας, την κουζίνα μας), ποτέ δεν υιοθέτησε συνήθειες του Μουσουλμανικού κόσμου. Με κανέναν τρόπο δεν έχει επηρεαστεί από αυτόν. Επίσης, για δυο χιλιάδες χρόνια, η ενότητά μας ήταν βασισμένη σε μια θρησκεία που ονομάζεται Χριστιανισμός. Σε μια εκκλησία που ονομάζεται Καθολική Εκκλησία... Πάρτε εμένα σαν παράδειγμα: «Είμαι άθεη και αντικληρικών αντιλήψεων, δεν έχω τίποτε κοινό με την Καθολική Εκκλησία», δηλώνω πάντοτε. Κι αυτό είναι αλήθεια. Αλλά, ταυτόχρονα, είναι και ψέμα. Γιατί, είτε μου αρέσει είτε όχι, έχω αρκετά κοινά με την Καθολική Εκκλησία. Πιστέψτε με, γαμώτο! Πώς θα μπορούσα να μην έχω; Γεννήθηκα σ’ έναν τοπίο γεμάτο τρούλους εκκλησιών, μοναστήρια, Χριστούς, Μαντόνες, Αγίους, σταυρούς και καμπάνες. Οι πρώτες μελωδίες που άκουσα όταν γεννήθηκα ήταν οι μελωδίες από τις καμπάνες. Τι καμπάνες του Καθεδρικού της Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε, που τον Καιρό του Αντίσκηνου, ο μουεζίνης προσβλητικά κατέπνιγε με τα δικά του Αλλάχ-ακμπάρ. Γεννήθηκα και μεγάλωσα με αυτή τη μουσική, με αυτό το τοπίο γύρω μου, με αυτή την Εκκλησία που την έχουν προσκυνήσει ακόμη και μεγάλα μυαλά, όπως ο Δάντης Αλιγκιέρι, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο Μιχαήλ Άγγελος και ο Γαλιλαίος Γαλιλέι. Μέσα από αυτήν έχω μάθει τι είναι γλυπτική, αρχιτεκτονική, ζωγραφική, ποίηση και λογοτεχνία, καθώς και τι σημαίνει ο συνδυασμός της ομορφιάς με τη γνώση. Χάρη σ’ αυτήν άρχισα κάποτε ν’ αναρωτιέμαι τι είναι το Καλό και το Κακό, αν υπάρχει Θεός. Αν μας έπλασε Εκείνος, ή εμείς Εκείνον και αν η ψυχή είναι μια χημική ένωση που μπορεί να υποστεί επεξεργασία σε εργαστήρια ή είναι κάτι περισσότερο από αυτό. Και, μα τον Θεό...
Βλέπετε; Πάλι χρησιμοποίησα τη λέξη «Θεός». Παρ’ όλες τις λαϊκές και αντικληρικές μου αντιλήψεις, παρ’ όλο τον αθεϊσμό μου, είμαι τόσο διαποτισμένη από τον Καθολικό πολιτισμό, ώστε αυτός να είναι αναπόσπαστο μέρος του γραπτού και προφορικού μου λόγου. Μα τον Θεό, για όνομα του Θεού, προς Θεού, δόξα τω Θεώ, Θεέ και Κύριε, Παναγία μου, έλα Παναγία μου, Χριστέ και Παναγιά μου, στην ευχή του Χριστού. Χριστέ μου... Τέτοιες εκφράσεις μου έρχονται τόσο αυθόρμητα, που δε συνειδητοποιώ ότι τις λέω ή ότι τις γράφω. Και να σας τα πω όλα; Παρ’ όλο που ποτέ δε συγχώρεσα την Καθολική Εκκλησία για τα αίσχη που μου επέβαλε, με πρωταρχικό εκείνο της γαμ..ς Ιεράς Εξέτασης που τον δέκατο έβδομο αιώνα έκαψε ζωντανή την προγιαγιά μου Ιλντεμπράντα, την κακόμοιρη την Ιλντεμπράντα, παρ’ όλ’ αυτά, οι μελωδίες από τις καμπάνες συνεχίζουν να γλυκαίνουν την καρδιά μου. Μου αρέσουν.
Επίσης, μ’ αρέσουν όλες αυτές οι όμορφες αγιογραφίες με τον Χριστό, την Παναγία και τους Αγίους. Είμαι μάλιστα συλλέκτρια παλαιών εικονισμάτων. Επίσης, μου αρέσουν τα αβαεία και τα μοναστήρια και τα περιβόλια τους. Μου δημιουργούν μια ακαταμάχητη αίσθηση γαλήνης και συχνά ζηλεύω αυτούς που μένουν σ’ αυτά. Και, εν τέλει, ας το παραδεχτούμε: οι καθεδρικοί ναοί μας είναι πιο όμορφοι από τα τζαμιά, τις συναγωγές, τους βουδιστικούς ναούς και τις άχρωμες εκκλησίες των Διαμαρτυρομένων. …. Όλ’ αυτά τα συμβολικά στολίδια που ανήκαν στη δική μου ζωή. Στον δικό μου πολιτισμό. Ξέρετε, στον κήπο του εξοχικού σπιτιού μου στην Τοσκάνη, υπάρχει ένα μικρό, παλιό ξωκλήσι. Δυστυχώς, είναι πάντοτε κλειστό. Από τότε που πέθανε η μητέρα μου, κανείς δεν το φροντίζει. Κάθε φορά που επιστρέφω στην πατρίδα, πηγαίνω και το ανοίγω. Ξεσκονίζω την Αγία Τράπεζα, προσέχω να μην έχουν κάνει φωλιές τα ποντίκια ή να μην έχουν φάει καμιά σελίδα από τη Σύνοψη. Και, παρά τον λαϊκισμό μου, τον αθεϊσμό μου, εκεί μέσα νιώθω άνετα. Παρά τις αντικληρικές απόψεις μου, εκεί μέσα νιώθω γαλήνη. (Και βάζω στοίχημα ότι οι περισσότεροι Ιταλοί θα εκμυστηρεύονταν το ίδιο πράγμα. Σε μένα το έχει εκμυστηρευτεί, Θεέ και Κύριε, ο ίδιος ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, ο Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας, ο άνθρωπος που εισήγαγε τον ιστορικό συμβιβασμό μεταξύ μαρξιστών και καθολικών...).



Για όνομα του Θεού, για άλλη μια φορά, αυτό που θέλω να πω είναι ότι εμείς oι Ιταλοί δεν βρισκόμαστε στην ίδια θέση με τους Αμερικανούς. Δεν είμαστε ένα χωνευτήρι πολλών και διάφορων ειδών, δεν είμαστε ένα μωσαϊκό από ανομοιομορφίες, συγκολλημένες μονάχα με μια υπηκοότητα. Εννοώ ότι ακριβώς επειδή η πολιτιστική μας ταυτότητα είναι ήδη προσδιορισμένη από τη χιλιόχρονη ιστορία μας, δεν μπορούμε ν’ αντέξουμε ένα κύμα μεταναστών που δεν έχουν καμιά σχέση μ’ εμάς... Και που δε θέλουν να γίνουν σαν εμάς, να απορροφηθούν από εμάς. Αντίθετα, μάλιστα, θέλουν να μας απορροφήσουν εκείνοι. Θέλουν ν’ αλλάξουν τις αρχές μας, τις αξίες μας, την ταυτότητά μας, τον τρόπο ζωής μας. Και στο μεταξύ, μας αναστατώνουν με την οπισθοδρομική άγνοιά τους, με την οπισθοδρομική μισαλλοδοξία τους, με την οπισθοδρομική θρησκεία τους. Αυτό που εννοώ είναι ότι στον δικό μας πολιτισμό δεν υπάρχει χώρος για μουεζίνηδες και μιναρέδες, για ψευτο-εγκράτειες, για το ταπεινωτικό τσαντόρ, για την εξευτελιστική μπούρκα.Ακόμη κι αν υπήρχε χώρος γι’ αυτούς τους ανθρώπους, εγώ δεν θα τους τον παραχωρούσα. Γιατί θα ήταν σαν να έσβηνα την ταυτότητά μας, σαν να εκμηδένιζα τα επιτεύγματά μας. Θα ήταν σαν να έφτυνα κατάμουτρα την ελευθερία την οποία κερδίσαμε, τον πολιτισμό που έχουμε αναπτύξει, την ευημερία που έχουμε αποκτήσει. Θα ήταν σα να ξεπουλούσα τη χώρα μου, την πατρίδα μου. Κι η χώρα μου, η πατρίδα μου δεν είναι προς πώληση.

__________________________________________

* Η Οριάνα Φαλλάτσι (Oriana Fallaci: 1929 – 2006), η Ιταλίδα δημοσιογράφος, πολεμική ανταποκρίτρια και συγγραφέας, είναι γνωστή στην Ελλάδα για την σχέση της με τον Αλέκο Παναγούλη και για το πολυδιαβασμένο βιβλίο της «Γράμμα σε Ένα Παιδί που Δεν Γεννήθηκε Ποτέ». Το πιο επιτυχημένο όμως εμπορικά βιβλίο της, είναι το “The Rage and The Pride” («H Οργή και η Περηφάνεια», εκδόσεις Γκοβόστης 2003), που εκδόθηκε λίγο μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Το βιβλίο συγκέντρωσε τα πυρά των κριτικών με το σκεπτικό ότι προκαλεί το «μίσος εναντίον των μουσουλμάνων». Το επόμενο και τελευταίο της βιβλίο ήταν το “The Force of Reason” (“La Forza della Ragione”) δηλ. «Η Δύναμη της Λογικής» που έγινε και αυτό best seller. Εκεί η Φαλάτσι γράφει πως τρομοκράτες έχουν σκοτώσει 6.000 ανθρώπους τα 20 τελευταία χρόνια στο όνομα του Κορανίου και πως η ισλαμική πίστη σπέρνει μίσος αντί αγάπης και σκλαβιά αντί ελευθερίας.

«ΚΕΝΤΡΟ ΜΕΛΕΤΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ» 
ΚE.Μ.ΕΘ.Α.
"Center for National Reconstruction Studies"


Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

ΕΘΝΟΣ, ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ, ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΣ


Με την δημοσίευση των δύο σημαντικών άρθρων που ακολουθούν, κλείνει προς το παρόν ο πρώτος κύκλος θεωρητικών τοποθετήσεων και ανοίγει ένας κύκλος αφιερωμάτων σε καίρια και επίκαιρα προβλήματα της νεοελληνικής πραγματικότητας, με πρώτο αφιέρωμα στο Μεταναστευτικό.     
ΚΕ.Μ. ΕΘ.Α.              

1. ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΣ, ΕΘΝΙΣΜΟΣ, ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ   

Του Πανίκου Κλεοβούλου
Νομικός, συνεργάτης ΕΛ.Κ.Ε.Δ.Α. (Ελληνικό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Αναλύσεων) Κύπρος


Το άρθρο αυτό θα ασχοληθεί εν συντομία με τις συγκεχυμένες εν πολλοίς έννοιες εθνικισμός – εθνισμός – πατριωτισμός. Διότι τα σύγχρονα λεξικά έχουν προσδώσει στον όρο «εθνικισμός» έννοια στρεβλωτική, και οι εθνομηδενιστές όταν θέλουν να προσβάλουν τη δράση των ιδεολογικών τους αντιπάλων την χαρακτηρίζουν εθνικιστική, θεωρώντας ότι έτσι τους περιθωριοποιούν. Από την αντίπερα όχθη, αυτοί, οι οποίοι εισπράττουν την επίθεση, θεωρώντας τον χαρακτηρισμό προσβλητικό, αμυνόμενοι σπεύδουν να διευκρινίσουν ότι δεν είναι εθνικιστές, αλλά εθνιστές.

Η σύγχυση των εννοιών δεν είναι τυχαία! Ο Θουκυδίδης αναφέρει σχετικά με την τότε προπαγάνδα: «Ακόμη και την καθιερωμένη σημασία των λέξεων άλλαξαν για να δικαιολογούν τις πράξεις των». Στο «Νέον Ορθογραφικόν Ερμηνευτικόν Λεξικόν» του Δημητράκου διαβάζουμε: «Εθνικισμός: η αποκλειστική προσήλωσις εις την εξυπηρέτησιν των εθνικών ιδεωδών». 

Σύμφωνα με τον καθηγητή Δημήτριο Βεζανή, ο εθνικισμός αποτελεί την «ενεργητική κατάφαση της ιδέας του Έθνους». Δηλαδή ο εθνικιστής δεν πιστεύει απλά στα ιδεώδη του Έθνους, αλλά ενεργεί συνάμα. Ο εθνιστής ενώ πιστεύει στα ιδεώδη του Έθνους εντούτοις ηθελημένα δεν αγωνίζεται γι’αυτά. Δηλαδή ενώ ο εθνικιστής είναι ένας δρών αγωνιστής υπέρ του Έθνους, ο εθνιστής απλώς πιστεύει στο Έθνος, ανήκει σ’ αυτό αλλά δεν επιθυμεί να αγωνισθεί για το Έθνος του.

Σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, τον πατέρα της Δημοκρατίας, ο εθνικισμός βασίζεται στο Έθνος, ο πατριωτισμός βασίζεται στην Πατρίδα. Ο εθνικισμός υπάρχει στον πνευματικό χώρο αλλά και στον βιολογικό, διότι προϋποθέτει την ύπαρξη φυλής. Επίσης ο εθνικισμός είναι διαχρονικός, διότι στην έννοια του Έθνους περιλαμβάνονται οι αγέννητοι και οι νεκροί. Το Έθνος λοιπόν, επεκτείνεται στο παρελθόν και στο μέλλον. Η πατρίδα από την άλλη έχει συναισθηματικό περιεχόμενο, διότι συνδέει τα άτομα ενός ομογενούς λαού προς έναν γεωγραφικό χώρο. Μπορεί να υπάρξει Έθνος χωρίς Πατρίδα (π.χ. διότι αυτή κατεκτήθη και το έθνος εξεδιώχθη). «Όσον μεγαλύτερος και λαμπρότερος είναι ένας πολιτισμός τόσον ισχυρότερον είναι το σχετικόν εθνικόν αίσθημα και κατά συνέπειαν ο εθνικισμός». Ο Παπαναστασίου διαχωρίζει τον εθνικισμό από τον ιμπεριαλισμό, σωβινισμό. Ο αμυντικός εθνικισμός «θέλει την σύμπτωσιν κρατικών και εθνικών ορίων», σε αντίθεση με τον ιμπεριαλισμό, ο οποίος «επιδιώκει την επέκτασιν των κρατικών ορίων πέραν από τα εθνικά».

Το Έθνος μας σήμερα παραπαίει. Κυβερνάται από γονατισμένους πολιτικούς, οι οποίοι υπακούοντας στα κελεύσματα των ξένων ξεπουλούν πατρίδα. Ο λαός είτε κοιτάζει αμήχανος, είτε εκμαυλισμένος συνεχίζει να βιώνει την εθνική και ηθική του κατάπτωση. Για να μην καταρρεύσει το Έθνος μας έχει ανάγκη όλων εμάς, των όσων ζωντανών, κατά τον Ίωνα Δραγούμη, οι οποίοι θα πρέπει να συνδεθούμε με πίστη, αυτοθυσία και διαίσθηση με τη ζωή του Έθνους να διακονήσομε την παράδοση μας και να αναπτύξουμε τη συνείδηση μας στον Ελληνικό τρόπο ζωής. Να επιδείξουμε εμπράκτως αγάπη προς το Έθνος και προς κάθε Εθνικό. Να περιφρουρήσουμε αξίες, πολιτισμό, περιβάλλον, γλώσσα και τον γεωγραφικό χώρο που μας απέμεινε και περικλείεται στα γεωγραφικά όρια του Ελλαδικού και Κυπριακού Κράτους. Στη συνέχεια να διεκδικήσουμε αυτό που ανήκει σε μας και στα παιδιά μας. Να λευτερώσουμε τα σκλαβωμένα εδάφη του Ελληνισμού. Και εάν εμείς σταθούμε ανάξιοι να το πετύχουμε να παραδώσουμε σκυτάλη στις επερχόμενες γενεές.

Οι ελπίδες μας στρέφονται στη νεολαία. Σ’ αυτήν όμως τη νεολαία, η οποία πρέπει να διαπνέεται από τις αξίες του Έθνους. Σε όσους μπορούν να νοιώσουν στο αίμα τους τις επιταγές του Καζαντζάκη: «…Το πρώτο σου χρέος εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στον γυιό σου την μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει…».



2. Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ: ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΑΝΙΣΤΟΡΗΤΟΥΣ


Του Κωνσταντνου Δεσποτόπουλου, καδημαϊκού – πρώην πουργού Παιδείας


Παλλάδιο ἠθικό τῶν Ἑλλήνων τῆς γενεᾶς μου, ἡ ἐπί αἰῶνες πολλούς παρουσία τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, ἀπό τούς πρό Χριστοῦ χρόνους ἕως τήν ἐποχή μας καί μέ συμβολή μεγαλουργό κάποτε, ἀμφισβητεῖται καί πάλι, ἀπό Ἕλληνες τώρα μάλιστα, καί χαρακτηρίζεται ἕωλο θεώρημα, γέννημα τοῦ ἑλληνικοῦ ρομαντισμοῦ τοῦ ΙΘ΄ αἰώνα εἴτε κατασκεύασμα ἰδεολογικό της ἐκπαιδευτικῆς πολιτικῆς τοῦ νεοσύστατου κράτους. 

Δέν κατονομάζω πρόσωπα, ἐφόσον ἀδυνατῶ νά τά ἐπαινέσω. Δέν ἀνέχομαι ὅμως τήν οἰκτρή αὐτή ἀπάρνηση τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας, συνοδευμένη, ἄλλωστε, καί ἀπό τήν ἀξίωση νά εἰσαχθεῖ στά διδακτικά βιβλία τῆς Ἱστορίας. 

Ἐπικαλοῦμαι, λοιπόν, τά ἑξῆς πρός τούς διδασκάλους τῆς Ἱστορίας ἤ καί πρός τό Παιδαγωγικό Ἰνστιτοῦτο: 

1. Ὁ φιλόσοφος Πλήθων, στόν 15ο αἰώνα, εἶχε ζητήσει, πρίν ἀπό τήν Ἅλωση, ὁ τελευταῖος αὐτοκράτωρ τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, νά ἀνακηρυχθεῖ Βασιλεύς τῶν Ἑλλήνων, ὥστε καί νά συμμορφωθεῖ πρός τήν ἱστορική τότε πραγματικότητα. 

2. Ὁ πρῶτος μετά τήν Ἅλωση Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ἀπευθυνόμενος στούς μοναχούς της Πάτμου, τονίζει πρός αὐτούς ὅτι μέ τήν περίσωση τῶν εὐρισκομένων στή Μονή χειρογράφων της ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας συμβάλλουν στήν ἐπιβίωση τοῦ ὑπόδουλου Γένους. 

3. Ὁ Ἰανός Λάσκαρις καί ἄλλοι Ἕλληνες λόγιοι στήν Ἰταλία, πολύ πρίν ἀπό τόν 19ο αἰώνα, ὄχι μόνο διδάσκουν τά κείμενα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, ἀλλά καί μέ ἀμείωτο ζῆλο ἐπιδιώκουν νά προκαλέσουν πολεμική ἐπιχείρηση τῶν Δυτικοευρωπαίων γιά τήν ἀπελευθέρωση τῶν συγχρόνων τους Ἑλλήνων. 

4. Στόν 17ο αἰώνα, ὁ Ἕλληνας Ἐπίσκοπος Βελιγραδίου ἔγραφε γιά τόν σύγχρονό του φιλόσοφο Θεόφιλον Κορυδαλλέα ὅτι δέν ὑστερεῖ ὄχι μόνο τῶν διάσημων τότε φιλοσόφων της Ἰταλίας, ἀλλά καί τῶν ἡμετέρων φιλοσόφων της ἀρχαίας ἐποχῆς. 

5. Ὁ μέγας ζωγράφος Θεοτοκόπουλος, στόν 17ο αἰώνα, ὀνομάζεται γιά τούς Εὐρωπαίους «Ἔλ Γκρέκο», ὁ Ἕλληνας μέ ὅσα ἔνδοξα ὑποβάλλει τότε ἡ λέξη αὐτή, ἐνῷ καί ὑπενθύμιζε τήν ὕπαρξη τοῦ Γένους τῶν Ἑλλήνων, μεγαλουργοῦ ἄλλοτε καί ὑπόδουλου τότε. 

6. Ἀλλά καί στόν 18ο αἰώνα, Ἕλληνες ἔμποροι καί λόγιοι, πού ζοῦσαν καί δροῦσαν στίς εὐρωπαϊκές χῶρες, ἰδιαίτερα στή σημερινή Ρουμανία, διατηροῦσαν ἀκμαῖο τό ἑλληνικό φρόνημά τους, μάλιστα ἤκμαζαν τότε οἱ «Ἀδελφότητες» Ἑλλήνων στήν Ἰταλία καί σέ ἄλλες χῶρες τῆς Εὐρώπης. 

7. Ὁ Διονύσιος Σολωμός, στόν Ὕμνον εἰς τήν Ἐλευθερίαν, γραμμένον πρίν νά ὑπάρξει ἀκόμη ἑλληνικό ἀνεξάρτητο κράτος, ὄχι λοιπόν ὡς φερέφωνο τῆς ἐκπαιδευτικῆς πολιτικῆς του, ἀναφέρεται σέ «περασμένα μεγαλεῖα» καί χαρακτηρίζει «σάν πρῶτα ἀντρειωμένη» τήν ἐλευθερία, δηλαδή ἐμπνέεται ἀπό τήν ἱστορική διάρκεια τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους. 

8. Ὁ φιλελληνισμός, τό ὑπέροχο αὐτό κίνημα τῶν ἠθικά αἰσθαντικῶν Εὐρωπαίων καί Ἀμερικανῶν, ἐξηγεῖται μόνο ἀπό τήν πεποίθηση των ὅτι ἕνα μεγαλουργό στούς ἀρχαίους χρόνους ἔθνος ἔχει ἐξεγερθεῖ γιά τήν ἀπόσειση τῆς ἐπί αἰῶνες δουλείας του. 

9. Ἐκφραστικότατο εἶναι καί ὅ,τι διακήρυξε ὁ ραδιοσταθμός τῆς Μόσχας τόν Νοέμβριο τοῦ 1940: Οἱ Ἕλληνες στήν Πίνδο ἔγραψαν νέον Μαραθώνα. Καί ὁ ρωσικός φιλελληνισμός ὑπάρχει ἔντονος ἤδη ἀπό τόν δέκατο ὄγδοο αἰώνα. 

10. Δέν πρέπει νά παραγνωρίζεται ἡ συγκινητική ἀντοχή τοῦ ἑλληνικοῦ φρονήματος συμπαγῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν ὑπό ἐξουσία τουρκική ἐπί αἰῶνες σέ περιοχές τῶν ἐσχατιῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί ἰδιαίτερά του Πόντου, ὅπου ἡ τοπική ἑλληνική γλώσσα διατήρησε χαρακτηριστικά στοιχεῖα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς πολύ ἔκδηλα. 

Ἡ διαχρονική συνέχεια τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, λοιπόν, εἶναι διάτορα μαρτυρημένη ἀπό τήν ἱστορική πραγματικότητα καί δέν εἶναι ἁπλῶς ἐφεύρημα τοῦ «ἑλληνικοῦ ρομαντισμοῦ τοῦ 19ου αἰώνα», πρός ἰδεολογική στήριξη «ἐθνικῶν ἐπεκτατισμῶν», ὅπως ἐπιπόλαια γράφεται σέ πρόσφατο δημοσίευμα. Στόν 19ο αἰώνα συζητήθηκε ἁπλῶς ἡ «διαχρονική συνέχεια τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους» μέ ἀφορμή τήν ἀμφισβήτησή της ἀπό μή Ἕλληνες. Πρίν δέν συζητοῦσαν γι’ αὐτήν, καθώς δέν συζητεῖ κανείς γιά τά δεδομένα καί αὐτονόητα. 

Οἱ πολέμιοι τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας γιά τήν ἀδιάκοπη ἐπί αἰῶνες πολλούς ὕπαρξη τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους δέν ἐπιτρέπεται νά συγχέουν τή λεγόμενη συχνά «προγονοπληξία» μέ τή νηφάλια ἐπίγνωση ἀπό τούς σημερινούς Ἕλληνες τῶν ἀρχαιότατων ἐθνικῶν τίτλων τους, ἐμπνευστική μᾶλλον πρός ἐθνική ἀξιοπρέπεια ἤ καί ὑποκινητική σέ προσπάθεια γιά ἱστορική μεγαλουργία. [...]


«ΚΕΝΤΡΟ ΜΕΛΕΤΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ» 
ΚE.Μ.ΕΘ.Α.





Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016

Για το ζήτημα της σχέσης Πατριωτισμού/Εθνικισμού


Για το ζήτημα της σχέσης Πατριωτισμού/Εθνικισμού – 
Εθνικισμός και Σωβινισμός -Εθνοκοινοτισμός

Πατριωτισμός είναι το φυσιολογικό αίσθημα αγάπης, που κάθε ισορροπημένο ψυχικά και πνευματικά άτομο, τρέφει προς την Πατρίδα του, τον γενέθλιο τόπο των προγόνων του. Αποτελεί την φυσική Ιδεολογία του κάθε ανθρώπου, όπου Γης. Προφανώς απλός πατριώτης μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ανεξάρτητα από το μορφωτικό, πνευματικό, κοινωνικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, αλλά και το ηθικό ανάστημα που διαθέτει. Έτσι, ως πατριώτης μπορεί να αυτοπροσδιοριστεί ένα καλλιεργημένο και μορφωμένο άτομο, ένας συνειδητός πολίτης, ένας σωστός επαγγελματίας, ένας εμπνευσμένος Δάσκαλος, ένας καλός νοικοκύρης,  ένας ακέραιος και έντιμος κρατικός λειτουργός και γενικότερα, άτομα με σημαντική κοινωνική προσφορά και ευαισθησίες, αλλά και ένας φαιδρός πολιτικάντης, ένας ημιμαθής ανόητος, ένας μεθύστακας, ένα πρεζόνι, ένας καταχραστής του δημοσίου χρήματος, ένας παιδόφιλος, ένα κοινωνικό παράσιτο κλπ, εξ ου και η γνωστή ρήση: «Όλοι είμαστε πατριώτες», η οποία χρησιμοποιείται με ευκολία από πολλούς, με αποτέλεσμα να καταντήσει να στερείται ουσιαστικού περιεχομένου. Αντίθετα, συνειδητοί πατριώτες είναι εκείνοι που ακόμη και με προσωπικό κόστος και ζημία επιλέγουν να προσφέρουν στην Πατρίδα εμπράκτως και όχι απλώς στα λόγια και να το αποδεικνύουν καθημερινά με το διαρκές ενδιαφέρον τους για την πορεία της χώρας τους.   
Ο Εθνικισμός αποτελεί  το ανώτατο στάδιο του Πατριωτισμού, μια ολοκληρωμένη κοσμοαντίληψη και για εκείνους  που την ενστερνίζονται αποτελεί τρόπο σκέψης και στάση ζωής, απαιτεί ανώτερο επίπεδο αυτοσυνείδησης, υψηλό μορφωτικό και πνευματικό επίπεδο, ισχυρό αίσθημα καθήκοντος και διαρκούς προσφοράς στην Πατρίδα, καθώς και απόλυτη ηθική ακεραιότητα. Επομένως ο όρος Εθνικιστής, αντανακλά όχι έναν συνηθισμένο πολιτικό, ιδεολογικό ή ακόμα χειρότερα, κομματικό προσδιορισμό, αλλά συνιστά έναν ύψιστο τίτλο τιμής που οφείλεται να απονέμεται και να αναγνωρίζεται μόνον μεταθανατίως και μετά από ενδελεχή έλεγχο του «προτέρου βίου» και αποτίμηση της συνολικής προσφοράς στην πατρίδα.
Στο σημείο αυτό είναι αναγκαία η σαφής διάκριση μεταξύ Εθνικισμού και Σωβινισμού, δεδομένου ότι εδώ και πολλές δεκαετίες, συστηματικά και σκόπιμα, ταυτίζεται ο πρώτος με τον δεύτερο για ευνόητους λόγους, τόσο από τους φιλελεύθερους όσο και τους μαρξιστές.
Τι ακριβώς είναι όμως ο Σωβινισμός;
Με τον όρο περιγράφεται η ακραία και άλογη αφοσίωση σε μια ομάδα στην οποία κάποιος ανήκει, ιδιαίτερα όταν αυτή η αφοσίωση προϋποθέτει μοχθηρία και μίσος εναντίον μιας αντίπαλης ομάδας. Ο όρος έλκει την καταγωγή του από έναν στρατιώτη του Ναπολέοντα Βοναπάρτη κατά τη διάρκεια της Πρώτης Γαλλικής Αυτοκρατορίας, τον Νικολά Σωβέν (Nicolas Chauvin), εξαιτίας του φανατικού του ζήλου για τον Αυτοκράτορά του. Ο όρος εισήλθε σε δημόσια χρήση εξαιτίας μιας ιδιαίτερα επιτυχημένης σατιρικής απεικόνισης του Σωβέν στο Γαλλικό θεατρικό έργο La Concarde Tricolore (Η Τρίχρωμη Κονκάρδα), που παρουσιάστηκε το 1831. Σ' αυτό ο ήρωας Σωβέν (Chauvin) είχε το ίδιο πάθος με το συνονόματο αξιωματικό. Καθώς το συγκεκριμένο άτομο έγινε θεατρική φιγούρα, της αποδόθηκαν πράξεις και γνωρίσματα που ήταν κατά πολύ ανακριβή.  Οι ψευδείς αυτές πληροφορίες διαδόθηκαν από κάποιους ιστορικούς μέσω της χρήσης αυτών των μυθοπλασιών ως δευτερεύουσες πηγές. Οι πιο κριτικοί σύγχρονοι ιστορικοί έχουν καταρρίψει αυτούς τους μύθους, αφήνοντας μια καλύτερη εικόνα του ανθρώπου ως πατριώτη.
Σωβινισμός στην τρέχουσα πολιτική χρήση κατέληξε να σημαίνει, σύμφωνα με έναν ορισμό, η μισαλλόδοξη θεώρηση του Εθνικισμού βάσει της οποίας άξιον ύπαρξης είναι μόνο το δικό μας Έθνος Βάσει αυτής της θεώρησης για τον σωβινιστή νομιμοποιείται η κατάκτηση ξένων λαών, η ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών τους πόρων και των όποιων πολιτισμικών τους επιτευγμάτων και η θεώρηση του εδάφους τους ως ζωτικού χώρου για τη δημιουργική εξάπλωση του κυριάρχου Έθνους.  Αυτή η αντίληψη νομιμοποιεί κάθε είδους ακρότητες, ακόμα και γενοκτονίες, αντιμετωπίζοντας αυτές ως απλές παράπλευρες απώλειες.  Κλασσική είναι η περίπτωση του τουρκικού σωβινισμού. Επίσης η ιδιοποίηση της Ιστορίας και του Πολιτισμού άλλων Εθνών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Σκοπιανό Σωβινισμό. Στην περίπτωση αυτήν μάλιστα η ασύστολη χρήση από άγνοια ή σκοπιμότητα του όρου «Σκοπιανός Εθνικισμός» είναι παντελώς άκυρη δεδομένου ότι δεν υπάρχει «σκοπιανό» ή όπως αυτοαποκαλούνται «μακεδονικό» έθνος.
Η προπαγανδιστική πάντως διαστρέβλωση των όρων και η επιχειρούμενη πολιτικο-ιδεολογική λαθροχειρία είναι απορριπτέα και για ουσιαστικούς λόγους ιστορικής πραγματικότητας.
Αδυνατώντας να επινοήσουν πειστικά επιχειρήματα, φιλελεύθεροι και μαρξιστές, εφάρμοσαν πάγιες και δοκιμασμένες προπαγανδιστικές τακτικές για να πείσουν τις εξουθενωμένες μάζες, ιδίως μετά τον Β΄ παγκόσμιο Πόλεμο, ότι ο Εθνικισμός είναι κάτι πολύ κακό διότι είναι υπαίτιος όχι μόνον για τους δύο παγκοσμίους πολέμους, αλλά για κάθε πόλεμο.
Το εξωφρενικό με αυτό το προπαγανδιστικό ιδεολόγημα ήταν ότι προβλήθηκε από τις ηγεσίες των Αγγλο-Γάλλων και λοιπών αποικιοκρατών που είχαν αιματοκυλίσει ολόκληρες Ηπείρους (εξόντωση Ινδιάνων της Βόρειας και Νότιας Αμερικής, σφαγές Αφρικανών, πόλεμος του Οπίου στην Κίνα, θανατώσεις χιλιάδων ιθαγενών στις Ινδίες, ΝΑ Ασία, Αυστραλία κλπ), καθώς και τους αιμοσταγείς μαρξιστές ηγέτες τύπου Στάλιν, με κορυφαίο παράδειγμα τον διαβόητο Πολ-Ποτ της Καμπότζης που οδήγησε στον θάνατο τον μισό σχεδόν πληθυσμό της ίδιας του της χώρας.
Τέλος, ως Εθνοκοινοτισμός ορίζεται το εφαρμοσμένο στην πράξη και σύμφωνα με τις αρχές του Πολιτικού Εθνικισμού Σύστημα Διακυβέρνησης της χώρας, η Ιδεολογία και Βιοθεωρία των συνειδητών Πατριωτών που έχουν αποδεχθεί ως στόχο και σκοπό ζωής το όραμα του Εθνικισμού και επιδιώκουν, αγωνιζόμενοι διαρκώς,  να το πραγματώσουν.


«ΚΕΝΤΡΟ ΜΕΛΕΤΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ» 
ΚE.Μ.ΕΘ.Α.


Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Περί Λαού και Λαϊκισμού



Περί Λαού

Λαός = Το σύνολο των κατοίκων μιας περιοχής (πόλεως, επαρχίας, χώρας), των οποίων το προσδιοριστικό και μοναδικό συνδετικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός της συνοίκησης. Αποτελεί έννοια τελείως διαφορετική τόσο της Φυλής, όσο και του Έθνους. Χρησιμοποιείται όμως εμπειρικά ως ταυτόσημος του όρου Έθνος (ο ελληνικός λαός = το ελληνικό έθνος) για λόγους ρητορικής, αλλά και πολιτικής σκοπιμότητας σε αντιπαράθεση προς την «αστική τάξη» και την «πλουτοκρατία». Στο παρελθόν είχε επιχειρηθεί η χρήση του από το εθνικιστικό κίνημα με την έκφραση «ο Λαός των Ελλήνων», χωρίς όμως να καθιερωθεί.

Περί λαϊκισμού

Ο λαϊκισμός είναι ένα φαινόμενο με διάφορες μορφές που εμφανίζονται για ποικίλους λόγους σε αρκετές περιοχές του δημόσιου κυρίως βίου, με ιδιαίτερη έξαρση σε ορισμένες χώρες και σε ορισμένες εποχές. Γι' αυτό είναι δύσκολο να δοθεί ένας γενικός ορισμός του, και μάλιστα στις μέρες μας που ο λαϊκισμός εμφανίζεται και μεταμφιεσμένος. Επιμέρους μόνο ορισμοί μπορούν να διατυπωθούν για τις διάφορες εκφάνσεις του. Σύμφωνα με έναν ορισμό «Λαϊκισμός» είναι η πολιτική ιδέα και δράση που στοχεύει στην αντιπροσώπευση των επιθυμιών και των αναγκών του απλού λαού, ενώ σύμφωνα με έναν άλλο πιο κοντά στην καθημερινή πρακτική, είναι η τάση να γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης ή να κολακεύονται οι ιδέες, τα αισθήματα και τα ενδιαφέροντα της λαϊκής τάξης.

Ο λαϊκισμός είναι ένα πολιτικό ύφος που μπορεί να έλθει σε συγχρωτισμό με οποιαδήποτε ιδεολογία. Θεμελιώνεται στην αδιαμεσολάβητη, προσωπική, πολεμικού τύπου, κλήση που ένας χαρισματικός ηγέτης απευθύνει στον λαό, στον «υγιή» λαό, κατά του «κατεστημένου», κατά των «διεφθαρμένων» ελίτ που συνωμοτούν εναντίον του λαού. Μια κλήση που ζητά την πραγματική αλλαγή, μια καθαρτική ρήξη με το παρόν. Η μυθολογική διάσταση είναι παρούσα σε κάθε λαϊκισμό και προϋποθέτει ότι αυτό που αυτή ονομάζει «λαός» είναι πραγματικότητα, ουσία, επομένως έχει μια ενότητα και/ή μοναδικότητα. Όπως έχει επισημανθεί χαρακτηριστικά (Pierre-André Taguieff, L’Illusion populiste. Essai sur les démagogies de l’âge démocratique, Παρίσι, Flammarion, 2007): «η λαϊκιστική δράση διέπεται από την πολιτική μαγεία: ο ηγέτης θέλει να κάνει πιστευτό ότι αλλάζει ή μπορεί να αλλάξει τον κόσμο με μόνη την ισχύ της ομιλίας του».

Μία ενδιαφέρουσα προσέγγιση του φαινομένου είναι και η ακόλουθη:

[…Ο πρωτοπασοκικός ανδρεοπαπανδρεϊκός λαϊκισμός της μεταπολίτευσης (Ανδρέας Παπανδρέου: Δεν υπάρχουν θεσμοί, παρά μόνο ο κυρίαρχος λαός) αποτελεί έναν ιδιότυπο φαινόμενο. Η εν πολλοίς ενοχική για την, πρακτικά μηδαμινή, αντίσταση της στη δικτατορία, ελληνική κοινωνία παραδόθηκε ανακουφισμένη και ηδονικά αποενοχοποιούμενη στην αριστερίστικη ρητορική του Ανδρέα που μιλούσε για τους «μη προνομιούχους», «τα περήφανα νιάτα», τα «τιμημένα γηρατειά», την ασαφή και γι’αυτό ελκυστική «Αλλαγή» αλλά και και για την «ανεξάρτητη και εθνικά υπερήφανη Ελλάδα» που «ανήκε στους Έλληνες». Εχθροί αναγορεύθηκαν η «Δεξιά», οι «Αμερικανοί», «τα ντόπια και ξένα συμφέροντα». 

Ο λαός εξαγνίσθηκε, καθαγιάσθηκε και εμφανίσθηκε ως αρχετυπικός φορέας δικαιωμάτων χωρίς υποχρεώσεις, κάτω από την «κοινωνική» ρητορική καλλιεργήθηκε και δικαιώθηκε ιδεολογικά ο πιο ακραίος και επιθετικός δυνατός ατομισμός, η μικρομεσαία θάλασσα έσπασε τα υποτιθέμενα στεγανά του «αστικού κομφορμισμού», η ιεραρχία στο σύνολο των κρατικών δομών λοιδωρήθηκε και καταλύθηκε στο όνομα ενός θολού «δημοκρατικού» εξισωτισμού, η λογική της ήσσονος προσπάθειας και της διάχυσης της ευθύνης επικράτησε σταδιακά παντού, ο νεοπλουτισμός, ο χυδαίος καταναλωτισμός, η αρπαχτή, η ατσιδοσύνη και η νεοελληνική «μαγκιά» έγιναν οι κυρίαρχες κοινωνικές και πολιτισμικές ορίζουσες του μεταπολιτευτικού πλαισίου αναφοράς της ελληνικής κοινωνίας. 

Δυστυχώς, το ιδεολογικό, κοινωνικοπολιτικό και πολιτισμικό περιβάλλον που περιγράφηκε στις παραπάνω γραμμές, έχει σε μεγάλο βαθμό καθορίσει και εξακολουθεί (ακόμη και σήμερα) να καθορίζει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε (ως πολίτες, αλλά και ως κοινωνία) την πολιτική, την οικονομία, την εργασία, το διεθνές περιβάλλον και τη θέση της χώρας μας σ’ αυτό... τη ζωή μας εν πολλοίς…

Υπάρχει όμως και μια εκδοχή του λαϊκισμού πιο μοντέρνα και λιγότερο φωτισμένη: o νεο-φιλελεύθερος λαϊκισμός. Eδώ, η διχοτόμηση του κοινωνικού πεδίου γίνεται ως εξής: προνομιούχοι χαρακτηρίζονται συλλήβδην οι έχοντες σχέση εργασίας με το δημόσιο και μη προνομιούχοι, εξίσου συλλήβδην, όλοι οι υπόλοιποι. Ο δημόσιος τομέας, το κράτος δαιμονοποιούνται και χρεώνονται κάθε πιθανή κακοδαιμονία και αδικία, όχι γιατί δυσ- ή υπο-λειτουργούν, αλλά γιατί απλώς υφίστανται. Παράλληλα σε φιλοσοφικό αλλά και σε πολιτικό επίπεδο εξιδανικεύεται και κολακεύεται η ατομικότητα (ή αν θέλετε ο ατομισμός) και διακινείται το ιδεολόγημα, ότι το μόνο εμπόδιο που υπάρχει μεταξύ του ανθρώπου και της ευτυχίας είναι το μυθικό τέρας Κράτος με τους περιορισμούς που επιβάλει στην ανεμπόδιστη πραγμάτωση της ελεύθερης ατομικής βούλησης και πρωτοβουλίας και τους φόρους που συλλέγει για να σιτίζει τους αργομίσθους του. «Δεν φταις εσύ, φταίει το κράτος», είναι το κεντρικό σύνθημα ενός από τα κόμματα που διεκδικούν την ψήφο μας στις προσεχείς εκλογές. Στην νεο-φιλελεύθερη αφήγηση όλοι, πλην δημοσίων υπαλλήλων, θυματοποιούνται και ηρωοποιούνται, από τους σταθερά φοροδιαφεύγοντες ελευθερο-επαγγελματίες μέχρι τους διαπλεκόμενους κρατικοδίαιτους μεγαλοεπιχειρηματίες. Απίθανες λεκτικές και πολιτικές ακροβασίες χρησιμοποιούνται για να τεκμηριωθεί η αναγκαιότητα της πλήρους απορρύθμισης της αγοράς και της εργασίας: «Σκεφθείτε τους ανέργους», θα πει από το βήμα της Βουλής ο τραπεζίτης-Πρωθυπουργός για να εμφανίσει την πλήρη κατάργηση κάθε νομικής προστασίας των εργασιακών δικαιωμάτων ως πράξη δικαιοσύνης. Κοντολογίς εχθρός του ανέργου είναι ο εργαζόμενος των 700 ευρώ, του οποίου ο μισθός πρέπει να πάει στα 500 σήμερα και τα 300 αύριο, για να βρει ο άνεργος δουλειά. Στην προέκταση της η λογική αυτή καταλήγει σε ένα είδος νεοφιλελεύθερου φονταμενταλισμού των ακραίων ρεμπουπλικανών και του tea-party στις Η.Π.Α., όπου η προσπάθεια για οικοδόμηση ενός στοιχειώδους συστήματος υγειονομικής ασφάλισης ή οι περιορισμοί στη οπλοκατοχή χαρακτηρίζονται καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων!].

«ΚΕΝΤΡΟ ΜΕΛΕΤΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ»
ΚE.Μ.ΕΘ.Α.



Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2016

Περί Έθνους


ΠΕΡΙ ΕΘΝΟΥΣ

Παλαιότερα, κατά την κλασσική περίοδο, καθώς και την ελληνιστική ήταν σε ισχύ η Ηροδότειος άποψη (Ιστορίαι, 8, 144)  περί έθνους. Ο «πατέρας της Ιστορίας» αναφερόμενος στο ελληνικό έθνοε έγραφε:
«…ατις δ τ λληνικόν, ἐὸν μαιμόν τε κα μόγλωσσον, κα θεν δρύματά τε κοιν κα θυσίαι θεά τε μότροπα…»
(…και κατόπιν το ελληνικό έθνος, όντας όμαιμον και ομόγλωσσον και με κοινά τα λατρευτικά κέντρα των θεών και θυσίες και τα ίδια ήθη  και έθιμα…)

Οι κατακλυσμικές μεταβολές, εθνολογικές και πολιτισμικές, που επέφεραν στην σύνθεση των πληθυσμών οι κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου και της Ρώμης, αλλά και οι μεγάλες βαρβαρικές μεταναστεύσεις που ξεκίνησαν από τον 4ο αιώνα μ.Χ. (Ούννοι, Γερμανικά φύλα, Άβαροι Σλάβοι, Άραβες, Μογγόλοι, Τούρκοι) είχαν ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση πολλών λαών οι οποίοι είχαν παραμείνει στο φυλετικό επίπεδο πριν εξελιχθούν σε έθνη (Ιλλυριοί, Θράκες κλπ), ενώ παράλληλα προέκυψαν νέα έθνη από τις συγχωνεύσεις διαφορετικών λαών (π.χ. Γάλλοι, από την συγχώνευση κελτικών φυλών με Λατίνους και στην συνέχεια με γερμανικά φύλα – Φράγκοι, Βουργουνδοί κλπ).
Μετά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, η έλευση των Νέων Χρόνων είχε ως αποτέλεσμα την αυξημένη κινητικότητα μεταξύ των λαών με αποκορύφωμα την περίοδο από το δεύτερο μισό του 20ο αιώνα μέχρι σήμερα.
Αυτή κινητικότητα αποτελούσε μέρος του γενικότερου φαινομένου της παγκοσμίωσης, που διαφέρει από την παγκοσμιοποίηση, στην οποία θα αναφερθούμε σε άλλον κύκλο συζήτησης πιο αναλυτικά. Προς το παρόν θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε, έστω και συνοπτικά, στο φαινόμενο της «φυσιολογικής παγκοσμιοποίησης» (natural globalization) ή, σε σωστότερα ελληνικά, «παγκοσμίωσης» λόγω των επιπτώσεων στην έννοια του έθνους.
Χρησιμοποιούμε και τους δύο όρους, δίνοντάς τους όμως διαφορετικό περιεχόμενο, για την πληρέστερη και πιο ξεκάθαρη περιγραφή αυτής της διαδικασίας. Έτσι, ως παγκοσμίωση (natural globalization), ορίζουμε την φυσιολογική εξέλιξη του φαινομένου, που είναι προϊόν της διαρκώς αυξανόμενης επικοινωνίας μεταξύ των ανθρωπίνων κοινωνιών, ατομικά και συλλογικά, αλλά και της τεχνολογικής εξέλιξης (συγκοινωνίες, επικοινωνίες, διαδίκτυο κ.λπ.), ενώ ως παγκοσμιοποίηση (forced globalization) ορίζουμε την σκόπιμη, στρεβλή και κατευθυνόμενη επιτάχυνση των διαδικασιών, ιδιαίτερα στον χρηματο-οικονομικό τομέα, την επονομαζόμενη και νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Εξ άλλου, η παγκοσμίωση, ως φαινόμενο και διαδικασία, ξεκινάει, όπως τουλάχιστον υποστηρίζουν οι ανθρωπολόγοι, από τότε που πρωτοεμφανίστηκαν οι πρώτες ομάδες ανθρώπων στον πλανήτη μας και άρχισαν να προσεγγίζουν τους γείτονές τους, είτε για να συνεργασθούν, είτε για να πολεμήσουν μεταξύ τους.
Τα έθνη πάντως προϋπήρχαν των εθνικιστικών ιδεολογιών, οι οποίες έδιναν διαφορετικούς  ορισμούς μέχρι τα μέσα περίπου του 20ου αιώνα.
Σύμφωνα με τους Γάλλους διανοητές το έθνος αποτελεί υποκειμενική πραγματικότητα δημοψηφισματικού τύπου όπου η πλειοψηφία μιας πληθυσμιακής ομάδας αποφασίζει ότι επιθυμεί να είναι μέλη ενός συγκεκριμένου έθνους διαμορφώνοντας βαθμιαία κοινή εθνική συνείδηση.
Αντίθετα η Γερμανική Σχολή υποστήριζε ότι το έθνος είναι μια πραγματικότητα που δεν εξαρτάται από την θέλησή μας και η εθνική συνείδηση αποτελεί πνευματικό γεγονός που συντελείται από την μετεξέλιξη μιας ή περισσοτέρων συγγενικών φυλών στο επίπεδο του έθνους.
Το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα άρχισε μια συστηματική επιστημονική ενασχόληση με το εθνικό φαινόμενο και  να αναπτύσσονται θεωρίες αποδόμησής του. Θα παραθέσουμε ορισμένα αποσπάσματα από το κείμενο του κορυφαίου και διεθνούς κύρους Έλληνα βυζαντινολόγου και ακαδημαϊκού Σπύρου Βρυώνη που αναγνώσθηκε στην ημερίδα με θέμα «Ο Νέος Ελληνισμός: Έννοια, περιεχόμενο, χρονικά όρια» την οποία διοργάνωσε η Ακαδημία Αθηνών, στις 19 Οκτωβρίου 2010 που οφείλουμε να μελετήσουμε προσεκτικά:
«...Συχνά, οι κοινωνικές επιστήμες, ως συνειδητές επιστημονικές ειδικότητες, δεν περιορίζονται στα όρια που θέτει η έρευνα, αλλά ενδύονται ένα είδος προφητικού μανδύα. Οι επαγγελματίες κάθε μιας από αυτές τις κοινωνικές επιστήμες συχνά διακηρύσσουν ότι διακονούν «επιστήμες», που, όπως υποστηρίζουν στον ακαδημαϊκό κόσμο, η ειδικότητά τους προσομοιάζει περισσότερο με τις φυσικές επιστήμες παρά με εκείνες της φιλολογίας και των άλλων ανθρωπιστικών επιστημών. Έτσι, ο τελικός σκοπός των περισσότερων κοινωνικών επιστημών είναι να επικυρώσουν και να καθορίσουν τους νόμους που διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Με τον τρόπο αυτό ισχυρίζονται ότι μπορούν να προβλέψουν πώς θα συμπεριφερθούν υπό δεδομένες συνθήκες, όχι μόνο τα άτομα, αλλά και μεγαλύτερες ομάδες, η οικογένεια, η φυλή, ή και ακόμα μεγαλύτερες συσσωματώσεις. Επίσης, ο ρόλος των διακεκριμένων και προβεβλημένων επαγγελματιών απολαμβάνει ένα είδος αναγνώρισης, ως αξιόπιστη πηγή και αυθεντία για την ανάλυση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. [...]
Με την αύξηση των πληθυσμών, την πολυπλοκότητα των οικονομικών και πολιτικών κρίσεων, τις απαιτήσεις της κοινωνίας, το «έθνος» και οι «εθνικισμοί» συχνά αναζητούν λύσεις από τους κοινωνικούς επιστήμονες. [...]
 Όμως, ακόμη και στις περιπτώσεις αυτές, η αξία της πρακτικής γνώσης είναι συγκεκριμένη και δύσκολα επιτρέπει στους κοινωνιολόγους να ισχυρίζονται ότι ο κλάδος τους συνιστά μια «επιστήμη» στα θέματα της θεωρίας και της ανάλυσης των εννοιών του «έθνους» και του «εθνικισμού». Διότι, εδώ, αυτές οι ειδικότητες πρέπει να βασιστούν στην ιστορία, ενώ οι θεωρίες τους δεν μπορούν να γενικευτούν σε τέτοιο βαθμό, διότι έχουν συγκεκριμένο ειδικό επιστημονικό προσανατολισμό και ο υποκειμενισμός πάντα ελλοχεύει. Οι μεθοδολογίες τους είναι επιρρεπείς στην «εφεύρεση» γενικών νόμων για τον καθορισμό της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Από την άλλη πλευρά, και αυτό είναι το παράδοξο, η συμβολή τους στη συνεχιζόμενη ανάλυση των εννοιών και θεωριών σχετικά με το «έθνος» και τον «εθνικισμό» είχε βαθιά επίδραση σε εκείνους τους κύκλους που συζητούν αυτά τα ειδικά σύγχρονα ζητήματα. Πολλοί είναι οι κοινωνικοί επιστήμονες οι οποίοι έχουν κληθεί, ως ειδικοί, ενώπιον του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γερουσίας, να αποφανθούν σχετικά με τις κρίσεις που αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. 
Οι πανταχού παρόντες πολιτικοί επιστήμονες, οι οποίοι έχουν διεισδύσει ιδιαίτερα στα Υπουργεία Εθνικής Ασφάλειας, Εξωτερικών, Άμυνας, στη CIA και άλλα ομοσπονδιακά όργανα, καθώς και στα πληθωρικά λεγόμενα «think-tanks», αποτελούν μια στρατιά (αριθμητικά) και, όπως ο στρατός, καταναλώνουν μεγάλα κεφάλαια που προέρχονται από την κυβέρνηση, τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και τα ξένα συμφέροντα. Έτσι, οι κοινωνικοί επιστήμονες δεν έχουν μόνο τη θεωρητική πλευρά τους, αλλά απολαμβάνουν πρακτικές και οικονομικές ανταμοιβές, οι οποίες επιτείνουν την υποκειμενικότητα τους.[...]
Επιπλέον, προχωρούν στην κατασκευή ή τη δημιουργία τεχνικών όρων (σε τέτοια έκταση ώστε χρειάζεται κανείς να προσφύγει σε εξειδικευμένα λεξικά για να βρει τις έννοιες πολλών τέτοιων όρων) και στηρίζονται σε ιστορικούς εξειδικευμένους σε περιοχές με τις οποίες οι κοινωνικοί επιστήμονες δεν είναι εξοικειωμένοι. Μπορούμε επί πλέον να διαπιστώσουμε την ισχυρή επίδραση των κοινωνικών επιστημόνων πάνω στην ιστορική επιστήμη, παράλληλα με την αδυναμία των κοινωνικών επιστημόνων να καταλήξουν σε οριστικά συμπεράσματα ως προς το «πότε» και το «πώς» του έθνους και του εθνικισμού, καθώς και την αποτυχία τους να διευκρινίσουν τον όρο και την έννοια του πολιτισμού. [...]
Στην συνέχεια ο Σπ. Βρυώνης μνημονεύει τις θεωρίες του λεγόμενου «μοντερνισμού» και στους τρεις «πατριάρχες» του, Ernest Gellner, Eric Hobsbaum και Benedict Anderson, καθώς και στην περίοδο 1970-2003, η οποία αναφέρεται ως περίοδος  «ανόδου και πτώσης του κλασικού μοντερνισμού». Φθάνουμε έτσι σε μια νέα και σημαντική φάση του συνεχιζόμενου διαλόγου για την προέλευση και τη φύση του έθνους και του εθνικισμού, με τη νέα ερμηνεία περί «εθνοσυμβολισμού» που διατύπωσε ο Anthony D. Smith, ο οποίος υπήρξε ο ίδιος μαθητής του Gellner.
Όπως τονίζει ο Σπ. Βρυώνης: «Στη διαμάχη που ακολούθησε και μπροστά στα αδιαμφισβήτητα επιχειρήματα του Smith, ο Anderson, σε αντίθεση με τον Gellner, υπήρξε πιο δεκτικός στις κριτικές που ασκήθηκαν στο έργο του και, τελικά, παραδέχτηκε ότι το έργο του είχε πλέον καταστεί περιθωριακό».

Σήμερα υπάρχουν διαμορφωμένες τρεις σχολές σκέψης για την θεώρηση της έννοιας του έθνους:

  1. Οι μεταμοντέρνοι «εθνο-νεωτεριστές», κυρίως πρώην μαρξιστές και νεομαρξιστές, αλλά και νέο-φιλελεύθεροι οπαδοί της εθνοαποδόμησης που υποστηρίζουν ότι τα έθνη είναι τεχνητές κατασκευές τις οποίες δημιούργησαν τα κράτη με τους μηχανισμούς τους, εκπαιδευτικό σύστημα, κρατική γραφειοκρατία, εκκλησία κλπ μετά την Γαλλική επανάσταση (1789). Πρόκειται επομένως για πρόσφατες κατασκευές της «νεωτερικότητας», όπως ισχυρίζονται. Οι γνωστότεροι εκπρόσωποι αυτών των αντιλήψεων είναι οι Ernest Gellner, Eric Hobsbaum και Benedict Anderson. Στην Ελλάδα ο «γενάρχης» του εθνομηδενισμού είναι ο διαβόητος Αντώνης Λιάκος και οι Βερέμης, Άννα Φραγκουδάκη, Δραγώνα, Κουλούρη, Σία Αναγνωστοπούλου, Ρεπούση και εν γένει ολόκληρος ο εσμός των Συριζαίων και του ΚΚΕ, καθώς και πλείστοι νεοφιλελεύθεροι της ΝΔ. Αναφέρονται συνήθως ως «εθνομηδενιστές».  
  2. Οι φιλελεύθεροι εθνοσυμβολιστές, που υποστηρίζουν τις θέσεις του Anthony D. Smith, καθηγητή  στο London School of Economics, ο οποίος υπήρξε μαθητής του Gellner που τον αμφισβήτησε στην συνέχεια και απέρριψε τις θεωρίες του. Ο Σμιθ διατύπωσε την θεωρία του εθνοσυμβολισμού από μια στενή κοινωνιολογική σκοπιά, σύμφωνα με την οποία:
"...το έθνος μπορεί να οριστεί ως ο κατονομασμένος ανθρώπινος πληθυσμός που μοιράζεται μια ιστορική εδαφική επικράτεια,  κοινούς μύθους και ιστορικές μνήμες, μια μαζική, δημόσια κουλτούρα, κοινή οικονομία και κοινά για όλα τα μέλη νομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις".

  1. Οι αποκαλούμενοι (από τους προηγούμενους) «αρχεγονιστές» (primordialists), ενώ οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονται ως «εθνο-πολιτισμιστές» (ethnoculturalists). Σύμφωνα με τις θέσεις τους η ανθρωπότητα ανέκαθεν αποτελούνταν από έθνη, αφού το έθνος θεωρείται προέκταση της οικογένειας, του γένους, της φυλής και υποστηρίζουν τις εξής βασικές αρχές:
α) H ανθρωπότητα διαιρείται σε έθνη, καθένα από τα οποία διατηρεί τη μοναδικότητά του, όσον αφορά τον χαρακτήρα του (που είναι ο σκληρός πυρήνας της εθνικής του ταυτότητας) και την ιστορική του διαδρομή.
β) H ελευθερία και η αυτοπραγμάτωση των ανθρώπων εξασφαλίζεται μόνο με την ένταξη και ταύτισή τους με το έθνος.
γ) H αφοσίωση προς το έθνος είναι ανώτερη από κάθε άλλη μορφή αφοσίωσης.
δ) Το έθνος είναι η αυθεντική πηγή νομιμοποίησης κάθε πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας.
ε) H ανεξαρτησία και η ασφάλεια των εθνών συνιστούν τις βασικότερες προϋποθέσεις για την επικράτηση της ειρήνης και της δικαιοσύνης  παγκοσμίως.
Κορυφαίος εκπρόσωπος αυτής της Σχολής είναι ο Βέλγος Καθηγητής Ανθρωπολογίας και Κοινωνιολογίας Pierre L. van den Berghe (1933 - ), συγγραφέας του σημαντικότατου βιβλίου «Το εθνοτικό φαινόμενο» (Εκδόσεις ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ, Θεσσαλονίκη, 2004) The Ethnic Phenomenon, New York: Elsevier, 1981. Ένας άλλος σπουδαίος εκπρόσωπος είναι ο Αυστραλός Καθηγητής Frank Salter ερευνητής στο περίφημο Ινστιτούτο Μαξ Πλάνκ και συγγραφέας του εξαιρετικού έργου: On Genetic Interests: Family, Ethnicity, and Humanity in an Age of Mass Migration, 2003.

Από την ελληνική βιβλιογραφία θεωρούμε ως πλέον δόκιμο τον ορισμό του έθνους όπως είχε διατυπωθεί στο λεξικό όρων «ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑ» (1979):
Έθνος = Μια ιστορικώς διαμορφωμένη κοινότης ανθρώπων, την οποία χαρακτηρίζουν τα κοινά πολιτιστικά στοιχεία, η κοινή εθνική συνείδησις, το κοινόν εθνικόν συναίσθημα* και η κοινή εθνική βούλησις. Κατά τους περισσότερους συγγραφείς όμως, απαραίτητον συστατικόν στοιχείον είναι η κοινή καταγωγή, η οποία είναι πρωτογενής εάν από της εμφανίσεως του Έθνους εις την Ιστορίαν ενυπάρχει ανθρωπολογική ομοιογένεια (π.χ. Έλληνες, Γερμανοί, Βάσκοι κλπ), δευτερογενής δε εάν η ανθρωπολογική ομοιογένεια επετεύχθη εις μετέπειτα ιστορικούς χρόνους (π.χ. Άγγλοι, Ιταλοί, Γάλλοι κλπ).
Η ύπαρξις του Έθνους είναι φαινόμενον κυρίως ψυχολογικόν αποτελεί δε πνευματικόν γεγονός αναπτυσσόμενον εντός των κόλπων μιας ομοιογενούς κατά το μάλλον ή ήττον ανθρωπολογικής ομάδος, η οποία ως εκ τούτου είναι και ο υλικός φορέας του κατά την συγκεκριμμένην χρονικήν περίοδον. Δεδομένου δε ότι η έννοια του Έθνους είναι διαχρονική, δια του όρου νοούνται πλην της υφισταμένης γενεάς τόσον αι παρελθούσαι όσον και αι μελλοντικαί, γεγονός αποδιδόμενον δια του ορισμού: Έθνος είναι ο Λαός εις την ιστορικήν του πορείαν. Παραστατικώτατα εκφράζεται η έννοια του Έθνους και εις τους στίχους του ποιητού Κωστή Παλαμά:
…Χρωστάμε σ΄όσους ήρθαν, πέρασαν,
θα ‘ρθούνε, θα περάσουν
κριτές θα μας δικάσουν
οι αγέννητοι, οι νεκροί…

Εις τα προαναφερθέντα κύρια χαρακτηριστικά συχνά προστίθενται και δευτερεύοντα όπως η κοινή γλώσσα, θρησκεία, ενιαία πολιτική οργάνωσις εις κράτος κλπ. Τα δευτερεύοντα αυτά χαρακτηριστικά δεν έχουν αποφασιστικήν σημασίαν δια τον προσδιορισμόν ενός Έθνους αποτελούν όμως αναμφισβητήτως σοβαρούς υποβοηθητικούς παράγοντας δια την θεμελίωσιν της Εθνικής Ενότητος.

Οφείλουμε τέλος να ξεκαθαρίσουμε και το ζήτημα των αλλόφωνων Ελλήνων, με το οποίο το φαιδρό και ανίκανο ελλαδικό κράτος ουδέποτε ασχολήθηκε, ώστε οι πολίτες του να είναι επαρκώς ενημερωμένοι, με αποτέλεσμα να έχουν προκύψει τεράστια προβλήματα, που εκμεταλλεύονται ξένοι επεκτατισμοί και προπαγάνδες.
Ο ελληνισμός, στην ιστορική του πορεία των 4000 χρόνων, δημιούργησε τεράστιες πολυεθνικές αυτοκρατορίες (πολυεθνικές, αλλά ποτέ πολυ-πολιτισμικές, ο πολιτισμός ήταν ένας, ο ελληνικός), αχανή Βασίλεια, είχε εμπορικές σχέσεις με δεκάδες λαούς και χώρες, αλλά συχνότατα υπέστη και επιδρομές βαρβάρων λαών, κατακτήθηκε πλήρως ή εν μέρει από ξένους στρατούς, ενώ εκτοπίσθηκαν τμήματά του από προαιώνια ελληνικά εδάφη. Αποτέλεσμα όλων αυτών των ιστορικών εξελίξεων ήταν κάποιοι ελληνικοί πληθυσμοί, σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους και για διαφορετικούς λόγους, να αλλοφωνήσουν, όπως ορισμένοι μικρασιάτες (τουρκόφωνοι Έλληνες), να λατινοφωνήσουν (βλαχόφωνοι Έλληνες), να σλαβοφωνήσουν (σλαβόφωνοι Έλληνες), να αλβανοφωνήσουν (αρβανιτόφωνοι Έλληνες) ή να ιταλοφωνήσουν (οι Γρεκάνοι της Magna Grecia). 
Το ότι κάποια τμήματα του πληθυσμού είχαν παλαιότερα ως μέσα γλωσσικής επικοινωνίας τους αλλόφωνα ιδιώματα ή γλώσσες, δεν αποτελεί ικανό και επαρκές κριτήριο για την επιχειρηθείσα στο παρελθόν και επιχειρούμενη και σήμερα, τοποθέτησή τους εκτός του ελληνικού έθνους. 

Μετά τα παραπάνω ανακεφαλαιώνοντας υποστηρίζουμε ότι:
Το έθνος αποτελεί μια αντικειμενική πραγματικότητα δηλ. πέρα και εκτός από την συνείδηση, η οποία όμως αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα εθνικής ενότητας και ο συνοπτικός ορισμός είναι ο ακόλουθος:

Έθνος = Μία ομοιογενής ανθρωπολογικά, πνευματικά και πολιτισμικά κοινότητα  ανθρώπων, την οποία χαρακτηρίζει η ενιαία εθνική συνείδηση.

Κλείνοντας υπενθυμίζουμε ότι οφείλουμε να διατυπώσουμε έναν ορισμό του έθνους με γενική εμβέλεια εφαρμογής που να ανταποκρίνεται στα σημερινά δεδομένα και όχι έναν ορισμό προσαρμοσμένο αποκλειστικά στο ελληνικό Έθνος και με παρωχημένες αντιλήψεις που θα δώσουν εύκολα επιχειρήματα στους αντιπάλους.

(*ΣΗΜΕΙΩΣΗ εθνικό συναίσθημα: ο στενός συναισθηματικός δεσμός των μελών προς το έθνος τους, προϊόν της εθνικής συνείδησης)

«ΚΕΝΤΡΟ ΜΕΛΕΤΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ»
ΚE.Μ.ΕΘ.Α.