Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

1η Απριλίου 1955: Έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ


Μνήμη εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα ΕΟΚΑ

 

Σαν σήμερα πριν από 66 χρόνια, την 1η Απριλίου 1955 ξεκίνησε ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας στην Κύπρο εναντίον των Άγγλων αποικιοκρατών.

ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΣΤΟΥΣ ΑΘΑΝΑΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΜΑΣ !

ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΣΤΟΥΣ ΗΡΩΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΕΟΚΑ !

ΔΕΝ ΞΕΧΝΑΜΕ ΤΙΣ ΘΥΣΙΕΣ ΤΟΥΣ, ΑΛΛΑ ΟΥΤΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΔΟΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΗΓΕΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΚΕΛ, ΠΟΥ ΑΠΕΙΧΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ !

 

Τιμώντας την επέτειο αναδημοσιεύουμε το παλαιότερο, αλλά εξαιρετικό άρθρο του κ. ΓΙΑΝΝΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ (Δρ. Διεθνών Σχέσεων) από την κυπριακή εφημερίδα "η σημερινή".

 

Κάλπικες εθνικές ταυτότητες

Αποδόμηση του ελληνικού έθνους και παρακμή

Η απόπειρα να καούν οι ελληνικές σημαίες στη θέση του Ιούδα το Μεγάλο Σάββατο είναι μεν μια πράξη ανεγκέφαλων, αλλά έχει ιδεολογική, πολιτική και στρατηγική σημασία, που πρέπει να εξεταστεί σε βάθος. Διότι, τα πράγματα δεν είναι απλά. Μάλλον, είναι σύνθετα και σοβαρά.

Το κάψιμο της σημαίας ενός κράτους ή και ενός έθνους συνιστά έλλειψη πολιτισμού και πολιτικής σοβαρότητας. Ειδικότερα, είναι όνειδος όταν πρόκειται για το εθνικό μας σύμβολο. Δηλαδή την ελληνική σημαία, η οποία συμβολίζει την ελληνική μας ιστορία ως Κυπρίων, στην οποία περιλαμβάνεται και η ΠΕΟ και το ΑΚΕΛ. Η προσπάθεια καλλιέργειας ανθελληνικής προπαγάνδας έχει, μεταξύ άλλων, τις εξής αιτίες:

 

Οι αιτίες

1. Τις κατά καιρούς λανθασμένες επιλογές των Αθηνών στο Κυπριακό, με αποκορύφωμα το πραξικόπημα του 1974. Βεβαίως, αυτή είναι η μισή αλήθεια. Διότι, στην ουσία οι λανθασμένες επιλογές είχαν συμμέτοχους και Έλληνες της Κύπρου. Από την άλλη δε, η κυπριακή πολιτική ηγεσία δεν μπορεί να διεκδικεί το αλάθητο του Πάπα στις σχέσεις της με την Αθήνα, καθώς και στο Κυπριακό. Οι κατά καιρούς συγκρουσιακές σχέσεις δημιούργησαν ψυχολογικούς κλονισμούς μεταξύ των Κυπρίων και της κυρίως Ελλάδας.

2. Την αδυναμία αποτελεσματικής δράσης του ελληνικού κράτους, λόγω της οικονομικής κρίσης, η οποία είναι αποτέλεσμα της κρίσης στο ελληνικό σύστημα αρχών και αξιών. Μιας κρίσης, η οποία πηγάζει από τον αρρωστημένο εκσυγχρονισμό, που αποστρέφεται ή ακόμη και μισά οτιδήποτε ελληνικό και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αναπαράγει με αξιοπιστία και αξιοπρέπεια τον Ελληνισμό, ο οποίος χάνει τον αυτοσεβασμό του.

3. Την απογοήτευση των Ελλήνων της Κύπρου, διότι η Αθήνα σε κρίσιμες καμπές της ιστορίας δεν τους στήριξε και δεν τους βοήθησε, όπως αυτοί θα ήθελαν και όπως αυτοί προσδοκούσαν. Με άλλα λόγια, πρόκειται για την αδυναμία της Ελλάδας να υπερασπιστεί την Κύπρο ως τμήμα του Ελληνισμού.

4. Τη δημιουργία διαφορετικής κοινωνίας συμφερόντων από την Ελλάδα, που στηρίζεται κυρίως επί της κρατικής υπόστασης, αλλά και σε δυο άλλα στοιχεία: Στο επαρχιώτικο σύμπλεγμα των Κυπρίων και στην αλαζονεία του «εθνικού κέντρου».

 

Η προδομένη τιμή του κράτους και τους έθνους

Η προσπάθεια εθνικής διαφοροποίησης συνιστά πολιτική και πολιτισμική ανωριμότητα και υποδηλοί το στρατηγικό έλλειμμα του Ελληνισμού. Γιατί; Διότι χρόνια μετά την ανεξαρτησία θα έπρεπε να εμπεδώσουμε αυτονόητες έννοιες, όπως η εξής: 

Είναι άλλο πράγμα η κρατική και άλλο η εθνική ταυτότητα. Είναι άλλο πράγμα το κράτος και άλλο το έθνος. 

Και οι έννοιες αυτές δεν είναι ασαφείς και αόριστες, αλλά επιστημονικά τεκμηριωμένες, όχι επί τη βάσει αιματολογικών εξετάσεων, αλλά ιστορικών, φιλοσοφικών, γλωσσικών, πολιτιστικών και άλλων μεταβλητών που εντάσσουν άτομα και κοινωνίες σε συγκεκριμένο εθνολογικό χώρο. Κοινού δηλαδή συστήματος αρχών και αξιών, καθώς και θυσιών. Και η ελληνική σημαία, η οποία επεκτείνεται πέραν του ελλαδικού κράτους, αποτυπώνει όλα αυτά τα στοιχεία και τους αγώνες του Ελληνισμού. Άλλωστε, για να προκύψει το κρατικό σύμβολο της Ζυρίχης, οι Κύπριοι πολέμησαν με την ελληνική σημαία και τα ελληνικά λάβαρα και θυσίασαν τη ζωή τους τραγουδώντας τον ελληνικό εθνικό ύμνο. Ακόμη και το 1974, οι προδομένες μονάδες της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ δεν υπερασπίζονταν μόνο την τιμή και την αξιοπρέπεια του κυπριακού κράτους, αλλά και του ελληνικού έθνους, που ατιμωνόταν από μια ομάδα εθνικοφρόνων δήθεν Ελλήνων αξιωματικών, των οποίων η δράση εκ του αποτελέσματος αποδείχθηκε ανθελληνική.

 

Η επανάσταση της ΕΟΚΑ

Σήμερα, η προσπάθεια ισοπέδωσης της ελληνικής ταυτότητας των Κυπρίων προσλαμβάνει διαστάσεις πολιτικής βιομηχανίας με βρετανικό σχεδιασμό. Ο ελληνικός πατριωτισμός την περίοδο του 1955-59 και η ΕΟΚΑ έγραψε το τελευταίο έπος του ελληνικού Έθνους, που εκπροσωπούσε ένα ιδιαίτερο σύστημα αρχών και αξιών, το οποίο στηριζόταν επί της αγάπης προς την πατρίδα, το έθνος, τη γλώσσα, τη δημοκρατία και πάνω απ' όλα την αυταπάρνηση και την ελευθερία. Η ΕΟΚΑ δεν ήταν ένα τυφλό και συναισθηματικό εθνικιστικό κίνημα, που αγωνιζόταν για την Ένωση, αλλά μια απελευθερωτική και αντιαποικιακή επανάσταση με θετικές στρατηγικές, εάν γινόταν η Ένωση, προεκτάσεις για τον Ελληνισμό, ο οποίος θα εξελισσόταν σε περιφερειακή δύναμη, που θα ξεκινούσε από τα Βαλκάνια και θα έφθανε ως τη Μέση Ανατολή. Η ΕΟΚΑ κέρδισε τη Βρετανική Αυτοκρατορία στο πεδίο της μάχης, αλλά έχασε στον διπλωματικό στίβο για πολλούς λόγους και κυρίως ένεκα της έλλειψης συγκροτημένης στρατηγικής Κύπρου και Ελλάδας. Συνεπώς, αυτό το ελληνικό σύστημα αρχών και αξιών, αυτό το μοντέλο αντίστασης και νίκης ήταν αντίθετο με τα βρετανικά σχέδια για διχοτόμηση της Κύπρου, κυρίως μέσω της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Γι’ αυτό, αρχικώς χρησιμοποιήθηκαν οι Ενωτικοί για να ενταφιαστεί η Ένωση και σήμερα οι προοδευτικοί, δεξιοί ή αριστεροί για να ενταφιαστεί και η κρατική υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας και ο Ελληνισμός στην Κύπρο, μέσω πολιτειακών μορφών λύσης, που εδραιώνουν την Τουρκία ως περιφερειακή δύναμη και τη Βρετανία ως το μεγάλο αφεντικό της Κύπρου και της περιοχής.

 

Κώδικας αρχών-αξιών και πολιτική εκδίκηση

ΣΤΗΝ παρούσα φάση τίθεται σε εφαρμογή μια εξωελληνική στρατηγική, η οποία στηρίζεται στην εξής απαξιωτική πολιτική πρακτική: Ποια ΕΟΚΑ και ποια Ελλάδα; Ήταν όλα ένα λάθος! Οι Βρετανοί θα μας έδιδαν κράτος ούτως ή άλλως ή ακόμη και θα επέτρεπαν σταδιακά την Ένωση. 

Ουδέν αναληθέστερον. Διότι, εάν ψάξει κάποιος τα ίδια τα βρετανικά έγγραφα της δεκαετίας του ’50, θα διαπιστώσει ότι, για τους δικούς του στρατηγικούς λόγους, το Λονδίνο δεν θα εγκατέλειπε ποτέ την Κύπρο, παρά μόνο εάν είχε κόστος, το οποίο του προκάλεσε υπό την ελληνική σημαία η ΕΟΚΑ. Όταν, λοιπόν, καίει κάποιος την ελληνική σημαία, καίει την ιστορία μας, το κράτος μας, τον αντιαποικιακό - απελευθερωτικό μας αγώνα και το μέλλον μας. Γιατί το μέλλον μας; 

Διότι οι Βρετανοί έψαχναν και ψάχνουν συμμάχους για τον αφελληνισμό της Κύπρου και την ανατροπή των αποτελεσμάτων του αγώνα της ΕΟΚΑ για να εκδικηθούν και να επιβάλουν ό,τι από τότε επιδίωκαν. 

Την διχοτόμηση μέσω της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, η οποία ήταν τότε δική τους, καθώς και των Τούρκων σημαία. Όχι των Ελλήνων. Συνεπώς, οι Έλληνες και ο κώδικας αρχών και αξιών τους που παραπέμπει στην αντίσταση πρέπει, κατά τους Τούρκους και τους Βρετανούς, να εξαφανιστεί από το κάδρο της ιστορίας και του μέλλοντος για να μπορεί να επιβληθεί στην Κύπρο ένα πολιτειακό σύστημα, με έναν νέο λαό, που θα είναι υποτελής στους αφέντες τους. Που δεν θα έχει ιστορία και αυτοσεβασμό. Αρχές και αξίες. Αντιστάσεις. Γι’ αυτό, όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και στην Ελλάδα επικρατεί η πολιτική λογική της αποδόμησης του έθνους.

Ο Κολοκοτρώνης, το σύμβολο του σύγχρονου ελληνικού έθνους, η αξιοπιστία του, καθώς και η αξιοπρέπεια και η ηθική του, όπως και των λοιπών ηρώων αμφισβητούνται, όπως και η ίδια η Ελληνική Επανάσταση με φαιδρές αναφορές και αναλύσεις εξωελληνικής πραγματικότητας. Δείγμα της παρακμής που επικρατεί στον Ελληνισμό. Και εφόσον το κέντρο βρίσκεται σε παρακμή, αλωνίζουν οι στρατηγικές επιλογές των σχεδιαστών του αφελληνισμού της Κύπρου ως στοιχείου, όπως εμφανίζεται, βιωσιμότητας της διχοτομικής λύσης και της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας στη βάση και τη φιλοσοφία του σχεδίου Ανάν.

Η κατάρρευση των ομοσπονδιών

ΒΕΒΑΙΩΣ, η δημιουργία εθνικής συνείδησης δεν μπορεί να στηριχθεί σε τεχνητά και ψευδή στοιχεία. Ούτε μέσα από το κάψιμο της ελληνικής σημαίας. Διότι, αργά ή γρήγορα, οτιδήποτε κάλπικο καταρρέει. Και είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρον το μοντέλο των πρώην κομμουνιστικών χωρών, από τη Σοβιετική Ένωση ως τη Γιουγκοσλαβία και την Τσεχοσλοβακία. Και εκεί η βιωσιμότητα των πολιτειακών συστημάτων στηρίχθηκε πάνω σε έναν τεχνητό Σοβιετικό, Τσεχοσλοβάκο και Γιουγκοσλάβο πολίτη, καθώς και σε στοιχεία βιωσιμότητας την αντιδημοκρατικότητα και τη χρήση βίας. Όπως γενεσιουργός αιτία της υπό συζήτηση λύσης στο Κυπριακό δεν είναι οι δημοκρατικές αρχές και αξίες, αλλά η εισβολή του 1974 και τα τουρκικά όπλα. Εξ ου και οι αναφορές σε οδυνηρή λύση, που θα έχει ως στοιχείο βιωσιμότητας την κατάργηση της ελληνικής μας ταυτότητας, ώστε να λέμε μόνο «ναι». Χωρίς «όχι». Χωρίς σύστημα αρχών και αξιών, χωρίς παραστάσεις από την ιστορία και χωρίς ηθικές και άλλες εθνικές αντιστάσεις. Βεβαίως, ο Σοβιετικός, ο Τσεχοσλοβάκος και ο Γιουγκοσλάβος πολίτης κατέρρευσαν και πλακώθηκαν από τα ερείπια των ομοσπονδιακών τους πολιτειακών συστημάτων. Είχαμε, δηλαδή, διαλύσεις ομοσπονδιακών πολιτειακών συστημάτων κυρίως αιματηρά, αλλά και αναίμακτα, όπως οι Τσεχοσλοβάκοι, στη λογική του βελούδινου διαζυγίου. Οι ελεύθεροι, πλέον, λαοί υπέστειλαν τα τεχνητά αντιδημοκρατικά σύμβολα, βγάζοντας από τα μπαούλα της ιστορίας τις εθνικές τους σημαίες και ταυτότητες και εντάχθηκαν στον σύγχρονο δημοκρατικό κόσμο του αμοιβαίου σεβασμού της διαφορετικότητας και της κοινής συμβίωσης...

 

Σάββατο 27 Μαρτίου 2021

Οι γυναίκες που πολέμησαν ηρωικά στην επανάσταση του 1821

Από τον εθνικό ξεσηκωμό του 1821 δεν απουσίαζε η ενθουσιώδης και ηρωική συμμετοχή των γυναικών. Αγωνίστριες από κάθε κοινωνική τάξη και τόπο έσπευσαν να συμβάλουν στην εξέγερση, αψηφώντας τον πανίσχυρο οθωμανικό στρατό. Για πολύ μεγάλο διάστημα ωστόσο, η παρουσία των γυναικών στον Αγώνα δεν είχε εκτιμηθεί επαρκώς.
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα mixanitouxronou.gr, ο γυναικείος πληθυσμός της Ελλάδας διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο όχι μόνο κατά τον ξεσηκωμό, αλλά και σε όλη την προηγούμενη περίοδο. Γαλουχημένες στη σκληρή εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας, αγωνίστηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη, όταν έφθασε η ώρα της Επανάστασης. Οι Σουλιώτισσες ήταν εκείνες που έλυσαν με τα ξίφη τους το ζήτημα της… ισότητας των δύο φύλων, αψηφώντας τις παραινέσεις των ανδρών τους να κρυφθούν στα δάση και τις σπηλιές. Πράγματι, όπως μας θυμίζει και η δημοτική μας παράδοση, ο ηρωισμός τους είναι μνημειώδης: «Οι Σουλιώτισσες δε ζούνε μες στη μαύρη τη σκλαβιά».
Ο χορός του Ζαλόγγου, τις παραμονές των Χριστουγέννων του 1803, αποτέλεσε ένα γεγονός που συγκλόνισε την Ευρώπη. Αναφέρει χαρακτηριστικά η πένα της εποχής: «Στο Σούλι, η γυνή δεν εκλείετο εις γυναικωνίτην, αλλ’ ούτε εθεωρείτο ασθενεστέρα του ανδρός ύπαρξις. Ήτο η σύντροφος, η συνεργάτις, η σύμμαχος του ήρωος ανδρός. Ο της ελευθερίας τον θρόνον εις τα απρόσιτα όρη της πατρίδος του υψώσας Σουλιώτης, έδωκε μόνος το όπλον εις την χείρα της συζύγου και της θυγατρός του και την έταξεν ως άγγελον φύλακα προ του θρόνου αυτής».
«H Τζαβέλενα»
Πολλά ήταν και τα παραδείγματα γυναικών που έμειναν στην ιστορία με το όνομα τους. Η Μόσχω Τζαβέλα, σύζυγος του Λάμπρου, αντιστάθηκε γενναία, όταν ο Αλή πασάς έστειλε ισχυρό απόσπασμα για να καταλάβει το Σούλι. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της μάχης, τα όπλα των ανδρών περιήλθαν σε αχρηστία λόγω υψηλής θερμοκρασίας, με αποτέλεσμα οι δύο πλευρές να κηρύξουν προσωρινή ανακωχή.
Η Τζαβέλα, η οποία μέχρι τότε κρατούσε απόσταση από το σημείο της μάχης, παρατηρώντας τη διακοπή των πυροβολισμών, υπέθεσε πως οι Οθωμανοί σκότωσαν τους Σουλιώτες. Τότε, επικεφαλής 400 γυναικών, επιτέθηκε στους Τουρκαλβανούς του Αλή, αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν, αφού οι άνδρες μπροστά στο γυναικείο γιουρούσι, ακολούθησαν και ο εχθρός αιφνιδιασμένος απωθήθηκε. Το μέγα επίτευγμά της γέμισε δέος τους Οθωμανούς, ενώ ενέπνευσε τη λαϊκή παράδοση.
Ωστόσο, οι Σουλιώτισσες δεν ήταν οι μόνες που αντιστάθηκαν στον οθωμανικό ζυγό. Ξακουστή είναι η στάση των γυναικών του Μεσολογγίου, οι οποίες, κατά τη μεγάλη Έξοδο, πολεμούσαν κρατώντας με το ένα χέρι το σπαθί και με το άλλο το μωρό τους, ενώ μετά τη φοβερή σφαγή των κατοίκων της Χίου, το 1822, οι αιχμάλωτες γυναίκες δεν δέχονταν τροφή, ώστε πεθαίνοντας από την πείνα, να μην εξευτελιστούν στα σκλαβοπάζαρα. Μόνο ενδεικτικές είναι αυτές οι αναφορές για τον ηρωισμό της Ελληνίδας του ‘21, τον οποίο συναντούμε σε όλες τις εστίες της Επανάστασης.
Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα και Μαντώ Μαυρογένους
Δύο κορυφαία σύμβολα της γυναικείας μαχητικότητας με αναμφίβολο κύρος είναι οι γυναίκες σύμβολα: Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα (1776-1825) και Μαντώ Μαυρογένους (1796-1840). Η πρώτη, ρίχτηκε στον Αγώνα προσφέροντας τεράστιο μέρος της περιουσίας της και διαθέτοντας τα πλοία της, πέρα από γιους, ανίψια και άτομα που ήταν στην δούλεψη της. Όλα για τον αγώνα, ενώ η δεύτερη έκανε γνωστούς τους σκοπούς της Επανάστασης, απευθυνόμενη σε κυρίες της αστικής και μεσοαστικής ευρωπαϊκής κοινωνίας, κυρίως Αγγλίδες και Γαλλίδες φιλέλληνες.
Η γοητευτική Μαυρογένους, που ηγήθηκε σε σημαντικές εκστρατείες, όπως αυτές των Καρύστου, Πηλίου, Φθιώτιδας και Βοιωτίας και της Μυκόνου, πέθανε σε καθεστώς περιφρόνησης και ένδειας, αφού διέθεσε ολόκληρη τη σημαντική περιουσία της για την Επανάσταση. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, μετά την περιπέτεια με τον Υψηλάντη και τις δολοπλοκίες του «Γκουβέρνου» και δεν απέκτησε δική της οικογένεια. Μάλιστα, όταν ένας δημόσιος υπάλληλος τη ρώτησε ‘τι προσέφερε στον αγώνα», για αν δεχθεί το αίτημά της για σύνταξη, εκείνη απογοητευμένη είπε: »τίποτα». Η γυναίκα αυτή, που ο Καποδίστριας ονόμασε επίτιμο αντιστράτηγο, κατά τη διήγηση του φιλέλληνα Περιβιάνο Τζεκίνι, «…περιέπεσεν εις εσχάτην πενίαν, σκληρώς λησμονηθείσα και εγκαταλειφθείσα υπό πάντων».
Η Μανιάτισσα αγωνίστρια Σταυριάνα Σάββαινα
Είχε πάρει μέρος σε πλήθος σημαντικών μαχών, αιτούμενη κοινωνική πρόνοια από τον Καποδίστρια, αναφέρει, μεταξύ άλλων: «Το στάδιον της πολεμικής δόξας είναι βέβαια διά τους άνδρας, όταν όμως είναι λόγος περί σωτηρίας της πατρίδος, όταν όλη σχεδόν η φύσις συντρέχει προς υπεράσπισίν της, αι γυναίκες της Ελλάδος έδειξαν πάντοτε ότι έχουν καρδίαν να κινδυνεύσουν συναγωνιζόμεναι ως οι άνδρες, ημπορούν να ωφελήσουν μεγάλως εις τας πλέον δεινάς περιστάσεις».
Η «Εφημερίς των Κυριών» γράφει γι’ αυτήν: «Η Σταυριάνα ήτο τεσσαρακοντούτις, μελαχρινή, ευειδής, με ύφος αρρενωπόν, με φωνή βροντώδη, με παράστημα στρατιώτου. Ετέθη υπό τας διαταγάς του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και πήγε στο Βαλτέτσι όπου επολιορκούντο οι Έλληνες. Η Σταυριάνα μόνη μεταξύ των ανδρών αψηφούσε τις σφαίρες και μετέφερε τις πυριτιδοβολές από προμαχώνος εις προμαχώνα. Οι περί τον Κολοκοτρώνη, Μαυρομιχάλης και Πλαπούτας, δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι γυναίκα είχε τόσο θάρρος».
Η Κωνσταντίνα Ζαχαριά, επίσης καταγόμενη από την Πελοπόννησο, για να εκδικηθεί τον θάνατο του κλέφτη πατέρα της από τους Τούρκους παίρνει τα όπλα, υψώνει επαναστατική σημαία στο σπίτι της και επικεφαλής δύναμης 500 ανδρών αναγκάζει τους Τούρκους να κλειστούν στο κάστρο του Μυστρά, ρίχνει την ημισέληνο από το τέμενος και σκοτώνει τον βοεβόδα της περιοχής αφού πρώτα πυρπολεί το σπίτι του.
Οι Σουλιώτισσες
Η μνημειώδης συνεισφορά των Σουλιωτισσών στον Αγώνα είναι καταγεγραμμένη σε πλήθος δημοτικών τραγουδιών. Από αυτά δεν θα μπορούσε να λείπει η ξακουστή αγωνίστρια, Ελένη Μπότσαρη, κόρη του Κίτσου και αδερφή του Νότη, η οποία μετά τη μάχη του Σέλτσου, έπεσε και πνίγηκε στον Αχελώο για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Η ηρωική πράξη της 19χρονης Σουλιώτισσας τραγουδήθηκε από όλους τους Έλληνες. Κατά μία εκδοχή οι διώκτες της νεαρής ήταν τρεις, κατά μία άλλη επτά.
Όποια κι αν είναι η αλήθεια, αρκετά χρόνια μετά, απηχεί τις σκέψεις πολλών Ελλήνων της εποχής:
«Μία γυνή, μία κόρη κατά επτά. Μία γυνή φέρουσα προ του θανάτου υψηλά το μέτωπον και ωσεί λάβαρον της θρησκείας και του πατριωτισμού της το μέγα όνομα, το οποίον οι αδελφοί της απηθανάτισαν:
Εγώ είμ’ η Λέν’ του Μπότσαρη, η αδελφή του Νότη. Τι δεν περιλαμβάνουν, τι δεν λέγουν αι λέξεις αυταί. Δεν ηξεύρω, εάν των μεγάλων και κραταιοτάτων του κόσμου κατακτητών κόραι και σύζυγοι, ηδύναντο να αναμετρηθούν προς την αγρίαν εκείνην παρθένον του Σουλίου, την γνωρίζουσαν τόσον να τιμά το όνομα, το οποίον η ανδρεία και ο πατριωτισμός κατέστησαν μέγα. Είμαι η Λέν’ του Μπότσαρη δηλαδή η κόρη της τιμής, του παλληκαρισμού, της ξακουσμένης ανδρείας. Η κόρη γενεάς, η οποία ουδέποτε έσκυψε το μέτωπον προ τυράννων, η οποία αψηφεί τας μυριάδας των εχθρών, η οποία ουδένα άλλον ανεγνώρισεν αρχηγόν εις ουδενός άλλου τα διατάγματα υπήκουσε ή εις αυτού του Θεού».
Εξίσου σημαντικές μορφές του Σουλίου ήταν οι Χάιδω Γιαννάκη Σέχου, η Δέσπω Μπότση και η Χρυσούλα Μπότσαρη. Από τις σκόρπιες πληροφορίες που έχουμε για τις γυναίκες του Σουλίου, κάποιες αφορούν την καθημερινότητά τους ή ακόμα και τα πρότυπα ομορφιάς της εποχής. Ο Σουλιώτης αγωνιστής Σ. Τζίπης, στα απομνημονεύματά του διηγείται: «Είχα, ως σου είπα, φίλο πολύ αγαπημένο, τον ξάδελφό μου, Νικολό Κωστάκη και τη γυναίκα του την έλεγαν Χρύσω! Πλάσμα. Ψηλή, γιομάτη, καλά καμωμένη. Το προβάτημά της ήταν ωσάν της πέρδικας. Ήτον άσπρη, ωσάν το γάλα. Τα μάγουλά της κόκκινα ωσάν τα ρόδα… Τα μάτια της μαύρα, μεγάλα, ήταν τόσο ωραία, τόσο ζωηρά, ώστε ελάβωνε την καρδιά του ανθρώπου. Είχε μαλλιά ξανθά, ωσάν το χρυσάφι, φωνή γλυκιά και όμορφη, ωσάν του αηδονιού. Καλύτερη γυναίκα από κείνη πουθενά δεν είδα».
Λιγότερο ίσως ξακουστή αλλά εξίσου αξιόλογη, είναι μια άλλη θαλασσομάχος ηρωίδα, η Δόμνα Βισβίζη από τη Θράκη. Πιστεύοντας βαθιά στη Μεγάλη Ιδέα της Φιλικής Εταιρείας στην οποία και μυήθηκε και παρ’ ότι μητέρα, τεσσάρων παιδιών, η Δόμνα έγινε καπετάνισσα και πολέμησε, πέφτοντας ηρωικά.
Η ηρωική καπετάνισσα Χαρίκλεια Δασκαλάκη
Από την απαρίθμηση των θαρραλέων γυναικών μας, δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι Κρητικές, που συνέβαλαν ποικιλοτρόπως στην ενίσχυση του αγώνα, τόσο παράγοντας και υποστηρίζοντας τους Κρητικούς αγωνιστές όσο και μέσα στην ψυχή της μάχης. Μία από αυτές, η ηρωική καπετάνισσα Χαρίκλεια Δασκαλάκη ανδραγάθησε στο Αρκάδι, ενώ έχασε τα τρία παιδιά της ηρωικά μαχόμενα, στους αγώνες της Κρήτης, το 1866.

Οι γυναίκες της Μακεδονίας και το ολοκαύτωμα της Νάουσας
Και στη Μακεδονία όμως, οι γυναίκες δεν δείλιαζαν. Η Νάουσα, η Δοβρά, ο Όλυμπος, η Χαλκιδική, υπήρξαν μερικά μόνο από τα κέντρα της Επανάστασης. Η Καρατάσαινα, η Ζαφειράκαινα και άλλες που η ιστορία δεν κράτησε με τα ονόματα τους στη μνήμη της, έπεσαν, μαχόμενες για την ελευθερία ολόκληρης της χώρας. Η τραγική περίπτωση των Ναουσαίων γυναικών που έπεσαν με τα παιδιά τους στα ορμητικά νερά της Αράπιτσας για να γλυτώσουν από τους Τούρκους μετά την άλωση της πόλης το 1822 αποτελεί το μακεδονικό αντίστοιχο του Ζαλόγγου.
Η γυναίκα του Καρατάσου, αγωνιστή τη Ημαθίας, οπλαρχηγού και μέλους της Φιλικής εταιρίας, αποκαλούμενη σύμφωνα με πηγές, ως «η ήρωΐς Καρατάσαινα», η ίδια καταγόμενη από τη Βέροια, υπεβλήθη σε βασανιστήρια ιδιαίτερης βαρβαρότητας από τους Τούρκους και απεβίωσε θυσιαζόμενη μαζί με τις δύο κόρες της, καθώς δεν δέχτηκε να εξισλαμιστεί.
Η Ζαφειράκαινα, σύζυγος του οπλαρχηγού της Νάουσας Ζαφειράκη, σφαγιάστηκε για την επαναστατική της δράση, μαζί με πολλές άλλες γυναίκες, μένοντας στην ιστορία και την τοπική παράδοση, ως σύμβολα και ηρωίδες που υμνήθηκαν από το δημοτικό τραγούδι «Μακρυνίτσα»:
«Τρία πουλάκια, αμάν αμάν, καθόντανε,
τρία πουλάκια, αμάν αμάν, καθόντανε,
στης Νάουσας το κάστρο,
Μακρυνίτσα μου
καημό που ‘χει η καρδίτσα μου.
Το ‘να κοιτάει κι αμάν αμάν τα Βοδενά,
το ‘να κοιτάει κι αμάν αμάν τα
Βοδενά και τ’ άλλο Σαλονίκη,
Μακρυνίτσα μου
καημό που ‘χει η καρδίτσα μου.
Το τρίτο το κι αμάν αμάν μικρότερο,
το τρίτο το κι αμάν αμάν μικρότερο,
μοιρολογεί και λέγει,
Μακρυνίτσα μου
καημό που ‘χει η καρδίτσα μου.
Μας πάτησαν κι αμάν αμάν τη Νάουσα,
μας πάτησαν κι αμάν αμάν τη Νάουσα,
την πολυξακουσμένη,
Μακρυνίτσα μου
καημό που ‘χει η καρδίτσα μου»
Η αριστοκράτισσα, Ελισάβετ Υψηλάντη
H Ελισάβετ Υψηλάντη, Ελληνίδα αριστοκράτισσα, καταγόμενη από την Βόρεια Ήπειρο και τη Μολδαβία, η μητέρα των Υψηλάντηδων, που αποκαλούνταν και «Πρωτομάνα των Φιλικών» έρχεται πρώτη να χρηματοδοτήσει τον αγώνα που προετοιμάζεται. Στη Φαναριώτικη εφημερίδα «Ήλιος» των αδελφών και ποιητών Αλέξανδρου και Παναγιώτη Σούτσου διαβάζουμε σε αφιέρωμα της 11ης Φεβρουαρίου του 1859: «…Συγκεντρωμένοι την 11η Φεβρουαρίου 1821 εις το αρχοντικόν των Υψηλαντών εις το Κίσνοβον της Ρωσίας ήσαν οι τέσσερις αδελφοί (ο Αλέξανδρος, ο Νικόλαος, ο Δημήτριος και ο Γεώργιος) και οι δύο γραμματείς, ο Κοζανίτης Γ. Λασσάνης και ο Γ. Τυπάλδος και έγραφαν την προκήρυξιν, η οποία θα εξεδίδετο προς το έθνος, ευθύς ως θα εκηρύσσετο η επανάστασις από την Μολδαβίαν. Η σύνταξις της προκηρύξεως ήτο προς το τέλος, προτού όμως τεθεί η υπογραφή, ο Αλέξανδρος είπε: «είναι και κάτι άλλο», εσηκώθη και εισήλθε εις το παρακείμενον δωμάτιον της μητέρας του, η οποία ήτο εκεί με τον μικρότερον αδελφόν του, δεκατεσσάρων ετών, τον Γρηγόριον. «Μητέρα, είπε προς την αρχόντισσαν Ελισάβετ, η σωτηρία της πατρίδος πιθανόν να απαιτήσει και την θυσίαν του κτήματός μας της Κοζνίτσας, το οποίο επί σαράντα ακόμα χρόνια θα αποδίδει πενήντα τέσσαρες χιλιάδες ρούβλια τον χρόνον στο σπίτι σου. Προσφέρεις αυτό το κτήμα μητέρα εις την πατρίδα;». Η αρχόντισσα δάκρυσε και είπεν: «Εγώ προσφέρω εσάς παιδιά μου και θα λυπηθώ τα δύο εκατομμύρια ρούβλια;». Μετά τα λόγια αυτά της μητέρας του Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης υπέγραψε την προκήρυξη και κήρυξε την επανάσταση στο Ιάσιο στις 21 Φεβρουαρίου. Η ηθική και υλική συμβολή της Υψηλάνταινας ήταν τόσο σημαντική, που ο Αλέξανδρος (Υψηλάντης) συγκινημένος λέει στους άλλους εταίρους:
-Γράψτε στο τέλος της διακήρυξης «φιλώ το χέρι της μητρός μου».
Καμία Επανάσταση δεν θα ήταν ίδια χωρίς τις γυναίκες. Το ίδιο και η Ελληνική του ΄21, στην οποία οι γυναίκες -επώνυμες και ανώνυμες- διαδραμάτισαν κομβικό ρόλο. Γυναίκες, όπως η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, η Μαντώ Μαυρογένους… και πολλές-πολλές άλλες ακόμη, που μόνο μια λέξη τους ταιριάζει: «ΑΘΑΝΑΤΕΣ». 

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021

Το ζήτημα των ελίτ

 

Ελίτ είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για μεμονωμένα άτομα ή ομάδες ατόμων που υπερτερούν σε κάποια πράγματα ή έχουν κάποιες ιδιαίτερες ικανότητες έναντι των υπολοίπων. Για παράδειγμα σε κάποιες ελίτ μπορεί να ανήκουν οι πιο πλούσιοι και ισχυροί (οικονομική ελίτ), οι πιο μορφωμένοι (πνευματική ελίτ), οι άνθρωποι ανώτερης κοινωνικής τάξης (κοινωνική ελίτ) κλπ. Με απλά λόγια η ελίτ αναφέρεται σε επιλεγμένους ανθρώπους μιας κοινωνίας οι οποίοι έχουν κάτι το ιδιαίτερο σε σχέση με τον απλό λαό. Συνήθως πρόκειται για ανθρώπους εκλεκτούς και άριστους. Για παράδειγμα οι πλούσιοι άνθρωποι όλου του κόσμου είναι γνωστοί και ως παγκόσμια οικονομική ελίτ.
Ετυμολογικά η λέξη ελίτ προέρχεται από την λατινική λέξη eligere που σημαίνει επιλέγω, εκλέγω. Ειδικότερα η λέξη στα ελληνικά προέκυψε ως άμεσο δάνειο από την γαλλική λέξη élite <  παλαιά γαλλικά eslit < λατινική electus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος eligo < ex- + lego. 
Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί συχνά στην πολιτική ζωή για να δείξει ότι υπάρχουν βαθειές πολιτικές, κοινωνικές, αλλά και οικονομικές ανισότητες, μέσα στις κοινωνίες.
Σε θεωρητικό επίπεδο ο όρος ελίτ μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως εργαλείο για τη μελέτη του ρόλου και της οργάνωσης ενός κράτους ή μιας κοινωνίας.
Η προσέγγιση, στο άρθρο που ακολουθεί, επιχειρεί να αποκαταστήσει την έννοια της λέξεως στις πραγματικές της διαστάσεις ως ένα ουδέτερο όρο και όχι αρνητικά φορτισμένο όπως έχει καταλήξει να χρησιμοποιείται συνήθως.

Περί εκλεκτών ή élite

Ι.Α. ΖΕΠΟΣ*     29.11.2014 

Εδώ και χρόνια, στη χώρα μας, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά και στον κόσμο γενικότερα, η λέξη «élite» και η έννοιά της, η οποία στην ελληνική γλώσσα σημαίνει «οι εκλεκτοί», έχει καταλήξει να ταυτίζεται, στα μάτια των περισσοτέρων, με όλες εκείνες τις αρνητικές ιδιότητες και συμπεριφορές που φωτογραφίζουν τις κατηγορίες αυτές που η ίδια η λέξη επιδιώκει να περιθωριοποιήσει. Και επανέρχομαι στην ίδια τη λέξη. Η ιδέα πίσω από αυτήν, από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι και σήμερα στην Ευρώπη, εξακολουθεί να αναφέρεται στην επιλογή, την εκπαίδευση, την κατάλληλη προετοιμασία και τη δημιουργία, κατά το δυνατό, χαρισματικών, καλλιεργημένων και εξειδικευμένων στελεχών, υψηλών προδιαγραφών, τα οποία καλούνται να υπηρετήσουν το έθνος. Τα πρόσωπα αυτά προορίζονται να εμπλουτίσουν τις κοινωνίες με τις συνολικές γνώσεις και αρχές τους και αποτελούν μια ξεχωριστή δεξαμενή από την οποία αντλούνται, κατά περίσταση, μέλη της, προκειμένου να καταλάβουν σημαντικές θέσεις της δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, σε ουσιαστικούς τομείς δράσης.

Υπό αυτήν λοιπόν την έννοια, δημιουργήθηκαν σε ορισμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης εξειδικευμένες σχολές κατάρτισης, υψηλού επιπέδου στελεχών, μετά την ολοκλήρωση των πανεπιστημιακών τους σπουδών. Οι χώρες αυτές υπερηφανεύονται για την ύπαρξη λειτουργών αυτής της κατηγορίας, θεωρώντας ότι κοσμούν τις κρατικές δομές, αλλά και εκείνες της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και του πολιτικού χώρου. Συχνά συναντάμε, παραδείγματος χάρη στη Γαλλία, τα άτομα αυτά να αποτελούν τις πρωταρχικές επιλογές στη σύνθεση μιας κυβέρνησης, τόσο για τη θέση του πρωθυπουργού όσο και μελών της. Και αναφέρομαι ειδικότερα στην περίπτωση της École Nationale d’Administration (ENA), η οποία και παρέχει τα αξιολογότερα πρόσωπα, πέραν των πολιτικών, για τη στελέχωση και διοίκηση των κυριοτέρων υπουργείων, όπως π.χ. των Οικονομικών, των Εξωτερικών και άλλων, καθώς και των εν γένει κρατικών υπηρεσιών, των διαφόρων οργανισμών, των πανεπιστημίων, των μεγάλων τραπεζών και ασφαλιστικών φορέων, καθώς και άλλων σημαντικών πεδίων. Αντιθέτως, στη χώρα μας, εδώ και πολλά χρόνια, έχουμε κάνει κάθε τι το δυνατό για να «εξαφανίσουμε» στελέχη του επιπέδου αυτού και έχουμε φροντίσει ώστε να μη δημιουργηθεί και πάλι μια τέτοια κατηγορία προσώπων, παρά την προ ετών ίδρυση Εθνικής Σχολής Διοίκησης, η οποία, σε κάθε περίπτωση, ούτε επιδίωξε ούτε είχε τη δυνατότητα ούτε και τελικά κατάφερε να διαμορφώσει στελέχη αυτής της εμβέλειας. Η ύπαρξη μιας τέτοιας κατηγορίας προσώπων έχω την εντύπωση ότι θα μπορούσε να έρθει σε αντιπαράθεση με τη συνολική πολιτική τάξη, καθώς πιστεύω ότι η τελευταία δεν επιθυμεί μια τέτοια «ποιοτική» δημοσιοϋπαλληλική παρουσία, η οποία θα μπορούσε να την «απειλήσει» θεσμικά, καθώς και να αμφισβητήσει τον απόλυτο έλεγχο της κρατικής λειτουργίας, που συνιστά την απώτερη επιδίωξή της. Αποδεδειγμένα, κατά το παρελθόν, όταν ακόμη υπήρχαν μέλη της κατηγορίας αυτής στην παλαιά ελληνική κρατική δομή, αυτά υπηρέτησαν υποδειγματικά, από θέσεις ευθύνης, τη χώρα, γεγονός που καθιστά σήμερα την απουσία τους από τις δομές αναμφισβήτητη.

Καταλήξαμε λοιπόν στην Ελλάδα να αναφερόμαστε συχνά, σε γραπτά κείμενα αλλά και στον προφορικό λόγο, με υποτιμητική χροιά στη λέξη «élite», πιστεύοντας, λανθασμένα, ότι αυτή υποδεικνύει μικρές, αλλά ισχυρές κοινωνικοοικονομικές και επαγγελματικές ομάδες, οι οποίες έκαναν την εμφάνισή τους στο «εθνικό σκηνικό» κατά την τελευταία τριακονταετία, καταφέρνοντας, με την ταχύτατη οικονομική τους ανέλιξη και τις διασυνδέσεις τους, να μονοπωλούν την καθημερινότητα όλων μας, δίνοντας τον τόνο στις πολιτικές, οικονομικές εξελίξεις. Ας καταστεί λοιπόν σαφές ότι αυτές οι ομάδες δεν απαρτίζουν μια εθνική «élite», με την αυθεντική έννοια του όρου «εκλεκτοί», αλλά κάτι το εντελώς διαφορετικό, που, εκ των πραγμάτων, δεν αποβλέπει στην ουσιαστική στήριξη και ενίσχυση της όλης κρατικής υπόστασης και πορείας της χώρας.

Μήπως λοιπόν είναι καιρός να αναθεωρήσουμε παλαιές λανθασμένες επιλογές και να προσπαθήσουμε να διαμορφώσουμε και πάλι μια ευρεία ομάδα ικανών, μορφωμένων και υποδειγματικών κρατικών λειτουργών, υψηλών προδιαγραφών; Στόχος μας πρέπει να είναι να ξαναχτίσουμε μιαν αξιόλογη, θεσμική και στέρεη δημόσια «ραχοκοκαλιά», που δεν θα υπακούει υποχρεωτικά στις επιθυμίες των εκάστοτε «περαστικών» κομματικών παραγόντων. Η κατηγορία αυτή θα είναι αυθύπαρκτη και θα προωθεί με υπευθυνότητα και σοβαρότητα τις συνολικές επιλογές εκείνες, που θα ευνοούν αποκλειστικά το εθνικό συμφέρον και τους Έλληνες. Οι λειτουργοί αυτοί θα πρέπει να είναι σε θέση να στηρίζουν και να διασφαλίζουν αποτελεσματικά την πορεία του τόπου σε δύσκολες περιστάσεις και να εξασφαλίζουν την απρόσκοπτη συνέχεια του κράτους, άσχετα από τις όποιες περιστασιακές «διακυμάνσεις» των πολιτικών-κομματικών σκοπιμοτήτων.

* Ο κ. Ζέπος είναι πρέσβυς ε.τ.


Δύο κείμενα για την εγχώρια «ελίτ»


Α. Στο χείλος του τάφου…
1. Η ελληνική ελίτ από την ένταξη της χώρας στη Δύση, με τη συμφωνία της Γιάλτας, κατανόησε μόνο το ότι κρατήθηκε στην εξουσία. Θεώρησε ότι για όλα τα άλλα δεν χρειάζεται να κουράζει το μυαλό της, θα σκέφτονται οι Αμερικάνοι. Την ελληνική ελίτ χαρακτηρίζει πνευματική νωχέλεια, αντίστοιχη με τη διανοητική νάρκωση της ιστορικής Αριστεράς. Αυτή προσκολλήθηκε στην ΕΣΣΔ και εξέπνευσε πρώτη.
2. Η ελίτ υποτίμησε ότι η Ελλάδα, από την εποχή Μεταξά, ή μάλλον ήδη από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, δεν ανήκει γενικώς στη Δύση, αλλά συγκεκριμένα είναι υπό τον έλεγχο χωρών που εξουσιάζουν τις θάλασσες, ΗΠΑ και Βρετανία και όχι της Γερμανίας ή της Τουρκίας. Η Ελλάδα διαχρονικά ήταν με τις πρώτες και αντίπαλος με τις δεύτερες. Ο Στάλιν το ήξερε, το αποδέχθηκε και άφησε εύκολα την Ελλάδα στη Δύση.
3. Η ελληνική ελίτ ούτε καν υποψιάζεται ότι πρέπει να υπερασπίζεται στο διηνεκές, η ίδια, με νύχια και με δόντια, τον ειδικό χώρο της, τη θάλασσα, γιατί αν τον χάσει, χάνεται. Με δυο λόγια η ελληνική ελίτ δεν καταλαβαίνει ότι οι απαιτήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο, με τη στήριξη της Γερμανίας, έχουν ανοίξει τον τάφο της και τη σπρώχνουν να πέσει μέσα. Θα πρόκειται για κυριολεκτικά θεμελιώδη, ιστορική ανατροπή. Η καταστροφή της Σμύρνης θα μοιάζει με παιδικό παιχνίδι. Θα το πληρώσουν "λαός και Κολωνάκι". Αλλά τουλάχιστον ο κόσμος έχει καταλάβει το παιχνίδι και αντιδρά. Το "Κολωνάκι" είναι δεμένο χειροπόδαρα και ζει με θανατηφόρες αυταπάτες.
Τα υπόλοιπα είναι σημαντικά, αλλά απλώς συμπληρώνουν την εικόνα όπως π.χ. ότι η ελίτ εκφυλίστηκε από την ίδια τη διαφθορά της, την πρόσκαιρη χλιδή της, διατηρώντας, όμως, οξυμένο, το χαρακτηριστικό του "ανασφαλούς αρπακτικού". Κι αυτό, επειδή ξέρει ότι δεν απόκτησε δικαίως, με τις δικές της δυνάμεις, την εξουσία και τον πλούτο που κατέχει, αλλά τα οφείλει στην προστασία τρίτων που ανά πάσα στιγμή μπορεί να αποσύρουν την υποστήριξή τους. Εξ ου η αέναη ανάγκη να τους κάνει τεμενάδες. Με αποτέλεσμα π.χ. να χάσει την ευκαιρία να εδραιωθεί στα Βαλκάνια, όταν έπεσαν τα καθεστώτα του "Υπαρκτού Σοσιαλισμού", σκορπώντας όσα κέρδιζε "στα χαρτιά και στις γυναίκες", επ’ ωφελεία των Τούρκων. Ανίκανη, επί πλέον, να συγκροτήσει μια βαλκανική στρατηγική λαμβάνοντας υπόψη το ρόλο των ισχυρότερων Δυτικών χωρών, όπως π.χ. Γερμανίας.

Η Ελλάδα αντίβαρο στην Τουρκία
Με αυτή τη νοοτροπία ήταν πρακτικά αδύνατον να καταλάβουν οι άρχοντες της χώρας ότι ο ρόλος οπισθοφυλακής που ανατέθηκε στην Ελλάδα από τους Αμερικανούς ήταν διπλής όψεως: Η Ελλάδα οπισθοφύλακας, επιβάλλονταν να είναι ταυτόχρονα αντίβαρο στην Τουρκία αν παρουσίαζε διαθέσεις ανεξαρτησίας έναντι των ΗΠΑ. Η Ελλάδα όφειλε να είναι ισχυρή όχι μόνο για την αυτοπροστασία της, αλλά για να είναι χρήσιμη στον επικυρίαρχο, στις ΗΠΑ, εμποδίζοντας την Τουρκία να αναπτύξει τάσεις ανεξαρτησίας. Έτσι ώστε ο επικυρίαρχος να θέλει να είναι όχι μόνο ονομαστικός, αλλά και πραγματικός προστάτης της. (Παρένθεση: δεν με απασχολούν εδώ οι σημαντικές ιδεολογικές και άλλες κρίσιμες πλευρές, αλλά μόνο οι γεωπολιτικές όψεις και κινήσεις, που υποχρεούται να κάνει κάθε τοπική ελίτ, όπως έκανε η τουρκική, για τα συμφέροντά της).
Με απλά λόγια: η ελληνική ελίτ δεν φαντάστηκε ποτέ τον εαυτό της ως ηγέτη της χώρας και φύλακα της Δύσης, αντίβαρο στην Τουρκία. Αν είχε συναίσθηση, θα είχε προστασία επειδή θα ήταν χρήσιμη και όχι επειδή θα είχε τη γλώσσα της για ξεσκονόπανο. Η Δεξιά δεν το έκανε και η Αριστερά φρόντισε να διαλυθεί εγκαίρως, ώστε να μην αντιμετωπίσει τέτοια ασφυκτικά διλήμματα...
Του Απόστολου Αποστολόπουλου


Β. Ελίτ-αλήτ
Η εγχώρια «ελίτ» δεν είναι ελίτ. Έχουν απλά λεφτά. Τα λεφτά δεν σε κάνουν «ελίτ», «λεφτά» σε κάνουν. Στην πλειονότητά τους οι ντόπιοι «λεφτάδες» δεν είναι αστοί, δεν έχουν αστική κουλτούρα. Ούτε αστικούς τρόπους, ούτε αστική παιδεία. Είναι απλά ολιγάρχες. Και επειδή είναι τέτοιοι και το ξέρουν προσπαθούν να νιώσουν «ψαγμένοι» συναναστρεφόμενοι όχι με ανθρώπους αξίας -όπως θα περίμενε κανείς- αλλά -επειδή ακριβώς είναι τέτοιοι- με κάθε ασπόνδυλο γλείφτη του «καλλιτεχνικού» χώρου. Έχετε δει πολλούς φιλόσοφους και διανοητές στα σαλόνια; Να σας πω εγώ. Κανένας. Αλλά από αυτούς που καταγγέλλονται τις τελευταίες ημέρες πολλοί ήταν σαλονάτοι. Λαϊκοί τραγουδίστες και σταρ τηλεοπτικών σίριαλ συχνάζουν στα σαλόνια. Ούτε ερμηνευτές της όπερας, ούτε φιλόσοφοι. Εκτός εάν πρόκειται για τίποτα «εκσυγχρονιστές» αλλοτριομορφοδίαιτους. Βέβαια, θα μου πείτε, αυτοί είμαστε. Δεν το αποδέχομαι απολύτως. Δεν είμαστε όλοι έτσι. Υπάρχει όμως μεγάλο πρόβλημα από το χαμηλό επίπεδο της ελληνικής «ελίτ».
Πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο υπήρχε μια ελληνική αστική τάξη, τόσο στη μητρόπολη όσο και στις παροικίες, που ήταν πραγματική ελίτ. Στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο αυτοί οι άνθρωποι, αυτές οι οικογένειες, χάθηκαν. Και τους διαδέχτηκαν λαδέμποροι, μαυραγορίτες, εργολάβοι και κρατικοδίαιτοι ολιγάρχες και αυτοί οι «τύποι» με τα λεφτά τους και την τουρκομπαρόκ αισθητική τους άλωσαν τα πάντα. Θεσμούς, λέσχες, δίκτυα, κύκλους. Μία μειονότητα απέμεινε από την προπολεμική ελίτ, από εκείνους τους ευεργέτες, σήμερα οι περισσότεροι είναι για πάρτη τους επειδή, όπως παινεύονται αναίσχυντα, «το κεφάλαιο δεν έχει σύνορα, δεν έχει πατρίδα».
Άνθρωποι με τέτοιες απόψεις προτιμούν την ελαφρότητα σε όλα. Οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν αυτούς τους τύπους και «νεόπλουτους».
Τέλος πάντων, για να καταλήξω, εάν είχαμε πραγματική εθνική μεγαλοαστική τάξη θα είχαμε και παιδεία, και τέχνες, και έργα μεγάλα και σπουδαία να γίνονται, διότι θα υπήρχαν άνθρωποι με επιφάνεια να τα υποστηρίξουν.
Αντιθέτως, επειδή αντί για ελίτ μάς έχει «κατσικωθεί» μια εγχώρια τουρκομπαρόκ ολιγαρχία, ούτε παιδεία, ούτε τέχνες έχουμε, ούτε έργα μεγάλα και σπουδαία γίνονται, για αυτό βλέπετε τον κάθε ατάλαντο και την κάθε ατάλαντη να προωθούνται και να αναγορεύονται σε εμβληματικές μορφές των τεχνών. Και ύστερα απορείτε πώς είναι δυνατόν να ήταν παντού χωμένος ο Λιγν. -να διδάσκει σε Αρσάκεια και σε Κολλέγια- και κανείς να μην γνώριζε. Θα σας το πω αλλιώς: Είστε βέβαιοι ότι τους ένοιαζε; Δεν νομίζω ότι ήθελαν να ξέρουν. 

Κυριακή 7 Μαρτίου 2021

Οι δέκα σημαντικότερες Ελληνίδες όλων των εποχών


        1.     Μαρία Κάλλας (1923-1977)

Η Μαρία Άννα Σοφία Καικιλία Καλογεροπούλου, υπήρξε κορυφαία Ελληνίδα υψίφωνος και η πλέον γνωστή παγκοσμίως μορφή της όπερας. 
Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη από Έλληνες μετανάστες. Το 1937 η Μαρία Κάλλας, μετά το διαζύγιο των γονέων της, επιστρέφει με την μητέρα της και την αδελφή της στην Ελλάδα και έχοντας ήδη εκδηλώσει τα φωνητικά της χαρίσματα γίνεται δεκτή δωρεάν από το Εθνικό Ωδείο. Έκανε την πρώτη δημόσια εμφάνισή της σε ηλικία 14 ετών στην αίθουσα του Παρνασσού. Τρία χρόνια μετά έγινε πρωταγωνίστρια του θιάσου του Βασιλικού Θεάτρου. Το νεαρό της ηλικίας της σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερες φωνητικές της ικανότητες είχε προκαλέσει τον ανταγωνισμό των συμπρωταγωνιστών της, με τους οποίους η ίδια δεν διατηρούσε καλές σχέσεις, καθώς πίστευε ότι δεν είχε λόγο να μη συμπεριφέρεται ως ισότιμή τους, απλώς επειδή ήταν μικρότερη σε ηλικία. Πολύ σύντομα μετακόμισε στο εξωτερικό και ξεκίνησε τις μεγάλες της εμφανίσεις στην Ιταλία και την Αργεντινή. Ερμήνευσε όλους τους μεγάλους γυναικείους ρόλους από τις γνωστότερες όπερες, επαναπροσδιορίζοντας την έννοια του λυρικού θεάτρου στη σύγχρονη εποχή και “ανοίγοντας” το λυρικό τραγούδι στο ευρύ κοινό. 
Ο θάνατος από καρδιακή προσβολή στις 16 Σεπτεμβρίου 1977 στο διαμέρισμά της στο Παρίσι μοιάζει με γεγονός που δεν συνέβη ποτέ. Το σώμα της αποτεφρώθηκε και η τέφρα της ρίχθηκε στη θάλασσα του Αιγαίου. Τα καταγάλανα νερά έγιναν ο μόνιμος και αιώνιος τόπος κατοικίας της. 
Μέσα από τις συνεντεύξεις και τις βιογραφίες της, αποκαλύπτεται η ανθρώπινη, ευαίσθητη πλευρά της Μαρίας Κάλλας, της γυναίκας που αγαπήθηκε, θαυμάστηκε και αποθεώθηκε. 
Η ζωή της υπήρξε ασύγκριτη, μοναδική και ανεπανάληπτη σαν κι αυτή την ίδια. Δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι έχουν ταυτίσει το όνομά της με την όπερα και το λυρικό θέατρο, ενώ ρόλοι όπως αυτός της Μήδειας για παράδειγμα, είναι δύσκολο να γίνουν πλέον αποδεκτοί με διαφορετική ερμηνεία.

2.   Ελένη Παπαδάκη (1908 – 1944)


Κορυφαία Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου. Υπήρξε το πλέον «επώνυμο» θύμα των Δεκεμβριανών του 1944, όταν κατακρεουργήθηκε από μέλη της εγκληματικής συμμορίας ΟΠΛΑ του ΚΚΕ στις 22 Δεκεμβρίου του 1944. 
Η Ελένη Παπαδάκη γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1908 στην Αθήνα. Έτυχε εξαιρετικής μόρφωσης και από νεαρή ηλικία έτρεφε μεγάλο πάθος για το θέατρο. Αποφοίτησε από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών και παρακολούθησε ως ακροάτρια μαθήματα φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλούσε απταίστως τέσσερις γλώσσες (γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά) και τελειοποίησε τα αρχαία ελληνικά της για να μπορεί να διαβάζει τους τραγικούς από το πρωτότυπο. Την μόρφωσή της συμπλήρωσε με σπουδές φωνητικής μουσικής και πιάνου στο «Ελληνικό Ωδείο» Αθηνών. 
Αξίζει να αναφερθούν τα όσα έγραψε ο γνωστός θεατράνθρωπος Αιμίλιος Βεάκης στο χειρόγραφο άλμπουμ που έφτιαξε ο ίδιος, όταν τέλειωσαν οι παραστάσεις του έργου «Ταπεινοί και καταφρονεμένοι», που παίχτηκε σε δική του διασκευή στο Εθνικό Θέατρο. 
Έχει ημερομηνία 20 Μαΐου 1934 (δέκα χρόνια πριν από την δολοφονία της) και αφιερώνεται: «Στη μεγάλη μου συνάδελφο κι ευγενική φίλη Ελένη Παπαδάκη με την ευγνωμοσύνη μου για την αριστοτεχνική ενσάρκωση του ρόλου της Νατάσας». Και απόσπασμα από την εισαγωγή του, πάλι χειρόγραφο: «Μην ξεχάσεις» της λέει «ποτέ σου αυτό το θρίαμβο, γιατί η θύμησή του θα σου φέρνει στο νου, για αιώνιο μάθημα, πως εκείνο που αξίζει θριαμβεύει πάντα στο πείσμα των ανάξιων και των μοχθηρών». 
(Σημ.: Το εξωφρενικό με τον Βεάκη είναι ότι συμμετείχε στην επιτροπή του εαμοκρατούμενου, εκείνη την περίοδο Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, η οποία διέγραψε και ουσιαστικά καταδίκασε την Παπαδάκη σιωπηρά σε θάνατο, δύο μήνες ακριβώς νωρίτερα, στις 23 Οκτωβρίου 1944). 
Στις 30 Δεκεμβρίου του 1943 ο μεγάλος ποιητής μας Άγγελος Σικελιανός έγραψε στο «Ελεύθερο Βήμα» για την «Εκάβη» της Παπαδάκη, που αποτέλεσε και το κύκνειο άσμα της καριέρας της: 
«Η καταπληκτική ερμηνεία της Εκάβης μας σταμάτησε μπρος σε ένα γεγονός, που πολύ ολίγα όμοιά του μπορούμε να απαντήσουμε, όχι μόνο ανάμεσά μας, μα και γενικά στην ιστορία ολόκληρη της ηθοποιίας. Εννοώ το γεγονός αυτό: Να ιδούμε μια μεγάλη καλλιτέχνιδα σαν την Ελένη Παπαδάκη, να υποταχθή, να πειθαρχήση απόλυτα και ολόκληρη στο Λόγο και το Πνεύμα του έργου, με μια τέτοια καθαυτό θρησκευτική ταπείνωση μπροστά στον ποιητή, ώστε μονομιάς -όσο μεγάλη καλλιτέχνιδα κι’ αν ήταν σε πρωτύτερες της επιδόσεις- να μας αποκαλυφθή αναπλασμένη σ’ ένα άλλο ανώτατο επίπεδο δημιουργικής της Αρετής». Η ηθοποιός Έλσα Βεργή έλεγε αργότερα ότι «Η Εκάβη της Παπαδάκη ήταν το σύμβολο μιας ολόκληρης φυλής στο πρόσωπο μιας μάνας». 
Για τα «δυσώδη» παρασκήνια της δολοφονίας της και τον ρόλο των «συναδέλφων» της ηθοποιών υπάρχει το εξαιρετικά λεπτομερές, διαφωτιστικό και εξ ίσου «δηλητηριώδες» κείμενο του Μάνου Ελευθερίου για την μεγάλη ηθοποιό στις 16 Νοεμβρίου 2014 με αφορμή την επέτειο του θανάτου της εδώ: 


3.   Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα (1771-1825)


Η Λασκαρίνα "Μπουμπουλίνα" Πινότση υπήρξε μέλος της Φιλικής Εταιρείας και σημαντική ηρωίδα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. 
Παντρεύτηκε δυο φορές, την πρώτη στην ηλικία των 17 με τον Σπετσιώτη Δημήτριο Γιάννουζα και την δεύτερη στην ηλικία των 30 ετών με τον Σπετσιώτη πλοιοκτήτη και πλοίαρχο Δημήτριο Μπούμπουλη. Και οι δυο σκοτώθηκαν από Αλγερινούς πειρατές. Της άφησαν, ωστόσο, μια τεράστια περιουσία, την οποία ξόδεψε εξ ολοκλήρου για να αγοράσει καράβια και εξοπλισμό για την Ελληνική Επανάσταση. 
Δολοφονήθηκε στις 22 Μαΐου 1825 από κάποιον Σπετσιώτη σε συμπλοκή για προσωπικούς λόγους και ενώ ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ με στόχο να του αποκόψει τον θαλάσσιο ανεφοδιασμό. 
Μετά θάνατον, έλαβε τιμητικά από την Ελληνική Πολιτεία τον βαθμό της Υποναυάρχου.


         4. Μαντώ Μαυρογένους (Τεργέστη, 1796 - Πάρος, Ιούλιος 1848)

Η Μαντώ Μαυρογένους υπήρξε μια από τις σπουδαίες μορφές της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ήταν μια όμορφη γυναίκα αριστοκρατικής καταγωγής, που μεγάλωσε σε μια σημαντική οικογένεια, επηρεασμένη από το κλίμα της εποχής του Διαφωτισμού. 
Ήταν κόρη του εμπόρου και μέλους της Φιλικής Εταιρείας, Νικόλαου Μαυρογένη και της Ζαχαράτης Χατζή Μπάτη. Οι γονείς της κατάγονταν από τη Μύκονο, αλλά έμεναν στην Τεργέστη ήδη δέκα χρόνια, επειδή ο πατέρας της ήταν σπαθάρης (υπασπιστής) του ηγεμόνα της Μολδαβίας και η μητέρα της, η Ζαχαράτη, μια δραστήρια και ικανή γυναίκα διηύθυνε στην Τεργέστη τις εμπορικές υποθέσεις του άντρα της. Ένας από τους προγόνους της, ο μεγάλος θείος του πατέρα της, Νικόλαος Μαυρογένης, ήταν Δραγουμάνος του Στόλου και Πρίγκιπας της Βλαχίας. Λίγο καιρό πριν την Επανάσταση μετακόμισε με τον Θείο της τον Παπα-Μαύρο στην Τήνο. Κάτοχος της γαλλικής γλώσσας, συνέταξε συγκινητική έκκληση προς τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον πληθυσμό της Ελλάδας, γεγονός που συνετέλεσε να γίνει διάσημη σε όλη την Ευρώπη για την ομορφιά, την μόρφωση, αλλά και την ανδρεία της. 
Μετακόμισε στο Ναύπλιο το 1823, για να βρίσκεται στον πυρήνα του αγώνα, όπου γνώρισε τον Δημ. Υψηλάντη με τον οποίον και αρραβωνιάστηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Δυστυχώς, τον Μάιο του ίδιου χρόνου και ενώ είχε ήδη ξοδέψει μεγάλο μέρος της περιουσίας της στον Αγώνα, το σπίτι της κάηκε τελείως και η περιουσία της λεηλατήθηκε. Μετά από αυτό πήγε στην Τρίπολη για να είναι μαζί με τον Υψηλάντη. 
Στον αρραβώνα αντιτάχθηκαν πολλοί από τους πολιτικούς παράγοντες της εποχής, οι οποίοι είδαν στην ενοποίηση των δύο αυτών ισχυρών και ευγενών οικογενειών, μια μελλοντική απειλή. Ο «επικεφαλής» των αντιπάλων τους στην Ελλάδα ήταν ο Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος με τις ραδιουργίες και τα ψεύδη του πέτυχε την διάλυση του αρραβώνα. Η Μαντώ, επέστρεψε στο Ναύπλιο όπου ζούσε σε κατάσταση εξαθλίωσης, στερήσεων και φτώχειας. Μετά το θάνατο του Υψηλάντη εξορίστηκε από το Ναύπλιο και εγκαταστάθηκε στην Μύκονο, όπου ασχολήθηκε με τη συγγραφή των απομνημονευμάτων της. 
Όταν ο πόλεμος τελείωσε, ο Ιωάννης Καποδίστριας της απέδωσε τον βαθμό του Αντιστράτηγου επί τιμή και της χορήγησε μια κατοικία στο Ναύπλιο, όπου και μετακόμισε για να καταλήξει τελικά στην Πάρο όπου τον Ιούλιο του 1848 πέθανε φτωχή και λησμονημένη.

 

5.    Άννα Κομνηνή (1083 – 1153)

Η Άννα Κομνηνή ήταν Βυζαντινή πριγκίπισσα, ιστορικός και ιατρός, από τις σημαντικότερες μορφές της πνευματικής ζωής της αυτοκρατορίας κατά τον 12ο αιώνα, κόρη και πρωτότοκο παιδί του αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού και της αυτοκράτειρας Ειρήνης Δούκαινας. Θεωρείται η πρώτη γυναίκα ιστορικός. Στο περίφημο ιστορικό της έργο «Αλεξιάς» καθρεφτίζεται η μεγάλη παιδεία της, η αρχαιομάθειά της, η εξοικείωσή της με την Αγία Γραφή και προπαντός η αφοσίωση και ο θαυμασμός της για τον πατέρα της.

Γεννήθηκε την 1η Δεκεμβρίου του 1083 στην Πορφύρα, το δωμάτιο στο ανάκτορο της Κωνσταντινούπολης όπου γεννιούνταν τα παιδιά των αυτοκρατόρων και έτυχε επιμελέστατης μόρφωσης και παιδείας. Το 1091 μνηστεύθηκε τον Κωνσταντίνο Δούκα, γιο του πρώην αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ΄ ενώ, μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Δούκα, το 1097, παντρεύτηκε τον Νικηφόρο Βρυέννιο.

Όταν το 1118 πέθανε ο πατέρας της, οργάνωσε συνωμοσία κατά του αδελφού της, νόμιμου διάδοχου και μετέπειτα ικανότατου αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄(1118 – 1143), η οποία απέτυχε εξαιτίας της άρνησης του συζύγου της να πάρει μέρος σε αυτήν. Το 1137, μετά τον θάνατο του συζύγου της Νικηφόρου Βρυέννιου, αποσύρεται στην Αγία Μονή της Κεχαριτωμένης, στην Κωνσταντινούπολη, όπου και συνέγραψε μεταξύ των ετών 1137 και 1148 την «Αλεξιάδα», σε 15  βιβλία (κεφάλαια). Στο έργο αυτό κατέγραψε την ιστορία του πατέρα της Αλεξίου Α΄ μεταξύ 1069 και 1118. Η γλώσσα και η μορφή του κειμένου αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του αττικισμού. Το έργο της αποτελεί σημαντική πηγή για την Α΄ Σταυροφορία και πολύτιμο για τις γεωγραφικές και τοπογραφικές πληροφορίες που περιέχει. Πέθανε μετά το 1148, αλλά άγνωστο ακριβώς πότε, πιθανότατα το 1153.

 

6.   Υπατία της Αλεξάνδρειας (350-415 μ.Χ.)

Ήταν νεοπλατωνική φιλόσοφος, μαθηματικός, καθώς και αστρονόμος. Υπήρξε διευθύντρια της νεοπλατωνικής σχολής της Αλεξάνδρειας. Είναι η πρώτη γυναίκα μαθηματικός που γνωρίζουμε και ήταν η τελευταία επικεφαλής της Φιλοσοφικής Σχολής της Αλεξάνδρειας, αλλά και προστάτιδα της περίφημης βιβλιοθήκης. Δίδασκε φιλοσοφία και αστρονομία, θεωρείται δε ότι βελτίωσε τον αστρολάβο. Καθώς είχε προσχωρήσει στη φιλοσοφία του Νεοπλατωνισμού, στοχοποιήθηκε από εχθρούς της, με αποτέλεσμα να κατηγορηθεί για μαγεία και να κατακρεουργηθεί από τον φανατισμένο όχλο.

 


7.    Κλεοπάτρα Ζ΄ (Ιανουάριος 69 π.Χ. – 12 Αυγούστου 30 π.Χ.)


Η Κλεοπάτρα Ζ΄ Φιλοπάτωρ υπήρξε Ελληνίδα βασίλισσα και η τελευταία ουσιαστική βασίλισσα της πτολεμαϊκής Αιγύπτου. Μετά τη βασιλεία της, η Αίγυπτος έγινε επαρχία της νεοϊδρυθείσας τότε Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Ήταν μέλος της δυναστείας των Πτολεμαίων, μίας ελληνικής οικογένειας, μακεδονικής καταγωγής, που κυβέρνησε την Αίγυπτο μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου κατά την Ελληνιστική περίοδο.

Ο γιος της Πτολεμαίος ΙΕ΄ Καισαρίων βασίλεψε μόνο κατ' όνομα, προτού εκτελεστεί. Η βασιλεία της Κλεοπάτρας Ζ΄ σηματοδοτεί το τέλος της ελληνιστικής και την αρχή της ρωμαϊκής περιόδου στην ανατολική Μεσόγειο.

Παρά το γεγονός ότι ήταν ικανή και δαιμόνια μονάρχης, έγινε διάσημη κυρίως γιατί κατόρθωσε να σαγηνεύσει δύο από τους ισχυρότερους άνδρες της εποχής της, τον Ιούλιο Καίσαρα και τον Μάρκο Αντώνιο, αλλά και για την ομορφιά και το τραγικό της τέλος. Χάρη στη φιλοδοξία και την προσωπική της γοητεία επηρέασε καθοριστικά τη ρωμαϊκή πολιτική σε μια αποφασιστική περίοδο.

Όπως μάλιστα έχει επισημανθεί από σύγχρονους ιστορικούς, εάν νικούσαν στην ναυμαχία του Ακτίου (2 Σεπτεμβρίου 31 π.Χ.) ο Μ. Αντώνιος και η Κλεοπάτρα τον Οκταβιανό Αύγουστο, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία θα γινόταν ελληνική 4 αιώνες περίπου πριν από το Βυζάντιο.

 

           8. Ολυμπιάς (373 π.Χ. - 316 π.Χ.)

Η Ολυμπιάδα ήταν πριγκίπισσα του Δωρικού φύλου των Μολοσσών  της Ηπείρου, κόρη του βασιλιά Νεοπτολέμου B´, σύζυγος του Βασιλέα των Μακεδόνων Φιλίππου Β´ και μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Το όνομα της, σύμφωνα με τον ιστορικό W. Heckel, ήταν Πολυξένη όταν ήταν παιδί, Μυρτάλη όταν παντρεύτηκε, και αργότερα μετονομάστηκε σε Ολυμπιάδα και Στρατονίκη. Το όνομα Ολυμπιάδα της δόθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, ύστερα από την νίκη του Φίλιππου στους Ολυμπιακούς αγώνες του 356 π.Χ.

Είχε πολλές αρετές, αρκετές από τις οποίες μετέδωσε στο γιο της, τον Αλέξανδρο Γ´. Στην πολυκύμαντη και ταραχώδη ζωή της συναντώνται μεγάλα προτερήματα και μεγάλα ελαττώματα. Ως αφοσιωμένη μητέρα, είχε τάξει τη ζωή της σε ένα μόνο σκοπό και τον υπηρετούσε με πάθος: πώς θα εξασφάλιζε για το γιο της τη διαδοχή του θρόνου της Μακεδονίας μέσα στη δίνη των μηχανορραφιών και δολοπλοκιών στην αυλή της Πέλλας. Οι σχέσεις των δύο συζύγων έως τo 337 π.Χ., οπότε και η Μακεδόνισσα Κλεοπάτρα, ανεψιά του στρατηγού Άτταλου, ανυψώνεται ως ισότιμη και νόμιμη βασίλισσα, υπήρξαν κατά βάσιν αρμονικές, χωρίς να λείπουν κάποιες εκρήξεις. Ο Φίλιππος της εμπιστευόταν τη διακυβέρνηση του κράτους, όταν απουσίαζε στις συχνές και μακρόχρονες εκστρατείες του.

Ο Μέγας Αλέξανδρος διακρινόταν για την αφοσίωση στη μητέρα του, παρά τον δύστροπο και αυταρχικό χαρακτήρα της. Όταν ο Αντίπατρος, που είχε μείνει τοποτηρητής στη Μακεδονία, έγραψε στον Αλέξανδρο, που βρισκόταν στην Ασία, ένα εκτενές γράμμα, γεμάτο παράπονα για την Ολυμπιάδα, ο Μέγας Αλέξανδρος είπε, αφού το διάβασε: "Δεν ξέρει ο Αντίπατρος ότι ένα μόνο δάκρυ της μητέρας μου αρκεί, για να σβήσει χίλιες τέτοιες επιστολές!"



           9. Τελέσιλλα του Άργους (περ. 510 π.Χ.)


Η Τελέσιλλα ήταν εξέχουσα λυρική ποιήτρια. Όταν ήταν μικρή, αρρώσταινε διαρκώς. Τότε συμβουλεύτηκε έναν μάντη που της είπε να αφιερωθεί στις Μούσες. Μελέτησε μουσική και ποίηση και γρήγορα θεραπεύτηκε. 
Εξελίχθηκε σταδιακά σε ικανή ποιήτρια που άσκησε επιρροή, θεωρήθηκε μάλιστα μία από τις εννέα σημαντικότερες γυναίκες λυρικές ποιήτριες της αρχαίας Ελλάδας από τον Αντίπατρο τον Θεσσαλονικέα. 
Έγινε πολύ γνωστή όταν έδιωξε τους Σπαρτιάτες από τη γενέτειρα της, έχοντας συγκεντρώσει και οπλίσει της γυναίκες, τους δούλους και τους εναπομείναντες άνδρες της πόλης. Ο πρόχειρος αυτός στρατός πολέμησε τόσο ένδοξα, που οι Σπαρτιάτες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν ατάκτως. 



10.Σαπφώ (περ. 630 π.Χ.- 570 π.Χ.)

Πιθανότατα γεννήθηκε στην Ερεσό της Λέσβου. Ήταν σύγχρονη του λυρικού ποιητή και πολιτικού Αλκαίου και του Πιττακού του Μυτιληναίου, ενός εκ των 7 σοφών της αρχαίας Ελλάδος.

Η Σαπφώ θεωρείται με την ποίησή της, η οποία ήταν γραμμένη στην αιολική διάλεκτο, ως η σημαντικότερη λυρική ποιήτρια της αρχαιότητας.

Ο Πλάτων την ονομάζει «σοφή» και «δέκατη Μούσα», ο Ανακρέων, ένας από τους εννέα σημαντικούς λυρικούς ποιητές της αρχαιότητας,  «ηδυμελή», ο Λουκιανός «μελιxρόν αύχημα Λεσβίων» οι Ιουλιανός και Αντίπατρος «θηλυκό Όμηρο» και «τιμή Λεσβίων γυναικών».  Ο επίσης Μυτιληνιός σύγχρονος ποιητής Οδυσσέας Ελύτης την περιέγραψε σαν μια «μακρινή εξαδέλφη» του με την οποία μεγάλωσαν παίζοντας «στους ίδιους κήπους, γύρω από τις ίδιες ροδιές, πάνω απ' τις ίδιες στέρνες» και της αφιέρωσε ένα από τα μικρά του έψιλον.

Η συγγραφή και η σύνθεση ποιημάτων ήταν τα αντικείμενά της.  Ίσως, ουδείς άλλος λογοτέχνης μπορεί να συγκριθεί με τη Σαπφώ στην ομορφιά της σκέψης, στον μελωδικό της στίχο και στην ένταση των αισθημάτων της. 

Διεθνώς, θεωρείται έως και σήμερα, ως σημαντικότατη ποιήτρια.

 Δημήτρης Ε. Ευαγγελίδης 

8-3-2021