Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021

To τέλος της συναίνεσης



 Για κάθε μεγάλο θέμα που αφορά αυτή την χώρα, ο λαός έχει δίκαιο και η ελίτ που κυβερνά λάθος (D. Trump, The Wall Street Journal, 2016)

Πολλοί έμειναν έκπληκτοι με την εισβολή των οπαδών του Trump στο Καπιτώλιο. Διόλου παράξενο αν σκεφθεί κανείς ότι παρά την καθημερινή βία των δρόμων, ο μέσος Αμερικανός έχει μία παράδοση νομιμοφροσύνης και πίστης στους θεσμούς του. Θα ακούσουμε πολλά από εδώ και πέρα για το φαινόμενο του «Τραμπισμού» (trumpisme), σε σημείο μάλιστα που κάποιοι προεξοφλούν τη δημιουργία ενός τρίτου πόλου πολιτικής εκπροσώπησης, πέραν των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων.

Kαι όμως τα πράγματα δεν ήταν πάντοτε τόσο ρόδινα, ώστε εισβολές σαν την πρόσφατη να προκαλούν έκπληξη. Το 1890-1892 στο απόηχο του άγριου καπιταλισμού των αμερικανών «βαρόνων» του τέλους του 19ου αιώνα, άκουγες δηλώσεις όπως «η διαφθορά κυριαρχεί παντού: στις εκλογές, στο Κογκρέσο. Οι εφημερίδες ή παίρνουν χρήματα ή κλείνουν. Η δουλειά μας χάνει κάθε μέρα σε αξία, η γη συγκεντρώνεται στα χέρια των καπιταλιστών» (πλατφόρμα του Peoples Party της Αμερικής). Εκφραζόταν μία απέχθεια και μία οργή για τους διανοούμενους, τους αστούς, τους «πυλώνες» μίας προόδου που άφηνε πίσω της αναρίθμητα θύματα. Το λαϊκιστικό κίνημα τότε ήταν διαφυλετικό και ριζοσπαστικοποιημένο, ιδιαίτερα στον «άγριο» Νότο της Αμερικής[1].

H ευφορία στην Αμερική (και στην Ευρώπη) ότι έχουμε τελειώσει με όλες αυτές τις πολιτικές παραδοξότητες, είναι μία ευφορία περιστασιακή της καθολικής συναίνεσης που επικράτησε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως αποτέλεσμα της κρίσης αυτής, και που ήθελε το «κεφάλαιο» και η «εργασία» μαζί να προχωρούν και να οικοδομούν έναν καλύτερο κόσμο στα ερείπια του κόσμου που προηγήθηκε. Έτσι, στο διάστημα από το 1950 χάθηκαν από το λεξιλόγιο του καθημερινού, «δυτικού ανθρώπου» λέξεις όπως πόλεμος, σφαγές, οικονομική κρίση, ασθένειες, πανδημίες κα. Η αίσθηση της νομοτελειακής προόδου ήταν η αίσθηση της διαρκούς ειρήνης, αφού βέβαια τα κακά είχαν εξορισθεί σε άλλους κόσμους και σε άλλες ηπείρους (Λατινική Αμερική, Αφρική). Η γενιά που κυριάρχησε τότε ήταν η γενιά εκείνη που δεν είχε γνωρίσει τον πόλεμο και τη δυστυχία ή τη μιζέρια. Στη θέση του παλαιού, ιεραρχικού κράτους και πολιτικού συστήματος που υπηρετεί τις συνολικές αξίες και τα ιδανικά μίας κοινωνίας (δεξιά ή αριστερά), έβαζε σταδιακά ένα κράτος και ένα πολιτικό σύστημα που θα έπρεπε να μην κάνει τίποτε άλλο παρά να εξυπηρετεί την ευημερία και την ευδαιμονία των πολιτών του (κράτος υπηρέτης και ο πολίτης ως πελάτης)[2]. Η πολιτική νομιμότητα ήταν για τρεις τέσσερις δεκαετίες η νομιμότητα της υπηρεσίας- παροχής προς τους πολίτες.

Και ξαφνικά ήλθαν όλα τα πάνω - κάτω. Το τέλος της εποχής της «φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης» συνοδεύτηκε από εθνικιστικούς πολέμους στα εδάφη της ίδιας της Ευρώπης (Γιουγκοσλαβία), από την οικονομική κρίση του 2008 και την πρόσφατη πανδημία- για να μην αναφέρουμε καν την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και την κλιματική αλλαγή που μάλλον σκοτεινιάζουν ακόμη περισσότερο τον ορίζοντα. Σε οικονομικό επίπεδο, διαπιστώθηκε το 2008 ότι η κρίση έδειξε μία μείωση των εισοδηματικών αποκλίσεων σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά μία μεγάλη αύξηση των ανισοτήτων στο εσωτερικό των αναπτυγμένων χωρών. Οι μεσαίες τάξεις, που είχαν οικοδομήσει και επωφεληθεί από το μεταπολεμικό θαύμα, είδαν την απόλυτη καθήλωση των εισοδημάτων τους[3].

Αυτές οι «χαμένες» μεσαίες και μικρομεσαίες τάξεις της Αμερικής και της Ευρώπης είδαν να χάνουν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους και να «κερδίζουν» αυτοί των φιλελεύθερων, κοσμοπολίτικων τάσεων: κοινωνικά στρώματα μορφωμένα, με πολλά πτυχία και εξειδικεύσεις, με ταξίδια από πόλεις σε πόλεις, πολλές φορές χωρίς μόνιμη κατοικία ή οικογένεια, με ιδεώδη πολυπολιτισμικά, με λόγους για τα δικαιώματα παντός είδους. Ο «στρατός» τους είναι οι μετανάστες - πρόσφυγες που με τις ροές τους ουσιαστικά «σφραγίζουν» το τέλος της μεταπολεμικής «κοινωνικής συναίνεσης».

Η «αποζημίωση» των χαμένων μέσω κοινωνικών παροχών, δηλαδή η περαιτέρω καθήλωσή τους στο καθεστώς του ασθενή με τον ορό συντήρησης, δεν τους βοηθά ούτε και τους εκτονώνει. Η αντίστασή τους θα οργανωθεί με πολιτισμικούς όρους: έθνος, τάξη, δημοκρατία, παράδοση, θρησκεία. Επιλέγουν να συγκρούονται με οργή και μίσος, διότι οι αποζημιώσεις και τα επιδόματα ανεργίας τους λένε ακόμη περισσότερο σε τι αδιέξοδο έχουν οδηγηθεί. Και βέβαια είναι ανοργάνωτοι, και βέβαια έχουν ισχυρές δόσεις ανορθολογισμού και συνωμοσιολογίας. Καθώς όμως έχουν εν τω μεταξύ καταρρεύσει οι δομικές αφηγήσεις και οι ιδεολογίες, ο λαϊκισμός των «χαμένων» αυτών και οι «συνωμοσίες» στις οποίες πιστεύουν (μερικές από αυτές είναι αληθινές, όπως το περιβόητο Horseshoe plan για το εθνικό σχέδιο των Σέρβων για γενοκτονία στο Κόσσοβο, που αποκαλύφθηκε ως κατασκευασμένο[4]), θα συναντούν παντού την ανασφάλεια της πολιτικής ελίτ, η οποία καταλαβαίνει ότι δεν έχει πλέον τη δημοκρατική νομιμοποίηση και για αυτό εξαπολύει σωρηδόν κατηγορίες περί λαϊκισμού, αμορφωσιάς, κακής αισθητικής, ακροδεξιάς, φασισμού και άλλα τόσο «συμπαθητικά».

Η ανασφάλεια της πολιτικής ελίτ δεν της επιτρέπει να δει το αυτονόητο, ότι δηλαδή ο «λαϊκισμός της δεξιάς» τείνει να ανθεί εκεί που τα πλειοψηφικά κόμματα αγνοούν επιδεικτικά τα λαϊκά αιτήματα και τις λαϊκές ανάγκες. Στην Αμερική το σχέδιο του W. Clinton- ναι, του δημοκρατικού που βομβάρδιζε τη Σερβία- για τη συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών της Β. Αμερικής (1994) και η επιμονή του για την ένταξη της Κίνας στον Π.Ο.Ε., κόστισαν 2,4 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στη βιομηχανική παραγωγή των ΗΠΑ. Θέλουμε και άλλα στοιχεία για τους «χαμένους» της υπόθεσης; ο Trump το 2020 πήρε το 67% των λευκών ψηφοφόρων που δεν είχαν δίπλωμα, ενώ ο Biden μόνο το 32%. Από τις 18 Μαρτίου που άρχισε η καραντίνα μέχρι τις 20 Οκτωβρίου, όταν ο μέσος Αμερικανός έχανε τη δουλειά του ή την έβγαζε με επιδοματάκια, η περιουσία των 643 δισεκατομμυριούχων που έχει η Αμερική αυξήθηκε κατά 931 δισεκατομμύρια δολάρια, σχεδόν το ένα τρίτο του συνολικού τους πλούτου[5]. Θέλουμε και άλλα παράδοξα; Όπως τονίζει ένας Αμερικανός μεγαλοδημοσιογράφος ινδικής καταγωγής και Δημοκρατικών πεποιθήσεων: «Ως μεγαλύτερη απογοήτευση θα πρέπει σίγουρα να λογίζεται το γεγονός πως, σε μια χρονιά που οι Δημοκρατικοί εγκολπώθηκαν πλήρως την ιδέα της πολυπολιτισμικότητας και στήριξαν κινήματα όπως το Black Lives Matter, ο Τραμπ δείχνει να κερδίζει μεγαλύτερο κομμάτι της μειονοτικής ψήφου απ’ οποιονδήποτε άλλο Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο από τη δεκαετία του ’60 και μετά. Πήρε τις περισσότερες αφροαμερικανικές ψήφους από το 1996 (παρ’ όλο που τον ψήφισαν μόνο περίπου 12% των Μαύρων ψηφοφόρων), ενώ μια μέτρηση δείχνει πως κέρδισε 35% της ψήφου των μουσουλμάνων ψηφοφόρων». Αντίστοιχα, ο Τραμπ ενίσχυσε το ποσοστό του εντός της ισπανόφωνης κοινότητας σε σχέση με τις εκλογές του 2016, ενώ το ίδιο συνέβη και με άλλες εθνοτικές ομάδες όπως οι ασιατικής καταγωγής Αμερικανοί»[6].

Και όλα αυτά μέσα σε έναν επικοινωνιακό θόρυβο «αηδίας» των διαφόρων stars και παικτών του NBA, όπως η τηλεστάρ Padma Lakshmi (New York Times, 13.11.2020), η οποία μας εκμυστηρεύτηκε ότι ένιωσε μία μυστηριακή εσωτερική χαρά που ξέσπασε σε ασταμάτητα δάκρυα, όταν έμαθε πως η κα. Kamala Harris είχε εκλεγεί αντιπρόεδρος- μία «δημοκρατική» δικηγορίνα που ανάμεσα στα άλλα είχε υποστηρίξει τη νομιμοποίηση της μαριχουάνας, και τέλος πάντων ήταν η ζωντανή απόδειξη της επιτυχίας του να είσαι μαύρη γυναίκα[7].

Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι ο Trump και η πολιτική του ήταν φιλεργατικές και αριστερές. Όμως αυτός και ανάλογα κινήματα σε όλο τον κόσμο, που μετά την πανδημία θα πληθύνουν ακόμη περισσότερο, δείχνουν έναν κόσμο που δεν είναι περιθωριακός και αναζητά την πολιτική του εκπροσώπηση.

Είναι πολύ εύκολο και εγωιστικό να τους κοροϊδεύει κανείς ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, να τους θεωρεί «θύματα» της παγκοσμιοποίησης. Είναι πολύ δύσκολο φαίνεται να καταλάβουμε ότι αυτά τα κινήματα υπερβαίνουν τις παρωχημένες συζητήσεις περί δεξιάς και αριστεράς. Είναι άνθρωποι που μπορεί να υποστηρίζουν δεξιές ή ακροδεξιές ατζέντες (στις ΗΠΑ) αλλά και ακρο-αριστερές (όπως τα Μπλε Γιλέκα στη Γαλλία), ενάντια ακόμη και σε αυτονόητα και δίκαια αιτήματα όπως είναι οι περιβαλλοντικές ρυθμίσεις για την αλλαγή του κλίματος. Είναι οι καθημερινοί, απλοί άνθρωποι των περιφερειών και των ημιαστικών περιοχών, που χάνουν τις δουλειές τους, που αναγκάζονται να ζουν με ξένους με τους οποίους δεν έχουν να μοιραστούν τίποτε κοινό, που είναι καταδικασμένοι στη «χαζομάρα» της τηλεόρασης 24 ώρες το 24ωρο και στα φθηνά σεξιστικά θεάματα.

Είναι αυτοί που θα τους καλέσουν να ψηφίσουν κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια, προτείνοντας τους κόμματα μιας άλλης γενιάς και νοοτροπίας, και όταν αυτοί ψηφίσουν καμία «φολκλόρ φιγούρα», θα τους βγάλουν και φασίστες με περισσή ευκολία.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ



[1] S, Halimi, “Le Populisme, voilà l’ ennemi”, Le Monde Diplomatique, Manière de Voir, 164, Avril- Mai, 2019, 7.

[2] Για αυτά, βλ. Φ. Ρικάρ, Η λυρική γενιά. Δοκίμιο για τη ζωή και το έργο των πρώτων baby boomers, εκδόσεις μάγμα, 2020, 276εξ.

[3] Θ. Ντρίνια, «Παγκοσμιοποιητική διαδικασία: τέλος, υποχώρηση ή μεσοβασιλεία;», Res Publica, 3/2020, 47.

[4] “Le Monde Diplomatique”: Greatest fake news from end of 20th century, http://thesrpskatimes.com/le-monde-diplomatique-greatest-fake-news-from-end-of-20th-century/

[5] J. Karabel, «Un trumpisme sans Donald Trump», Le Monde Diplomatique, Décembre 2020, 13.

[6] «Οι αμερικανικές εκλογές κι η μετατροπή της πολιτικής σε πολιτιστικό πόλεμο», Πολιτική Ομάδα για την Αυτονομία,

https://protagma.wordpress.com/2021/01/06/%ce%bf%ce%b9-%ce%b1%ce%bc%ce%b5%cf%81%ce%b9%ce%ba%ce%b1%ce%bd%ce%b9%ce%ba%ce%ad%cf%82-%ce%b5%ce%ba%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%ad%cf%82-%ce%ba%ce%b9-%ce%b7-%ce%bc%ce%b5%cf%84%ce%b1%cf%84%cf%81%ce%bf%cf%80/

[7]  Τ. Frank, «La grande parade des larmes», Le Monde Diplomatique, Décembre 2020, 14.

Μανώλης Γ. Βαρδής

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2021

«Επιτηρούμενες ζωές» ή ο κύκλος των χαμένων εθνοφοβικών...

 

Η «μεταμοντέρνα» επίθεση στην συλλογική μας μνήμη συνεχίζεται…

 Δημήτρης Ε. Ευαγγελίδης

Το 2016 κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τον τίτλο «Επιτηρούμενες ζωές» και τον επιστημονικοφανή υπότιτλο «Μουσική, χορός και διαμόρφωση της υποκειμενικότητας στη Μακεδονία» της νεοεμφανιζόμενης συγγραφέα και επίδοξης κοινωνιολόγου Μαρίκας Ρόμπου-Λεβίδη, πρώην χορεύτριας με σπουδές στο Βασιλικό Θέατρο του Λονδίνου, όπως αναφέρει στο βιογραφικό της, με ενδιαφέροντα «την ανθρωπολογία της μουσικής και του χορού, την επιτέλεση και το σώμα, την πολιτική ανθρωπολογία, το σύνορο, τη μετανάστευση, το φύλο και τη βία». Έκανε και διδακτορικό, δίπλα στην Καθηγήτρια Jane Cowan, στο διαβόητο πανεπιστήμιο του Σάσσεξ, το οποίο ως γνωστόν αποτελεί για το συνάφι των οπαδών της παγκοσμιοποίησης, του πολυπολιτισμού, του εθνομηδενισμού και άλλων τινών, κάτι ανάλογο με το αλήστου μνήμης «Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο της Ανατολής».1    

Αναμενόμενη και η κινητοποίηση για την υποστήριξη και την προβολή αυτού του προπαγανδιστικού πονήματος, που κάτω από έναν ψευδο-επιστημονικό μανδύα αναμασάει τα φαιδρά αφηγήματα που υφιστάμεθα εδώ και χρόνια ad nauseam από τους κάθε είδους ιούς, μικρόβια, μυξομύκητες και γυμνοσάλιαγκες του εθνομηδενισμού και της αριστερής  αερολογίας. Όλος ο εσμός των γνωστών και μη εξαιρετέων ιθαγενών νεο-αριστερών, αλλά και δύο ξένων, έσπευσε να εξυμνήσει/διαφημίσει αυτό το ανιαρό και φλύαρο μεν, αλλά ιδιαίτερα στοχευμένο ιδεολογικοπολιτικά κατασκεύασμα, που βρίθει ψευδολογιών, συνειδητών διαστρεβλώσεων της πραγματικότητας, φιλελέφτ ανοησιών και εθνομηδενιστικών ταυτολογιών.

Την πρώτη θέση κατέχει ασφαλώς η άκρως εγκωμιαστική/εκθειαστική υμνολογία της προαναφερθείσης Jane Cowan, καθηγήτριας Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, στο Πανεπιστήμιο του Sussex:

«Με εμπειρία χορεύτριας, ερευνήτριας χορού και ανθρωπολόγου, η Μαρίκα Ρόμπου-Λεβίδη μιλάει για έναν κόσμο άγνωστο σε πολλούς Έλληνες: την επιτηρούμενη ζώνη της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου. […]

Μια εξαιρετικά διεισδυτική, ευαίσθητη και διαφωτιστική προσέγγιση της ένταξης και της αντίστασης και, ακόμα περισσότερο, των βαθιών προκλήσεων που τα εθνικιστικά εγχειρήματα θέτουν στα ενσώματα υποκείμενα…».

Ομολογώ ότι δεν μπόρεσα να προσδιορίσω τι ακριβώς είναι αυτά τα «ενσώματα υποκείμενα» που αναφέρει η βαθυστόχαστη καθηγήτρια. Υποθέτω μάλλον κάτι αντίθετο από τις «ασώματες κεφαλές» των τσίρκων περασμένων δεκαετιών.

__________________________      

 1.     Το Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο Εργαζομένων της Ανατολής [ρωσ.: Коммунистический университет трудящихся Востока ή КУТВ (KΟΥTΒ) -Καμμουνιστιτσιέσκιϊ ουνιβερσιτιέτ τρουντιάσσιχσια Βαστόκα ή Κα Ου Τε Βε], όπως ήταν ο πλήρης τίτλος του, ιδρύθηκε στις 21 Απριλίου 1921 στη Μόσχα από την Κομμουνιστική Διεθνή (Κομιντέρν), ως Σχολή εκπαίδευσης κομμουνιστικών στελεχών. Στο λεξιλόγιο του ΚΚΕ,  κούτβηδες  αποκαλούνταν τα καθαρόαιμα κομματικά στελέχη με τίτλο σπουδών από αυτήν την μεγάλη των ινστρουχτόρων σχολή, προορισμένα να αποτελέσουν τα ηγετικά στελέχη των ανά τον κόσμο κομμουνιστικών κομμάτων.

Όσο για τις «βαθιές προκλήσεις των εθνικιστικών εγχειρημάτων» το αφήνω ασχολίαστο, μια και ανήκει στην σφαίρα των εθνοφοβικών συμπλεγμάτων, από τα οποία σαφώς διακατέχεται η εν λόγω «προφεσόρισσα».

Ακολουθεί η περισπούδαστη κριτική για το «ξεχωριστό αυτό βιβλίο» του Λεωνίδα Εμπειρίκου, Ιστορικού, αριστερού (τι άλλο;) μεγαλοαστού, γιου του ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου, ο οποίος ήταν αδύνατον να χάσει αυτήν την ευκαιρία αυτοπροβολής, αποκαλύπτοντας τα πάθη των σλαβοφώνων (αμφιβάλλω εάν γνωρίζει τι ακριβώς είναι αυτοί οι σλαβόφωνοι και αν έχει συναντήσει κάποιον στην ζωή του) της Ανατολικής Μακεδονίας:

 «Μέσα στο ελληνικό κράτος, οι κοινότητες των σλαβόφωνων της Ανατολικής Μακεδονίας βρέθηκαν σ’ έναν επικοινωνιακά απομονωμένο και γλωσσικά κατακερματισμένο χώρο. Οι παλιές ιστορίες άλλαξαν νόημα μέσα στην απόκρυψη του γλωσσικού φαινομένου και τη διαπραγμάτευσή της από τα ίδια τα υποκείμενα, που αγγίζει σχεδόν τα πάντα: τα πανηγύρια, το χορό, τη μουσική, τα όργανα με τα οποία παίζεται και τα λόγια με τα οποία τραγουδιέται. Όλες οι αποχρώσεις της δύσκολης αυτής σχέσης του υποκειμένου με το κράτος —που περνά μέσα από τη γλώσσα και τη σωματικότητα—, στη μεγάλη ποικιλία που ορίζει η εγγραφή της στην ελληνική επικράτεια, περιγράφονται με ακρίβεια και ευαισθησία που ξεπερνά κάθε προσδοκία στο ξεχωριστό αυτό βιβλίο». (Σημ. ΔΕΕ: Οι επισημάνσεις δικές μου).

Στην διθυραμβική βιβλιοκριτική του,  ο καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου Ευθύμιος Παπαταξιάρχης (Πήρε το διδακτορικό του στην κοινωνική ανθρωπολογία από το London School of Economics το 1988), ο οποίος σύμφωνα με το βιογραφικό του: «Έχει δημοσιεύσει εκτενώς σε ζητήματα φύλου, εξουσίας και κοινωνικότητας, συγκρότησης του πολιτικού στον αγροτικό χώρο (sic) και πολιτισμικής διαχείρισης της διαφοράς στο πλαίσιο διαπολιτισμικών συναντήσεων, ιστορικής ανθρωπολογίας και ιστορίας της ανθρωπολογικής σκέψης» τονίζει τα εξής σπουδαιοφανή:

«Η Μαρίκα Ρόμπου-Λεβίδη έχει τη στόφα της ανθρωπολόγου πεδίου. Η διεισδυτική εθνογραφική της ματιά πηγαίνει πέρα από το αυτονόητο και το αδιαμφισβήτητο για να καταγράψει την αυτολογοκρισία ως δημιουργική, ιστορική διαδικασία. Με ευαισθησία ανασύρει τα ίχνη της βίας που έχει σημαδέψει τη ζωή των σλαβόφωνων κατοίκων της επιτηρούμενης ζώνης εκεί ακριβώς που συνήθως επισφραγίζεται δημόσια η συλλογική ταυτότητα, στην επιτέλεση της μουσικής παράδοσης. Η μελέτη της είναι μια πολύτιμη μαρτυρία της ικανότητας των ανθρώπων να εκμεταλλεύονται τις χαραμάδες, που αφήνουν τα ισχυρά καθεστώτα πειθάρχησης, για να αρθρώσουν τους δικούς τους ορίζοντες ζωής. Μια σημαντική συμβολή στην κατανόηση του Μακεδονικού ζητήματος».

(Σημ. ΔΕΕ: Οι επισημάνσεις δικές μου).

Αναλόγου ύφους, στόχου και επιπέδου είναι  και τα όσα γράφει ένα ακόμη μέλος της εθνοφοβικής παρέας, ο επίκουρος καθηγητής Ανθρωπολογίας της Μουσικής και του Χορού του Πανεπιστημίου Αιγαίου, Παν. Πανόπουλος:  

«Μια εξέχουσα συμβολή στην ιστορία και την εθνογραφία της μουσικής και του χορού στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια, μια από τις σημαντικότερες μελέτες για την ανθρωπολογία της μουσικής στο συγκεκριμένο χώρο από την εποχή που αυτό το πεδίο οριοθετήθηκε στην ελληνική εθνογραφία με την έκδοση της μονογραφίας της Jane Cowan: Η πολιτική του σώματος. Χορός και κοινωνικότητα στη βόρεια Ελλάδα. Τα κλασικά ανθρωπολογικά θέματα του φύλου και του ορίου συναντώνται με εξαιρετικά πρωτότυπες, εθνογραφικά εμπεριστατωμένες και θεωρητικά εμβριθείς, αναλύσεις των διαδικασιών υποκειμενοποίησης και σωματοποίησης της ιστορίας, της μνήμης και της πολιτισμικής εμπειρίας». (Σημ. ΔΕΕ: Οι επισημάνσεις δικές μου).

Δεν λείπει όμως και η απαραίτητη επικύρωση και «ευλογία» του «μεγάλου Αδελφού», με τα ανάλογα ενθουσιαστικά σχόλια από την πασιγνώστως άγνωστη (πλην των μυημένων, εννοείται) καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του πανεπιστημίου του Λος Άντζελες (UCLA)  Laurie Hart, η οποία γράφει τα εξής χαριτωμένα: 

«Σ’ αυτό το καθηλωτικό και γοητευτικά γραμμένο βιβλίο, η συγγραφέας αποκαλύπτει με δύναμη τις σύνθετες τακτικές κοινωνικής απόκρυψης και δημόσιας άρνησης που εξυφάνθηκαν μέσα από τη μουσική και το χορό στη Βόρεια Ελλάδα μετά τον Εμφύλιο. Με βαθιά γνώση του αντικειμένου, διεισδυτικότητα και οξύτητα πνεύματος, διερευνά την πολιτισμική παραγωγή στην πρώην επιτηρούμενη ζώνη των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, εκθέτοντας τη σίγαση του νοήματος που επέφερε η καταστολή αλλά και τη στοιχειωμένη χάρη της φωνής και της κίνησης των γυναικών. Δεν πρόκειται απλά για πρωτοποριακή εθνομουσικολογία, αλλά για εθνογραφία και κοινωνική θεωρία υψηλών προδιαγραφών, που συνοδεύεται από οξυδερκή κριτικό σχολιασμό της βιβλιογραφίας για το σύνορο και τη διαφορά στη Μακεδονία. Ένα κριτικό ανάγνωσμα για όλους όσοι ενδιαφέρονται να κατανοήσουν την ελληνική κοινωνία όπως είναι». (Σημ. ΔΕΕ: Οι επισημάνσεις δικές μου).

Τέλος, θα ήταν αδιανόητο να λείπει από την σύναξη του κύκλου των χαμένων εθνοφοβικών, η παλιά …καραβάνα του χώρου, η περιβόητη  Άννα Φραγκουδάκη, Ομότιμη Καθηγήτρια Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης, ΕΚΠΑ, όπως υπογράφει. Τι είναι το ΕΚΠΑ; Μήπως κάτι σαν το ΕΝΦΙΑ ή το ΦΠΑ; Όχι βέβαια, σημαίνει απλούστατα Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Και γιατί δεν το γράφει ολόκληρο; Μήπως για λόγους συντομίας; Πιθανόν, αλλά πιο πιθανό είναι ότι έτσι αποφεύγει τις κακές λέξεις, «εθνικό», «Καποδίστριας», το καθαρευουσιάνικο «Αθηνών» αντί «Αθήνας». Υπάρχουν «ευαισθησίες» και ίσως παρεξηγηθεί από τους ομόσταυλους και τα απωθημένα τους. Εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω συνταξιούχος πλέον καθηγήτρια προσθέτει και αυτή το λιθαράκι της: 

«Πρόκειται για μελέτη στηριγμένη σε πλούσιο ερευνητικό υλικό που συνδυάζει την επιστημονική αρτιότητα με την υψηλή κοινωνική ευαισθησία. Πρόταση επιστημονικού διαλόγου στο χώρο της ανθρωπολογίας, αλλά παράλληλα και ανάγνωσμα πολύ ενδιαφέρον για κάθε αναγνώστη/ρια που απασχολούν τα θέματα των εθνικών ταυτοτήτων και της κοινωνικής ένταξης, από μια πολύ σημαντική σκοπιά: τις πρακτικές των ίδιων των εμπλεκόμενων ανθρώπων»2.

(Σημ. ΔΕΕ: Οι επισημάνσεις δικές μου).

Όπως εύκολα διαπιστώνεται, η αερολογία, η (δήθεν) επιστημονική σοβαρότητα, η προσπάθεια εντυπωσιασμού με ακαταλαβίστικους για το ευρύ κοινό όρους, οι μαρξιστικές φαντασιώσεις και το εμπόριο ανθρωπισμού και ευαισθησίας είναι σε ημερήσια διάταξη, επιχειρώντας να πείσουν ότι επιτελούν κάτι σπουδαίο και κοινωνικά χρήσιμα και ότι δεν είναι μια κλίκα αργόσχολων φαφλατάδων που καταναλώνουν πόρους από τα χρήματα των φορολογουμένων.

Για το βιβλίο αυτό καθαυτό τώρα, που το διάβασα με σφιγμένα δόντια ομολογώ, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η επιτομή της ανιαρότητας μιας κατασκευασμένης ψευδο-επιστήμης που καλύπτεται πίσω από τον εντυπωσιακό και βαρύγδουπο τίτλο «Κοινωνική Ανθρωπολογία».

_________________________________

2. Για την Άννα Φραγκουδάκη και τις ιδεοληψίες της υπάρχει το ειρωνικότατο και   αποστομωτικό άρθρο-καταπέλτης του κορυφαίου κριτικού θεάτρου, συγγραφέα και διανοητή Κώστα Γεωργουσόπουλου που αξίζει να μελετηθεί λέξη προς λέξη εδώ: http://www.tanea.gr/news/greece/article/4056333/?iid=2


Στις «κοινωνικές επιστήμες» έχει αναφερθεί όχι κάποιος τυχαίος, αλλά ο διεθνούς φήμης, κύρους και αναγνώρισης Βυζαντινολόγος και Ακαδημαϊκός Σπύρος Βρυώνης στο μνημειώδες κείμενό του, που αναγνώσθηκε στην ημερίδα με θέμα «Ο Νέος Ελληνισμός: Έννοια, περιεχόμενο, χρονικά όρια» την οποία διοργάνωσε η Ακαδημία Αθηνών, στις 19 Οκτωβρίου 2010. Θα παραθέσω ορισμένα αποσπάσματα:

«...Συχνά, οι κοινωνικές επιστήμες, ως συνειδητές επιστημονικές ειδικότητες, δεν περιορίζονται στα όρια που θέτει η έρευνα, αλλά ενδύονται ένα είδος προφητικού μανδύα. Οι επαγγελματίες κάθε μιας από αυτές τις κοινωνικές επιστήμες συχνά διακηρύσσουν ότι διακονούν «επιστήμες», που, όπως υποστηρίζουν στον ακαδημαϊκό κόσμο, η ειδικότητά τους προσομοιάζει περισσότερο με τις φυσικές επιστήμες παρά με εκείνες της φιλολογίας και των άλλων ανθρωπιστικών επιστημών. Έτσι, ο τελικός σκοπός των περισσότερων κοινωνικών επιστημών είναι να επικυρώσουν και να καθορίσουν τους νόμους που διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Με τον τρόπο αυτό ισχυρίζονται ότι μπορούν να προβλέψουν πώς θα συμπεριφερθούν υπό δεδομένες συνθήκες, όχι μόνο τα άτομα, αλλά και μεγαλύτερες ομάδες, η οικογένεια, η φυλή, ή και ακόμα μεγαλύτερες συσσωματώσεις. Επίσης, ο ρόλος των διακεκριμένων και προβεβλημένων επαγγελματιών απολαμβάνει ένα είδος αναγνώρισης, ως αξιόπιστη πηγή και αυθεντία για την ανάλυση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. [...]

Με την αύξηση των πληθυσμών, την πολυπλοκότητα των οικονομικών και πολιτικών κρίσεων, τις απαιτήσεις της κοινωνίας, το «έθνος» και οι «εθνικισμοί» συχνά αναζητούν λύσεις από τους κοινωνικούς επιστήμονες. [...]

 Όμως, ακόμη και στις περιπτώσεις αυτές, η αξία της πρακτικής γνώσης είναι συγκεκριμένη και δύσκολα επιτρέπει στους κοινωνιολόγους να ισχυρίζονται ότι ο κλάδος τους συνιστά μια «επιστήμη» στα θέματα της θεωρίας και της ανάλυσης των εννοιών του «έθνους» και του «εθνικισμού». Διότι, εδώ, αυτές οι ειδικότητες πρέπει να βασιστούν στην ιστορία, ενώ οι θεωρίες τους δεν μπορούν να γενικευτούν σε τέτοιο βαθμό, διότι έχουν συγκεκριμένο ειδικό επιστημονικό προσανατολισμό και ο υποκειμενισμός πάντα ελλοχεύει. Οι μεθοδολογίες τους είναι επιρρεπείς στην «εφεύρεση» γενικών νόμων για τον καθορισμό της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Από την άλλη πλευρά, και αυτό είναι το παράδοξο, η συμβολή τους στη συνεχιζόμενη ανάλυση των εννοιών και θεωριών σχετικά με το «έθνος» και τον «εθνικισμό» είχε βαθιά επίδραση σε εκείνους τους κύκλους που συζητούν αυτά τα ειδικά σύγχρονα ζητήματα. Πολλοί είναι οι κοινωνικοί επιστήμονες οι οποίοι έχουν κληθεί, ως ειδικοί, ενώπιον του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γερουσίας, να αποφανθούν σχετικά με τις κρίσεις που αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. 

Οι πανταχού παρόντες πολιτικοί επιστήμονες, οι οποίοι έχουν διεισδύσει ιδιαίτερα στα Υπουργεία Εθνικής Ασφάλειας, Εξωτερικών, Άμυνας, στη CIA και άλλα ομοσπονδιακά όργανα, καθώς και στα πληθωρικά λεγόμενα «think-tanks», αποτελούν μια στρατιά (αριθμητικά) και, όπως ο στρατός, καταναλώνουν μεγάλα κεφάλαια που προέρχονται από την κυβέρνηση, τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και τα ξένα συμφέροντα. 

Έτσι, οι κοινωνικοί επιστήμονες δεν έχουν μόνο τη θεωρητική πλευρά τους, αλλά απολαμβάνουν πρακτικές και οικονομικές ανταμοιβές, οι οποίες επιτείνουν την υποκειμενικότητα τους. [...]

Επιπλέον, προχωρούν στην κατασκευή ή τη δημιουργία τεχνικών όρων (σε τέτοια έκταση ώστε χρειάζεται κανείς να προσφύγει σε εξειδικευμένα λεξικά για να βρει τις έννοιες πολλών τέτοιων όρων) και στηρίζονται σε ιστορικούς εξειδικευμένους σε περιοχές με τις οποίες οι κοινωνικοί επιστήμονες δεν είναι εξοικειωμένοι. 

Μπορούμε επί πλέον να διαπιστώσουμε την ισχυρή επίδραση των κοινωνικών επιστημόνων πάνω στην ιστορική επιστήμη, παράλληλα με την αδυναμία των κοινωνικών επιστημόνων να καταλήξουν σε οριστικά συμπεράσματα ως προς το «πότε» και το «πώς» του έθνους και του εθνικισμού, καθώς και την αποτυχία τους να διευκρινίσουν τον όρο και την έννοια του πολιτισμού. [...]

 Στην συνέχεια ο Σπ. Βρυώνης αναφέρεται στις θεωρίες του λεγόμενου «μοντερνισμού» και στους τρεις «πατριάρχες» του, Ernest Gellner, Eric Hobsbaum και Benedict Anderson, καθώς και στην περίοδο 1970-2003, η οποία αναφέρεται ως περίοδος  «ανόδου και πτώσης του κλασικού μοντερνισμού». Φθάνουμε έτσι σε μια νέα και σημαντική φάση του συνεχιζόμενου διαλόγου για την προέλευση και τη φύση του έθνους και του εθνικισμού, με τη νέα ερμηνεία περί «εθνοσυμβολισμού» που διατύπωσε ο Anthony D. Smith, ο οποίος υπήρξε ο ίδιος μαθητής του Gellner. Όπως τονίζει ο Σπ. Βρυώνης: «Στη διαμάχη που ακολούθησε και μπροστά στα αδιαμφισβήτητα επιχειρήματα του Smith, ο Anderson, σε αντίθεση με τον Gellner, υπήρξε πιο δεκτικός στις κριτικές που ασκήθηκαν στο έργο του και, τελικά, παραδέχτηκε ότι το έργο του είχε πλέον καταστεί περιθωριακό». [...]                                                   

Πριν ασχοληθούμε με τα όσα ισχυρίζεται στην «Εισαγωγή» και το κυρίως μέρος, στο αφόρητα πληκτικό και κουραστικό «πόνημά» της, κρίνω απαραίτητη την παράθεση ορισμένων πληροφοριών ώστε να γίνουν ευκολότερα αντιληπτά τα όσα θα αναφερθούν στην συνέχεια γύρω από τον ψευδο-επιστημονικό3  κλάδο της «Κοινωνικής Ανθρωπολογίας».

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 (μιας από τις πλέον κοσμογονικές και ανατρεπτικές δεκαετίες του 20ου αιώνα), ένα από πλέον δημοφιλή κινήματα υπήρξε αυτό που πυροδοτήθηκε από το συγκλονιστικό και πρωτοποριακό βιβλίο της Ραίητσελ Κάρσον «Σιωπηλή Άνοιξη»4 για την προστασία του περιβάλλοντος και την Οικολογία, που γέννησε με την σειρά του κινήσεις του τύπου «επιστροφή στην φύση», τους χίππηδες κλπ. 

_______________________________

3. Χρησιμοποιώ αυτόν τον χαρακτηρισμό όντας πεπεισμένος από σχετικές επιστημολογικές αναλύσεις που έχω υπ’ όψιν και οι οποίες αναφέρονται σε ορισμένους κλάδους που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «επιστημονικοί» μόνον διαστέλλοντας και γενικεύοντας τον ορισμό του «επιστημονικού». Ως προς την Κοινωνική Ανθρωπολογία οι αλληλοσυγκρουόμενες θεωρίες, τα λογικά άλματα, η κατασκευή και υπερπαραγωγή ορισμών και νέων όρων προς χρήση των μελών του ιερατείου, η αδυναμία εξαγωγής αξιόπιστων και εφαρμόσιμων αποτελεσμάτων, τείνουν να απαξιώσουν και να οδηγήσουν τον συγκεκριμένο κλάδο σε πλήρη ανυποληψία. Ήδη, από πολλούς, η Κοινωνική Ανθρωπολογία (συχνά συγχέεται, πιθανόν σκόπιμα, με την Πολιτισμική Ανθρωπολογία) κατατάσσεται στις λεγόμενες «τέχνες των υποθετικών στοχασμών» (guessing meditation arts) ή επί το λαϊκότερον  «guessing arts» (τέχνες της μαντεψιάς), που εξυπηρετούν κυρίως πολιτικο-ιδεολογικές σκοπιμότητες και όχι την Επιστήμη. Προσωπικά θεωρώ ότι αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που είναι γνωστό στην Φιλοσοφία ως «ετερογονία του σκοπού» δηλ. το ασύμπτωτο μεταξύ βούλησης και πραγματικότητας.  

4. Rachel Carson  (1907-1964), “Silent Spring”, 1962 


Ήταν αναμενόμενο να εμπλακούν στην όλη υπόθεση και οι κοινωνικοί ανθρωπολόγοι της εποχής, για να αποδείξουν την «κοινωνική ευαισθησία» τους, αλλά κυρίως την χρησιμότητά τους, διατυπώνοντας απίθανες θεωρίες με σαφή πολιτικο-ιδεολογικά κίνητρα, που επικρίθηκαν δριμύτατα.

Η χαριστική βολή όμως στις πλέον ακραίες μορφές τους, δόθηκε από τον Βρετανό Ζωολόγο – Ηθολόγο Ντέσμοντ Μόρρις (Desmond Morris), με το πολύκροτο βιβλίο του «Ο γυμνός πίθηκος».5

Όπως υπονοεί και ο υπότιτλός του («Μια μελέτη για το Ζώο-Άνθρωπος»), το έργο αυτό αποτελεί μια διεισδυτική ματιά από έναν ειδικό επιστήμονα στα κίνητρα συμπεριφοράς των «γυμνών (=άτριχων) πιθήκων», όπως αποκαλεί το ανθρώπινο είδος ο συγγραφέας, σύμφωνα με τον οποίον οι ρίζες αυτών των κινήτρων ανάγονται στην γενετική κληρονομιά του εξελικτικού παρελθόντος του σύγχρονου, «πολιτισμένου», ανθρώπου.

Ο Ντέσμοντ Μόρρις με την καταλυτική και τεκμηριωμένη κριτική του κατέρριψε τις παρωχημένες και αντιεπιστημονικές αντιλήψεις των παλαιότερων ανθρωπολόγων, αλλά και όλων εκείνων των κοινωνιολόγων (κοινωνικών ανθρωπολόγων), που στερούμενοι παιδείας στην Βιολογία, την Γενετική, την Εθνολογία και την Φυσική Ανθρωπολογία, ανέπτυσσαν θεωρίες και υποθέσεις (στηριγμένοι αποκλειστικά σε ανθρωπολογικό και εθνογραφικό υλικό πρωτόγονων κοινωνιών χαμένων σε κάποια ζούγκλα ή σε ένα ασήμαντο νησί του Ειρηνικού Ωκεανού), οι οποίες, όχι μόνον δεν αποτελούσαν πανάκεια για τα προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών, αλλά ήσαν και καταγέλαστες σε τελική ανάλυση. Όπως ξεκαθάρισε αφοπλιστικά ο Ντ. Μόρρις:

«…Οι απλές φυλετικές ομάδες που επιβιώνουν μέχρι σήμερα δεν είναι πρωτόγονες, είναι αποτελματωμένες. Πραγματικές πρωτόγονες ομάδες δεν υπάρχουν πια εδώ και χιλιάδες χρόνια… Τα χαρακτηριστικά που μελέτησαν οι παλαιότεροι ανθρωπολόγοι σ’ αυτές τις φυλές μπορεί να είναι ακριβώς εκείνα που εμπόδισαν την πρόοδο των ομάδων που αναφέραμε. Είναι λοιπόν επικίνδυνο να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις πληροφορίες σαν βάση για οποιοδήποτε γενικό διάγραμμα της συμπεριφοράς του είδους μας…» 

(Ντ. Μόρρις, ό.π. σελ. 12-13. Οι επισημάνσεις δικές μου). 

Ένα άλλο σημείο που πρέπει να τονιστεί είναι ο καίριος και καθοριστικής σημασίας ρόλος που διαδραματίζει ο ερευνητής στην προσέγγιση λαογραφικών και κοινωνιολογικών ζητημάτων αναλόγως της emic ή etic οπτικής της έρευνάς του. Οι όροι αυτοί (παρ’ όλο που προέρχονται από ρίζες ελληνικών λέξεων), δυστυχώς δεν έχουν δόκιμες μεταφράσεις στην ελληνική γλώσσα.

Δημιουργήθηκαν το 1954 από τον Αμερικανό γλωσσολόγο Κένεθ Πάικ (Kenneth Pike) από τους αντίστοιχους όρους της Γλωσσολογίας phon-emic and phon-etic και χρησιμοποιούνται σήμερα στην Ανθρωπολογία, Εθνολογία, Λαογραφία και στις κοινωνικές επιστήμες γενικότερα. Αναφέρονται στους δύο διαφορετικές προσεγγίσεις της έρευνας πεδίου και επομένως στις δύο διαφορετικές οπτικές που προκύπτουν.

Emic είναι η προσέγγιση/οπτική ενός μέλους «από τα μέσα» της κοινωνικής ομάδας η οποία διερευνάται, ενώ etic είναι η προσέγγιση/οπτική ενός παρατηρητή/ερευνητή «από τα έξω».6

________________________

5. Desmond Morris: “The naked Ape”, (1967) που μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 1970

6. Βλ. σχετικά: EMICS AND ETICS: The Insider/Outsider Debate http://www-01.sil.org/~headlandt/ee-intro.htm

            

        Η έρευνα της Μ. Ρόμπου υπήρξε σαφέστατα μια etic προσέγγιση, από την σκοπιά δηλ. ενός εξωτερικού παρατηρητή, που αγνοούσε παντελώς τις ιδιαιτερότητες, την ιστορική διαδρομή, το γλωσσικό ιδίωμα, την νοοτροπία και τις λογικές των μελών της πληθυσμιακής ομάδας, με αποτέλεσμα να προκύψουν σοβαρότατα προβλήματα, στα οποία θα αναφερθούμε στο τέλος.

            Επί πλέον η εν λόγω δεν ήρθε στην περιοχή για ουσιαστική έρευνα, αλλά για να αποδείξει με την «έρευνά» της, τις δικές της ιδεοληψίες, τις προκαταλήψεις της, τις προσχηματισμένες ήδη αντιλήψεις της, αλλοιώνοντας και διαστρεβλώνοντας κατά το δοκούν τα όσα «κατέγραψε».

            Ακόμη και αν δεχθούμε ότι όλα αυτά τα διέπραξε καλοπροαίρετα, τότε και πάλι καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το όλο εγχείρημα είναι απορριπτέο επιστημονικά μια και η συγγραφέας υπέπεσε στην προαναφερθείσα γνωστή πλάνη της Λογικής «Εν Αρχή Αιτείσθαι», αναφερόμενη και ως «petitio principii», υποκαθιστώντας με τα (αναπόδεικτα και προκατειλημμένα) συμπεράσματά της την υπόθεση που υποτίθεται ότι πρόκειται να ερευνήσει. Για να το εκφράσω με απλά λόγια είναι σαν κάποιος ερευνητής να δηλώνει ότι θα ερευνήσει το τι χρώμα έχουν οι κόκκινες πεταλούδες. Προφανώς κόκκινο! 

            Βεβαίως, δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε με υπερβολική αυστηρότητα μια πρώην χορεύτρια του Βασιλικού Θεάτρου του Λονδίνου και να απαιτούμε να έχει μελετήσει Λογική, έναν από τους δυσκολότερους ομολογουμένως κλάδους της Φιλοσοφίας, όμως από την άλλη πλευρά δεν ανεχόμαστε την ξεδιάντροπη προπαγάνδα που επιχειρεί, θεωρώντας ότι στερούμαστε απλής λογικής και αγνοούμε το «τι παίζεται» γύρω μας με τις σκοπιμότητες διαφόρων κέντρων. 

Μετά από αυτές τις απαραίτητες πληροφορίες και διευκρινίσεις ας εξετάσουμε αυτά που αναφέρονται στην Εισαγωγή του βιβλίου. Γραμμένη, όπως και όλο το βιβλίο σε μια εποχή τεχνητής ευημερίας και πληθωρικής αισιοδοξίας, όπου μεσουρανούσαν οι παγκοσμιοποιητικές ιδεοπληξίες και η ενορχηστρωμένη προπαγάνδα των ΜΜΕ, αλλά και μεγάλης μερίδας ακαδημαϊκών που δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στις πλουσιοπάροχες επιχορηγήσεις διαφόρων ιδρυμάτων και οργανισμών, αποτυπώνει σε κάθε σελίδα τις εθνομηδενιστικές στοχεύσεις της «έρευνας», όπως και τα εθνοφοβικά σύνδρομα που την διακατέχουν.

Έτσι, στην σελ. 14 τονίζει «την οριακότητα που συνοδεύει την έννοια του εθνικού συνόρου»,  κατακεραυνώνει «τις θεωρητικές και πολιτικές προκείμενες του εθνικισμού, που σε μεγάλο βαθμό ευθύνονται για την δημιουργία και αναπαραγωγή του Μακεδονικού ζητήματος» και λίγο παρακάτω αναφέρεται στο «πέρασμα της Μακεδονίας από το προ-εθνικό στο εθνικό καθεστώς», εντελώς αυθαίρετα και αναπόδεικτα, χωρίς βέβαια να μπει τον κόπο να εξηγήσει πόθεν τεκμαίρονται όλες αυτές οι σοβαροφανείς αποφάνσεις*.  

Στην σελ. 22 παρομοίως καταγγέλλει «το ζοφερό καθεστώς επιτήρησης που σημάδεψε βαθιά το πολίτευμα της χώρας»! Αναρωτήθηκε άραγε η μεγάλη αυτή ερευνήτρια με τις «εμπεριστατωμένες και θεωρητικά εμβριθείς αναλύσεις» ποιοι υπήρξαν οι λόγοι (στρατιωτικοί, πολιτικοί, ιστορικοί) που υποχρέωσαν τις ελληνικές κυβερνήσεις να επιβάλουν την επιτήρηση των συνόρων; Μήπως έχει την εντύπωση ότι η Ελλάδα συνόρευε με την Ελβετία και την Σουηδία;

 ________________________________

 * απόφανση = γνώμη που διατυπώνεται με την αξίωση ότι είναι αληθινή, ως δόγμα (λεξικά), αλλά και απόφαση δικαστηρίου (νομ.)

            Είναι πάντως αποκαλυπτικά τα όσα γράφει στην σελίδα 31 όπου ομολογεί ότι «όπως συνέβη και στην Ελλάδα, έτσι και στη Βουλγαρία επιβλήθηκε από τα πάνω ένα […] καθεστώς επιτήρησης». Και τότε τι μας ζαλίζετε αγαπητή με καταγγελίες και δακρύβρεκτα περί «επιτηρούμενων ζωών» και τα παρόμοια; Προφανώς για την δημιουργία εντυπώσεων ή κάνω λάθος; Ενδιάμεσα (σελ. 25) ήταν αδύνατο να αποφύγει και το επιβαλλόμενο «γλύψιμο» με την αναφορά στο «καταξιωμένο έργο της Jane K. Cowan» και είναι βέβαιον ότι οι αναγνώστες δεν θα μπορέσουν να αποφύγουν τα ειρωνικά χαμόγελα. Καταξιωμένο από ποιους; Από την διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα, από κάποιους παγκόσμιους Οργανισμούς, από τον Πάπα της Ρώμης, από ποιους τέλος πάντων; Μάλλον από τα μέλη του ιερατείου, τους «κολλητούς» και όσων προσδοκούν να συμπεριληφθούν σ’ αυτό, υποθέτω. Όσο για το παραληρηματικό περί «εθνοτικά στιγματισμένων μουσικών οργάνων των ντόπιων», το αφήνω ασχολίαστο.

            Θα μπορούσα να συνεχίσω σελίδα-σελίδα με τα όσα φαιδρά, αναξιόπιστα, αλλά και εμπαθή εκθέτει στο κυρίως μέρος το βιβλίου, πιστεύω όμως ότι δεν έχει νόημα. Η εν λόγω «εμετρήθη, εζυγίσθη και ευρέθη ελλιπής». Είναι όχι μόνον ελλιπής επιστημονικά, αλλά η εμπάθειά της, οι προκαταλήψεις της και οι ιδεοπληξίες της την καθιστούν ιδιαίτερα προβληματική, αλλά και προσβλητική απέναντι των γηγενών Μακεδόνων, όταν μάλιστα παραθέτει φαιδρολογήματα ορισμένων ημιμαθών ή απλώς επιπόλαιων «ειδικών», όπως η περίπτωση κάποιου Reiss, Καθηγητή του Πανεπιστημίου της Λωζάνης, ο οποίος γράφει (σελ. 224) τα εξής εξωφρενικά: «…οι Μακεδόνες είναι το αποτέλεσμα των αλλεπάλληλων κατοχών που υπέστη αυτή η γη […] Του είναι αδιάφορο εάν είναι Βούλγαρος, Σέρβος ή Έλληνας…». Το τραγικό είναι ότι λίγες γραμμές παρακάτω η συγγραφέας διαπιστώνει ότι «προφανώς η θέση του Reiss δεν είναι ιδεολογικά ουδέτερη»!  Κλαυσίγελως!          

            Κλείνω με ένα πραγματικό «μαργαριτάρι» που αν μη τι άλλο αποδεικνύει την πλήρη σύγχυση της συγγραφέως, που έχει ανακατέψει γεγονότα, ιστορικές αλληλουχίες, γεγονότα, πρόσωπα και πράγματα σε τρομακτικό βαθμό. Στην σελίδα 226 γράφει επί λέξει τα εξής απίστευτα: «…στον Εμφύλιο οι κάτοικοι δεν τάχθηκαν με τον ΕΛΑΣ αλλά υποστήριξαν τον Εθνικό Στρατό. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο ΕΛΑΣ έκαψε το χωριό για να εκδικηθεί τη στάση που κράτησαν οι κάτοικοί του στη διάρκεια της ένοπλης αναμέτρησης.» Με απλά λόγια, η εν λόγω προφανώς πιστεύει ότι ο Β΄ Π.Π. έγινε ΜΕΤΑ τον «Εμφύλιο»! Αυτό δεν προκύπτει από τα παραπάνω; Ή κάνω λάθος; Θα της πρότεινα λοιπόν ότι με τέτοια παιδαριώδη λάθη, προϊόντα κακοχωνεμένων μελετών και αναγνώσεων, θα ήταν προτιμότερο να συνεχίσει την καριέρα της ως χορεύτρια και να αφήσει στην άκρη ανθρωπολογίες, εθνογραφίες και τα «ενσώματα υποκείμενα», εάν δεν επιθυμεί να εκτεθεί περισσότερο. 

            Το βιβλίο της Μαρίκας Ρόμπου δεν υπήρξε «κεραυνός εν αιθρία». Πριν από 20 ακριβώς χρόνια είχε κυκλοφορήσει ένα αναλόγου ποιότητας, επιπέδου και προπαγανδιστικής στόχευσης βιβλίο από κάποια απόφοιτη (1975) του κολλέγιου «Ανατόλια» Θεσσαλονίκης, και πτυχιούχου (1979) Χημείας (!) του Κολλεγίου Wooster στο Οχάϊο των ΗΠΑ, το οποίο έτυχε ανάλογης θριαμβευτικής υποδοχής και υμνολογίας, για το οποίο είχα γράψει τα εξής: "Το 1997 κυκλοφόρησε από τις πανεπιστημιακές εκδόσεις του Πανεπιστημίου του Σικάγου ένα περίεργο βιβλίο, γραμμένο στα πλαίσια της «μεταμοντέρνας» ιστοριογραφίας, δηλαδή της στρατευμένης στην κατεύθυνση της παγκοσμιοποίησης και της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, νέας επιστημονικής ορθοδοξίας. Αναφέρομαι στο διαβόητο «ιστορικό έργο» κάποιας Αναστασίας Καρακασίδου με τον «κουλτουριάρικο» τίτλο “Fields of Wheat, Hills of Blood” («Χωράφια με σιτάρι, Λόφοι με αίμα»), University of Chicago 1997, το οποίο κυκλοφόρησε πριν μερικά χρόνια και στα ελληνικά με τον τίτλο «Μακεδονικές Ιστορίες και Πάθη» («Οδυσσέας», Αθήνα 2000). 



            Σε σχετικό άρθρο (βλ. περιοδικό «Άρδην» τ. 66 - Αύγουστος-Οκτώβριος 2007) τόνιζα επίσης τα παρακάτω: «…ήταν αναμενόμενο το ότι το συγκεκριμένο «έργο» προβλήθηκε και διαφημίστηκε από γνωστούς «προοδευτικούς», «αριστερούς» και «πολυπολιτισμικούς» κύκλους, ως το απαύγασμα της σύγχρονης ιστορικής ανάλυσης και επιστημονικότητας! Συμβαίνει να είμαι δίγλωσσος Έλληνας της Μακεδονίας και γνωρίζω καλά, όχι μόνον το ιδίωμα, αλλά και την ιστορία της ευρύτερης περιοχής από προφορικές παραδόσεις και μελέτη ιστορικών στοιχείων. Ομολογώ ότι έφριξα από τα λάθη, τις παρερμηνείες, τις σκόπιμες διαστρεβλώσεις και την «επιστημονική» μεθοδολογία αυτού του ψευδοϊστορικού «πονήματος». Ούτε λίγο ούτε πολύ η συγγραφεύς ισχυρίζεται ότι οι πληθυσμοί της Μακεδονίας είχαν ρευστή και ασαφή εθνική συνείδηση, γεγονός που εκμεταλλεύθηκαν οι Έλληνες και οι Βούλγαροι, για να τους επιβάλλουν εκ των υστέρων την ελληνική και βουλγαρική, κατά κύριο λόγο με την βοήθεια της Εκκλησίας τους (Πατριαρχική-Εξαρχική) και των σχολείων τους (ελληνικά-βουλγαρικά), αντίστοιχα…». 

            Όπως υποστηρίζει η κα Καρακασίδου, ο «μακεδονικός αγώνας» των αρχών του 20ου αιώνα δεν ήταν τίποτε άλλο από το αποκορύφωμα του ανταγωνισμού των ελληνικών και βουλγαρικών εθνικών ελίτ για την διεύρυνση των εμπορικών τους συμφερόντων στην Μακεδονία (ό.π. σελ. 197):

«…Αυτές οι προσπάθειες ελλήνων και πατριαρχικών αγωνιστών, που καθοδηγούνταν συνήθως από οικονομικά συμφέροντα, οράματα αλυτρωτισμού ή θρησκευτικό ζήλο, υπήρξαν καθοριστικές για το μετασχηματισμό ορισμένων χριστιανών κατοίκων της Μακεδονίας σε μαχητική ελληνική ομάδα…» (ό.π. σελ. 180-181).

«…τα εμπορικά οικονομικά συμφέροντα έδιναν το υπόβαθρο της σύγκρουσης για τη Μακεδονία…» (ό.π. σελ. 194).

«…οι πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα ήταν μια περίοδος έντονης οικοδόμησης έθνους στη Μακεδονία…» (ό.π. σελ. 198).

Επί πλέον η συγγραφέας απορρίπτει και διαγράφει μονοκονδυλιά όλους τους ξεπερασμένους και οπισθοδρομικούς, κατά την γνώμη της, Έλληνες ιστορικούς, τωρινούς και παλαιότερους, ισχυριζόμενη ότι:

«…Η ελληνική εθνική ιστοριογραφία απέτυχε γενικά να αντιμετωπίσει το κρίσιμο ζήτημα του πώς αναδείχτηκε αρχικά η ελληνική εθνική ή εθνοτική συνείδηση και με ποιο τρόπο μεταβιβάστηκε και αναπαράχθηκε μέσα στο χρόνο…» (ό.π. σελ. 170).

Όσο για το τι είναι αυτή η «εθνοτική» συνείδηση, σύμφωνα με τις μεταμοντέρνες σαπουνόφουσκες, είναι ένα προδρομικό στάδιο για την δημιουργία εθνικής συνείδησης. Όπως μάλιστα αναφέρει η ίδια στην Εισαγωγή: «…οι εθνοτικές ομάδες είναι βασικά ομάδες συμφερόντων…» (ό.π. σελ. 63).

Με άλλα λόγια η εθνική συνείδηση δεν είναι ένα πνευματικό γεγονός, αλλά ένα προϊόν οικονομικών διαδικασιών και αποτέλεσμα υλικών επιδιώξεων!

Επί πλέον όλη η φαιδρή επιχειρηματολογία των γνωστών εθνοφοβικών «προοδευτικών» κύκλων, που την λουστήκαμε κατά κόρον τον τελευταίο καιρό με αφορμή το βιβλίο «ιστορίας» της ΣΤ΄ Δημοτικού, είναι καταγεγραμμένη στο «πόνημα» αυτό (*).

 ______________________________

(*) Όπως π.χ. ότι οι προύχοντες και ο ανώτερος κλήρος κατέφυγαν μετά την έκρηξη της επανάστασης του 1821 στην Τριπολιτσά «όπου βρήκαν καταφύγιο υπό την προστασία του τουρκικού στρατού (σελ. 164), ότι το Πατριαρχείο ήταν αντίθετο στον ελληνικό αγώνα για την ανεξαρτησία (σελ. 167), ότι Πατριαρχείο και Φαναριώτες αντιτάχθηκαν στην δημιουργία ανεξάρτητου Βασιλείου (σελ. 179), περί κρυφού σχολειού ως θρύλου (σελ. 186-189), ότι «ο εθνικισμός δημιουργεί τα έθνη» (σελ. 72), ότι ο εθνικισμός είναι μια «σκοτεινή, στοιχειώδης, απρόβλεπτη δύναμη αρχετυπικής φύσης, που απειλεί την γαλήνια ευταξία της πολιτισμένης ζωής (σελ. 173) και άπειρες τέτοιες μεταμοντέρνες και νεοταξίτικες ανοησίες.

 

                Έτσι, η εκτεταμένη αναφορά της συγγραφέως στον "πατριάρχη" του εθνομηδενισμού καθηγητή κ. Α. Λιάκο για την «βοήθειά» του (ό.π. Πρόλογος, σελ. 33) δεν με εξέπληξε. Κάτω από το πρίσμα των εξελίξεων των τελευταίων δεκαετιών θα νομιμοποιούσε κάποιον να ισχυριστει ότι η «έρευνα» και το βιβλίο της Καρακασίδου (αναπληρώτριας καθηγήτριας πλέον στο Κολλέγιο Wellesley των Η.Π.Α.) απετέλεσε μια δοκιμή για τις αντιδράσεις και κυρίως τις αντιστάσεις της νεοελληνικής κοινωνίας στο οδοστρωτήρα της παγκοσμιοποίησης και της πνευματικής / πολιτισμικής πολτοποίησης των λαών, αλλά και των μεθόδων και των μέσων που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν...".

            Η συχνή βιβλιογραφική αναφορά του πονήματος της Καρακασίδου στο βιβλίο της Ρόμπου, επίσης δεν μας εντυπωσίασε, μια και ήταν αναμενόμενη. Ίδιες στοχεύσεις, ίδιες ασυναρτησίες και ψευδο-επιστημονικά «κορακίστικα», ίδια αυθαίρετα συμπεράσματα, ίδιες πορείες, ίδια κέντρα.

            Και μια και αναφέρθηκα σε «αυθαίρετα συμπεράσματα» θα παραθέσουμε συγκεκριμένα παραδείγματα, ώστε να αποφύγουμε εύκολες κατηγορίες για εμπάθεια προς το νέο αστέρι του εθνοφοβικού Πανθέου. Επιλέγω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από τα πολυάριθμα που μπορεί να εντοπίσει ένας προσεκτικός και «υποψιασμένος» αναγνώστης. Στην σελίδα 296 του «Παραρτήματος Α» στο τέλος του βιβλίου γράφονται τα εξής απίθανα:

«Οι ελληνικές πηγές, ανταποκρινόμενες στην επίσημη αναγνώριση ενός βουλγαρικού μιλλέτ από την Πύλη καθώς και την συνακόλουθη εσωτερική διάσπαση των σλαβόφωνων της Μακεδονίας κατά τον 19οαιώνα, χρησιμοποίησαν τους όρους Ελληνοβούλγαροι (για τους Πατριαρχικούς) και Βουλγαροσλάβοι (για τους Εξαρχικούς) προκειμένου να αναφερθούν στις δύο διακριτές κατηγορίες γηγενών»!

Αγνοώ από πού ξετρύπωσε αυτούς τους απίστευτους όρους η συγγραφέας και κυρίως ποιες είναι αυτές οι «ελληνικές πηγές», στις οποίες αναφέρεται γενικά και αόριστα. Πώς τα τεκμηριώνει αυτά; Πότε και πού χρησιμοποιήθηκαν αυτοί οι όροι; Πρόκειται για κάποια επίσημα έγγραφα ή απλώς δημοσιογραφικές καταγραφές καφενειακών συζητήσεων του τύπου «δεξιότερα Κουροπάτκιν!»; Άγνωστον.

            Ισχυρίζομαι   λοιπόν ότι αυτοί οι ήκιστα σοβαροί «όροι» χρησιμοποιήθηκαν από κάποιον ημιμαθή γραφειοκράτη κάποιου Υπουργείου είτε ακόμη χειρότερα από κάποιον ανόητο πολιτικάντη προς επίδειξη γνώσεων και πρωτοτυπίας. Και τελικώς από ποιούς «υιοθετήθηκαν» αυτοί οι όροι, όπως αναφέρει αμέσως παρακάτω από το απόσπασμα που παρέθεσα και πώς αποδεικνύεται αυτή η «υιοθεσία»; Υπάρχει κάποιο κρατικό έγγραφο; Κάποιο επίσημο κείμενο; Κάποια δήλωση ή τοποθέτηση στην Βουλή ή στις εφημερίδες της εποχής; Τίποτε. Niente. Nada.

            Προφανώς ο στόχος είναι η διακωμώδηση του ελλαδικού κράτους και της εθνικής πολιτικής (αποτυχημένης ή όχι είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση). Θα μπορούσε άραγε κάποιος σοβαρός επιστήμονας να περιγράψει μια πληθυσμιακή ομάδα Καθολικών με διαφορετική εθνικότητα ως «Ισπανοκινέζους», ή μια ομάδα Μουσουλμάνων ως «Πακιστανογάλλους»; Δεν θα γινόταν καταγέλαστος; Προς τι λοιπόν αυτό το άσχετο και ατεκμηρίωτο υποκεφάλαιο; 

            Τα επόμενα υποκεφάλαια ανήκουν στην ίδια κατηγορία και επίπεδο με την διαφορά ότι σε αυτά υπάρχουν κάποιες παραπομπές, όχι βέβαια σε αξιόπιστες έρευνες και συγγράμματα, αλλά στο βιβλίο του …Κωστόπουλου. Πρόκειται για το πολυδιαφημισμένο προπαγανδιστικό κατασκεύασμα του γνωστού «Ιού» της αλήστου μνήμης «Ελευθεροτυπίας» Τάσου Κωστόπουλου: «Η απαγορευμένη γλώσσα» (2000) που εξακολουθεί να αποτελεί το «λάβαρο» των σκοπιανολάγνων, αλλά και όλου του συρφετού των εθνομηδενιστών, αποτελώντας πια “must” για οποιανδήποτε και οποιονδήποτε ασχολείται με αυτά τα ζητήματα και κυρίως για εκείνες/εκείνους που κατέχονται από φοβικά σύνδρομα μήπως κατηγορηθούν ως «εθνικιστές», «ακροδεξιοί» ή «φασίστες» από τους ασκούντες, εδώ και δεκαετίες, ιδεολογική τρομοκρατία «νέο-αριστερούς» κάθε απόχρωσης και επιπέδου.  

            Βεβαίως ανάλογες επιλεκτικές παραπομπές διανθίζουν ολόκληρο το βιβλίο, όπως αναφορές στον αμφιλεγόμενο Λόριγκ Ντάνφορθ για τα …επιτεύγματα του οποίου υπάρχει το εξαιρετικό άρθρο της Μαρίας Τσοσκούνογλου (περιοδικό Άρδην τ. 67 – Δεκέμβριος 2007) με τίτλο: Ένας πολύ τυχερός άνθρωπος ή η λαμπρή ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του Λ. Ντάνφορθ στην Ελλάδα, καθώς και περισσότερες λεπτομέρειες στο αφιέρωμα με τίτλο «Λόριγκ Ντάνφορθ: Ο ...εργολάβος των Σκοπίων» εδώ:  https://ethnologic.blogspot.gr/2012/11/blog-post.html

       Εννοείται ότι δεν υπήρχε περίπτωση να λείπει και η επίσης γνωστή και μη εξαιρετέα Ολλανδέζα Βαν Μπουσχότεν, καθηγήτρια ελληνικού (!) πανεπιστημίου (Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας), την οποία πληρώνουν οι Έλληνες φορολογούμενοι για να υπονομεύει την χώρα μας και την εξωτερική της πολιτική.

         Τελικώς, το ατυχές αυτό πόνημα για τις «Επιτηρούμενες ζωές», όχι μόνον δεν πρόσφερε κάτι ουσιαστικό στην έρευνα, αλλά δημιούργησε και πολλές παρενέργειες όταν έγινε αντιληπτό από τους κατοίκους των περιοχών όπου «εκτελέστηκε» η έρευνα, οι οποίοι έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι αυτά που είχαν αναφέρει στις συνεντεύξεις αλλοιώθηκαν στην καλύτερη περίπτωση ή διαστρεβλώθηκαν στην χειρότερη.

            Παραθέτω απόσπασμα επιστολής διαμαρτυρίας (18 Ιανουαρίου 2017) του τότε δημοδιδασκάλου στο χωριό Βαμβακόφυτο Σερρών κ. Γιώργου Καλίγκα όπου αναφέρονται τα εξής αποκαλυπτικά για το είδος της «έρευνας» που πραγματοποιήθηκε στις περιοχές της ανατολ. Μακεδονίας:

«…Εξεπλάγην όμως δυσάρεστα, και αυτός είναι ο λόγος  για τον οποίο γράφω αυτά, όταν είδα ότι εκεί υπάρχει αναφορά για  κάποιο γλωσσικό ιδίωμα, που χαρακτηρίζεται Σλαβομακεδόνικο, ότι η  χρήση του όρου ντόπιος γίνεται για προσδιορισμό μιας ιδιαίτερης  εθνοπολιτισμικής ομάδας, ότι τα σλάβικα ήταν η μητρική γλώσσα πολλών  κατοίκων κλπ, για την οποία αναφορά εγώ δεν ήμουν ενήμερος ότι θα  γινόταν,  και εάν ήμουν, δε θα συμφωνούσα να συμμετέχω στο πρόγραμμα  σας. Στο κάτω κάτω, δε σας χρωστάω τίποτα και ούτε επιτρέπω σε κανέναν  να κάνει παιχνίδια χρησιμοποιώντας εμένα. Και γιατί, παρακαλώ, δε με  ενημέρωσε κανείς σας για την ύπαρξη αυτών των ιστοσελίδων; Δε νομίζετε  ότι είχατε ηθική υποχρέωση να το κάνετε; […] Έρχεται στη συνέχεια και η κ Μαρίκα Ρόμπου – Λεβίδη με το βιβλίο που  εκδίδει το Μάιο του 2016 από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια» και που φέρει  τον τίτλο «Επιτηρούμενες Ζωές». Για τη συγγραφή του αντλεί στοιχεία  από το epth, αφού βρεθήκαμε στον ίδιο χώρο στις 24-2-2001. Στο βιβλίο  της αυτό, εκτός των άλλων, περιγράφει και έναν οργανοπαίκτη μας, που  δεν έχει πάει ούτε στο δημοτικό σχολείο και κάνει έναν σκληρό αγώνα  για την επιβίωσή του, με τρόπο υποτιμητικό θα έλεγα. Ακόμα,  διαβάζοντάς το κανείς, αποκομίζει την εντύπωση ότι, εμείς εδώ στις  παραμεθόριες περιοχές, έχουμε στήσει φάμπρικα και δεν κάνουμε κάτι  άλλο, εκτός από το να μεταφράζουμε τραγούδια από κάποια άλλη γλώσσα,  στην Ελληνική! Έλεος! Έχουμε πιο σοβαρά προβλήματα να ασχοληθούμε. Και πώς έγινε κ Ρούμπου και δεν μπορέσατε να επικοινωνήσετε, όντας σε  ένα χωριό, με το δάσκαλο στον οποίο αναφέρεστε στη σελίδα 89, σημ. 30,  του βιβλίου σας- «Μόνο σε μια κοινότητα –το Βαμβακόφυτο Σερρών- η  μετάφραση κάποιων τραγουδιών αποδόθηκε από τους κατοίκους της σε άντρα  που ήταν δάσκαλος  στο τοπικό δημοτικό σχολείο»- και να ενημερωθείτε  από «πρώτο χέρι» γι αυτό που έγινε με τα τραγούδια μας; Ο Παπάς, ο  Πρόεδρος και ο δάσκαλος φαίνονται στο χωριό κι όποιον κι αν ρωτούσατε  θα σας βοηθούσε να τον βρείτε. Ή μήπως δεν σας βόλευε να τον βρείτε;»

Όπως πληροφορούμαι η υπόθεση θα έχει και συνέχεια μια και οι κάτοικοι των χωριών έχουν ξεσηκωθεί και ετοιμάζονται για νομικές ενέργειες.

Στο «Δια ταύτα» λοιπόν η προσωπική μου αξιολόγηση είναι η εξής: Το βιβλίο αυτό απορρίπτεται «Επί της Αρχής, κατ’ άρθρον και επί του συνόλου». 

Ως προς την συγγραφέα τώρα, η απάντησή μου είναι η ακόλουθη:  

«Αυτά τα ισοπεδωτικά ιδεολογήματα που παρήγαγε ο ξεπερασμένος μαρξιστικός διεθνισμός και συνεχίζει να παράγει ο νεοφιλελεύθερος παγκοσμιοποιητικός κοσμοπολιτισμός, είναι επικίνδυνα για κάθε ευνομούμενη Πολιτεία, από την σκοπιά της αναγκαίας κοινωνικής συνοχής και ομοψυχίας, αποτελούν δε αφηγήματα, που καλλιεργούν διχαστικές λογικές και εθνοτικά μίση. Δυστυχώς, όταν οι επιστήμες και οι επιστήμονες στρατεύονται σ’ αυτά ακυρώνουν και την όποια επιστήμη τους και τον εαυτό τους». 

Δημήτρης Ε. Ευαγγελίδης, Ιούλιος 2017