Τρίτη 15 Μαΐου 2018

Φάκελος: ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (17)


Οι εγκληματικές ευθύνες του ΚΚΕ 
στο Σκοπιανό πρόβλημα


Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι όλοι αυτοί οι Σκοπιανοί «μακεδόνες» δεν είναι κάτι διαφορετικό από τους βουλγαρικής συνείδησης σλαβόφωνους της Μακεδονίας, που αποτελούσαν ένα μικρό ποσοστό των σλαβόφωνων (σε αντίθεση με τους σλαβόφωνους Μακεδόνες Έλληνες) και οι οποίοι παρέμειναν στην περιοχή κατά παράβαση των συμφωνιών της Συνθήκης του Νεϊγύ (1919).
Ας κάνουμε λοιπόν μια αναδρομή στο παρελθόν για να αντιληφθούμε τι ακριβώς συνέβη. 
Υπενθυμίζεται ότι με την λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ακολούθησε η υπογραφή Συνθηκών των νικητών με κάθε μία από τις ηττημένες χώρες. Έτσι, στις 27 Νοεμβρίου 1919, με την υπογραφή της Συνθήκης του Νεϊγύ (Neuilly sur Seine), που καθόριζε τις τύχες της Βουλγαρίας και της ελληνοβουλγαρικής Σύμβασης που επακολούθησε, όλοι οι Έλληνες και Βούλγαροι πολίτες που ανήκαν σε εθνικές ή θρησκευτικές μειονότητες μπορούσαν να μεταναστεύσουν εκατέρωθεν υπό την εποπτεία μικτής διακρατικής επιτροπής. Μπορούσαν, δηλαδή, οι βουλγαρικής συνείδησης Σλαβόφωνοι, να μεταναστεύσουν στη Βουλγαρία ή αλλού, ρευστοποιώντας μάλιστα τις περιουσίες τους. Οι ίδιοι όροι ίσχυσαν και για τους Έλληνες της Βουλγαρίας. Για να δοθεί μια οριστική λύση στο πρόβλημα η Σύμβαση συμπεριέλαβε και όλους εκείνους που είχαν μεταναστεύσει την τελευταία εικοσαετία. Οι ρυθμίσεις αυτές όμως δεν εφαρμόστηκαν παρά μόνον κατόπιν της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης το φθινόπωρο του 1923, μεταξύ Ελλάδος-Τουρκίας, η οποία οριοθέτησε επίσημα και την υποχρεωτική ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών. Στο διάστημα που μεσολάβησε, η ελληνοβουλγαρική ανταλλαγή καρκινοβατούσε καθώς, σε αντίθεση με τους Έλληνες, οι βουλγαρίζοντες σλαβόφωνοι ήσαν εξαιρετικά απρόθυμοι να μεταναστεύσουν. Γι' αυτό, επανειλημμένα, παρατάθηκε η ισχύς της σύμβασης, προκειμένου να υπερνικηθούν οι δισταγμοί τους, που όπως διαπιστώθηκε οφείλονταν στις δραστηριότητες της ΕΜΕΟ, η οποία συστηματικά ενεθάρρυνε να παραμείνουν στην Ελλάδα.
Η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ, στα βουλγαρικά: ΒΜΡΟ, βε-με-ρο) ιδρύθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1893 από τους Νταμιάν Γκρούεφ, τον Γκότσε Ντέλτσεφ, τον Γκόρτσε Πετρώφ,  τον Γιάνε Σαντάνσκι και τον Κρίστο Τατάρτσεφ. Αρχικός στόχος της οργάνωσης φέρεται πως ήταν η απελευθέρωση των χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας και της περιοχής Ανδριανούπολης από τον Οθωμανικό ζυγό και η θέσπιση αυτόνομου καθεστώτος, που πιθανόν μελλοντικά να οδηγούσε και σε ένωση αυτών των περιοχών με τη Βουλγαρία, καθώς και η διατήρηση της βουλγαρικής εθνικής ταυτότητας. Το σύνθημα της οργάνωσης ήταν «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες».
Οι πραγματικές της επιδιώξεις, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα από τον Τατάρτσεφ, τον Πρόεδρο (από το 1894) της ΕΜΕΟ ήσαν στην πραγματικότητα εντελώς διαφορετικές: «Δεν ήταν δυνατόν να υιοθετήσουμε το σύνθημα της άμεσης προσάρτησης της Μακεδονίας στη Βουλγαρία, γιατί βλέπαμε ότι τούτο θα συναντούσε μεγάλες δυσκολίες λόγω της αντίδρασης των Μεγάλων Δυνάμεων και των επί της Μακεδονίας βλέψεων των γειτονικών κρατών και της Τουρκίας. Κάνουμε τη σκέψη ότι μια αυτόνομη Μακεδονία θα ηδύνατο ευκολότερα να ενωθεί με την Βουλγαρία».
(Βλ. Λιούμπομιρ Παναγιότωφ «Το Μακεδονικό ζήτημα και οι Βούλγαρο-Γιουγκοσλαβικές σχέσεις» Σόφια 1991, σελ 102 και Κρασιμίρ Καρακατσάνωφ «ΒΜΡΟ-100 χρόνια αγώνας για την Μακεδονία», Σόφια, 1996 σελ. 17-18).

Ιδιαίτερα όμως καταστρεπτική, με ανυπολόγιστες συνέπειες όχι μόνο για την περιοχή της Μακεδονίας, αλλά και για ολόκληρη την Ελλάδα, υπήρξε η ταύτιση το 1924 του ΚΚΕ με τις επιδιώξεις ξένων κέντρων και συγκεκριμένα της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν), η οποία για την εξυπηρέτηση δικών της στρατηγικών και τακτικών στόχων αποφάσισε να υποστηρίξει την κατασκευή μιας ανύπαρκτης «σλαβομακεδονικής» εθνότητας, καθώς και την δημιουργία «ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης» με την απόσπασή τους από την ελληνική επικράτεια. Η απόφαση αυτή ουσιαστικά άνοιξε τον ασκό του Αιόλου διότι οι θέσεις αυτές ταυτίσθηκαν με τις σερβικές και βουλγαρικές θέσεις και εθνικές διεκδικήσεις τους, που είχαν δρομολογηθεί ήδη από το β΄μισό του 19ου αιώνα για την Μακεδονία.
Στην διάρκεια της τριπλής γερμανο-ιταλο-βουλγαρικής Κατοχής της Ελλάδος, την ημέρα εορτής των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, στις 24 Μαΐου 1941, ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη η βουλγαρική λέσχη. Η Βουλγαρία διεκδικούσε πέρα από την ανατολ. Μακεδονία της οποίας είχε αναλάβει την διοίκηση και την υπόλοιπη Μακεδονία. Η βουλγαρική λέσχη υπήρξε ουσιαστικά το ορμητήριο της βουλγαρικής προπαγάνδας στην κεντρικο-δυτική Μακεδονία. Παρουσιάστηκε ως πολιτιστικός σύλλογος, ενώ ο κύριος σκοπός της λέσχης ήταν η δημιουργία βουλγαρικής προπαγάνδας. Βασικό μέλημα της λέσχης ήταν να δελεάσει με την διανομή ειδικών δελτίων όσους ήθελαν να πολιτογραφηθούν Βούλγαροι. Οι κάτοχοι των δελτίων και μόνον παραλάμβαναν τρόφιμα, τα οποία προέρχονταν από τον Ερυθρό Σταυρό και προορίζονταν για τους φτωχούς.
Με την εμφάνιση τέλη 1942-αρχές 1943 αντιστασιακών ομάδων στην ΚΔ Μακεδονία οι Γερμανο-Ιταλοί αποδέχονται τα πιεστικά αιτήματα των Βουλγάρων και στις 5 Μαρτίου του 1943 ιδρύεται στην Καστοριά το «Βούλγαρο-Μακεδονικό Επαναστατικό Κομιτάτο», μια λαϊκή αστυνομική δύναμη στην δυτική Μακεδονία, που έφτασε σε δύναμη περί τους 1600 βουλγαρίζοντες.
Παράλληλα, στις αρχές του 1944 οι Βούλγαροι με την κάλυψη των Γερμανών (η Ιταλία μετά την ανακωχή που υπογράφηκε στις 8 Σεπτεμβρίου του 1943 αποσύρθηκε από τον Άξονα) σχημάτισαν μία νέα πολιτοφυλακή αποτελούμενη από σλαβόφωνους βουλγαρικής συνείδησης, με την επωνυμία «Οχράνα», που σήμαινε «αυτοάμυνα». Αυτή ήταν η διάδοχη κατάσταση του Κομιτάτου που είχαν ιδρύσει πρωτύτερα οι Ιταλοί και εν πολλοίς στηριζόταν στο ανθρώπινο δυναμικό του Κομιτάτου. Για τον λόγο αυτό τα μέλη της Οχράνα παρέμεναν γνωστοί σαν κομιτατζήδες για να θυμίζουν προφανώς τους ομώνυμους Βούλγαρους του Μακεδονικού Αγώνα.  Ακολουθεί τον Ιούνιο του 1944 στην Έδεσσα, η ίδρυση ανάλογης ομάδας οπλισμένων σωμάτων από βουλγαρίζοντες. Επίσης, η βουλγαρική επιρροή στην Οχράνα ήταν αρκετά ισχυρότερη απ΄ότι ήταν στο Κομιτάτο, επειδή οι Γερμανοί άφηναν στους Βούλγαρους μεγαλύτερα περιθώρια δράσης απ’ ότι οι Ιταλοί, που κατείχαν την περιοχή ως τον Σεπτέμβριο του 1943. Αυτό οφειλόταν στο ότι οι Γερμανοί δεν είχαν βλέψεις στην δυτική Μακεδονία, σε αντίθεση με τους Ιταλούς.
Ήδη όμως τον Νοέμβριο του 1943 στελέχη του μακεδονικού γραφείου του ΚΚΕ σε συνδιάσκεψη της περιφερειακής επιτροπής του ΚΚΕ Φλωρίνης στο χωριό Δροσοπηγή ίδρυσαν το ΣΝΟΦ. Αποφασίστηκε να μην υπαχθεί τυπικά το ΣΝΟΦ στον ΕΛΑΣ αλλά να διαθέτει δικές του ένοπλες μονάδες. Μέσω του ΣΝΟΦ κύριος σκοπός των κομμουνιστών ήταν να προσεταιριστούν τους βουλγαρίζοντες σλαβόφωνους της Μακεδονίας, καθώς έως τότε οι κατακτητές είχαν κατορθώσει να πάρουν με το μέρος τους και να εξοπλίσουν ένα τμήμα της συγκεκριμένης κοινότητας. Αντίστοιχες προσπάθειες προσεταιρισμού των σλαβόφωνων της Βαρντάρσκα (σημερινά Σκόπια) έκαναν και οι αντάρτες του Τίτο. Το ΣΝΟΦ εξαρχής είχε σκοπούς αυτονομιστικούς, δηλαδή στόχευε στην απόσπαση της ελληνικής Μακεδονίας απ’τον εθνικό κορμό. Αυτό φυσικά ήταν εν γνώσει της ηγεσίας του ΚΚΕ/ΕΑΜ/ΕΛΑΣ που επεδείκνυε χαρακτηριστική ανοχή στην αυτονομιστική δραστηριότητα των σνοφιτών, παρά το ότι επισήμως δεν υιοθετούσε τις ανθελληνικές θέσεις τους. Λόγω αυτής της ανοχής της κομμουνιστικής ηγεσίας, τα στελέχη του ΣΝΟΦ απέκτησαν μία ελευθερία κινήσεων στην περιοχή και προπαγάνδιζαν ανοιχτά τις θέσεις τους για ανεξάρτητη Μακεδονία προσπαθώντας να προσελκύσουν σλαβόφωνους ρευστής εθνικής συνείδησης που έτειναν είτε προς την Βουλγαρία είτε προς τον Τίτο.

Τον Ιούλιο του 1944 το ΚΚΕ επέτρεψε την ίδρυση ξεχωριστών σλαβομακεδονικών τμημάτων στα πλαίσια του ΕΛΑΣ, κυρίως για να έχει την πολιτική και στρατιωτική υποστήριξη του Τίτο μετά την υπογραφή της συμφωνίας του Λιβάνου. Αλλά τόσο το τάγμα Φλώρινας-Καστοριάς με επικεφαλής τον Goce (Ηλίας Δημάκης) όσο και το τάγμα Αριδαίας-Έδεσσας συνέχιζαν την ίδια πολιτική, με αποτέλεσμα τον Οκτώβριο του 1944 ο ΕΛΑΣ να συγκρουστεί με το τάγμα του Goce και να το απωθήσει στην Γιουγκοσλαβία.

Γενικότερα πάντως, το ΣΝΟΦ απέτυχε να δημιουργήσει δικούς του οπαδούς και αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία ακόμα και από τους βουλγαρίζοντες σλαβόφωνους. Αυτό που κατάφερε ήταν το ότι λειτούργησε σαν καθαρτήριο για πολλούς πρώην φιλο-αξονικούς βουλγαρόφιλους σλαβόφωνους που εν μία νυκτί μετετράπησαν σε δήθεν "αντιστασιακούς" αυτονομιστές. Παρέμεναν όμως σταθεροί στον ανθελληνισμό. Αυτό συνέβαινε κυρίως μέσα στο 1944 οπότε και η τροπή του πολέμου έγερνε ολοένα σε βάρος του Άξονα και τα καιροσκοπικά βουλγαρίζοντα στοιχεία έσπευδαν να αλλάξουν αφεντικό. Βέβαια, προσχωρήσεις κομιτατζήδων στον ΕΛΑΣ είχαν ήδη ξεκινήσει από τον Ιούνιο 1943 όταν γύρω στους 50-60 κομιτατζήδες από την ευρύτερη περιοχή του Άργους Ορεστικού εντάχθηκαν στον ΕΛΑΣ. Το ίδιο έγινε και τον Οκτώβριο με άλλους 47 κομιτατζήδες από τον Απόσκεπο και άλλους 10 από το Βατοχώρι. Ο Πασχάλης Καλλιμάνης, που ήταν αρχηγός των κομιτατζήδων του Καλοχωρίου, τον Ιούλιο του 1943 με άλλους 16 συνεργάτες του πέρασαν στον ΕΛΑΣ.
Στην διάρκεια του ανταρτοπολέμου 1946-49 όλοι σχεδόν οι βουλγαρίζοντες σλαβόφωνοι πέρασαν στο πλευρό του «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», ενώ υπήρξαν και αρκετές περιπτώσεις βίαιης στρατολόγησης σλαβοφώνων που δεν ήσαν βουλγαρόφρονες.
Μετά την ήττα του ΔΣΕ τα υπολείμματά του κατέφυγαν στην Γιουγκοσλαβία κυρίως και λίγοι στην Αλβανία. Στην περιοχή των Σκοπίων παρέμειναν όλοι οι σλαβόφωνοι που υποχρεώθηκαν να δηλώσουν «μακεδονική» εθνικότητα. Όσοι αρνήθηκαν, παρά τις πιέσεις που τους ασκήθηκαν, προωθήθηκαν μαζί με τους προσφυγικής καταγωγής (Μικρασιάτες και Ποντίους) σε άλλες περιοχές και χώρες.

Βασική Βιβλιογραφία
Αλέξανδρος Δάγκας, Γιώργος Λεοντιάδης, «Κομιντέρν και μακεδονικό ζήτημα - Το ελληνικό παρασκήνιο, 1924», Αθήνα 1997

Νικολάου Α. Βασιλειάδη, Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη, «Από τον Σλαβο-μακεδονισμό στον Σκοπιανό Μακεδονισμό: Η γενεαλογία μιας εθνολογικής λαθροχειρίας», Θεσσαλονίκη 2017

Σφέτας Σπυρίδων, «Όψεις του Μακεδονικού Ζητήματος στον 20ο αιώνα», Θεσσαλονίκη, 2001
ΔΕΕ