Σάββατο 28 Απριλίου 2018

Φάκελος: ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (14)



Ένα εξαιρετικά επίκαιρο άρθρο, γραμμένο πριν 11 χρόνια, που ισχύει κάθε του λέξη ακόμα  και σήμερα. 

Λάθος «λύση», 
σε λάθος πρόβλημα, 
τη λάθος στιγμή

Του Χρύσανθου Λαζαρίδη
  
Αδιαλλαξία εν όψει μιας διαπραγμάτευσης, δείχνουν είτε αυτοί που νιώθουν υπερβολικά ισχυροί λόγω αλαζονείας, είτε αυτοί που νιώθουν απολύτως ανίσχυροι λόγω ανασφάλειας. Οι αλαζόνες δεν νιώθουν την ανάγκη να κάνουν την παραμικρή υποχώρηση. Και οι απελπισμένοι δεν έχουν το παραμικρό περιθώριο να κάνουν την ελάχιστη υποχώρηση.
Για να προκύψει διαπραγματευτική λύση μιας διαμάχης, συνήθως οι δύο πλευρές πρέπει να βρίσκονται σε μιαν «ενδιάμεση» κατάσταση: να μην νιώθουν υπερβολικά ισχυροί, αλλά ούτε και υπερβολικά ανασφαλείς. Μόνο τότε έχουν κίνητρα να κάνουν υποχωρήσεις (αφού δεν νιώθουν υπερβολικά ισχυροί) κι έχουν, ταυτόχρονα, περιθώρια να κάνουν υποχωρήσεις (αφού δεν νιώθουν υπερβολικά ανίσχυροι).Γι’ αυτό και δεν είναι συνηθισμένο να προκύπτει μια μόνιμη λύση μέσα από διαπραγμάτευση. Είναι η εξαίρεση μάλλον, παρά ο κανόνας. Διότι πρέπει να βρίσκονται και οι δύο πλευρές σε αυτή την «ενδιάμεση κατάσταση». Αλλά αυτό συμβαίνει σπάνια. Εδώ συχνά υπεισέρχεται και ο παράγοντας «χρόνος»: Καμιά φορά η μία πλευρά μπορεί να μη νιώθει αλαζονική, αλλά προσδοκά να κερδίσει αρκετά ακόμα, στο μέλλον. Συνεπώς δεν έχει κίνητρο να έλθει σε συμβιβασμό τώρα. Ενώ η άλλη πλευρά μπορεί να μη νιώθει απελπισμένη, αλλά φοβάται ότι αν έλθει σε συμβιβασμό, μπορεί να χάσει ακόμα περισσότερα, αργότερα. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ακόμα κι αν η διαφορά στην αίσθηση ισχύος των δεν πλευρών δεν έχει φτάσει στα άκρα (αλαζονείας κι απελπισίας), πάλι αρκούν διαφορετικές προσδοκίες για το μέλλον, για να ακυρώσουν μια διαπραγμάτευση.
Για να υπάρξει διαπραγματευτική λύση, είναι απαραίτητο αμφότερες οι πλευρές να βρίσκονται πολύ κοντά σε αίσθηση ισχύος. Κι ακόμα είναι απαραίτητο να έχουν πειστεί αμφότερες, ότι ο χρόνος κυλά υπέρ τους, αν τα βρουν - όχι αν αφήσουν σε εκκρεμότητα τη διαφορά τους. Αυτό είναι μάλλον σπάνιο. Κι αυτός είναι ο λόγος που έχουμε πολλά διεθνή προβλήματα ανοικτά. Και σπάνια έχουμε διαπραγματευτικές λύσεις από τις οποίες προκύπτουν μόνιμες και σταθερές συμφωνίες. Έτσι, η Τουρκία δείχνει σήμερα αδιαλλαξία έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου, γιατί νιώθει ιδιαίτερα ισχυρή, δηλαδή από αλαζονεία. Ενώ τα Σκόπια δείχνουν αδιαλλαξία έναντι της Ελλάδος, για τον ακριβώς αντίθετο λόγο: γιατί νιώθουν μεγάλη ανασφάλεια.

Η ανασφάλεια των Σκοπίων
Τα Σκόπια γνώριζαν εξ αρχής ότι ήταν ένα πολυεθνικό κράτος, που προσπαθεί να υπάρξει ως «εθνικό κράτος-Μακεδόνων». Ο ψευτομακεδονισμός του ήταν η μόνη συγκολλητική ουσία ενός συνονθυλεύματος, αποτελούμενου από σλαβικούς πληθυσμούς που δηλώνουν «Μακεδόνες» και νιώθουν Βούλγαροι, από άλλους σλαβικούς πληθυσμούς που δηλώνουν «Μακεδόνες», αλλά νιώθουν ξεχωριστή εθνότητα (μη Βούλγαροι και μη Έλληνες) κι από Αλβανόφωνους που αντιμετωπίζουν τη «Μακεδονική ταυτότητα» ως σκέτο γεωγραφικό προσδιορισμό και νιώθουν Αλβανοί.

Το Μακεδονικό ιδεολόγημα, μπορούσε να λειτουργήσει συγκολλητικά στο μέλλον, μόνο αν προσλάμβανε χαρακτηριστικά αλυτρωτισμού: δηλαδή αν διακήρυσσε την ύπαρξη «υπόδουλων Μακεδόνων» εκτός συνόρων και προσέβλεπε την «απελευθέρωσή» τους. Για να υπάρξει ως «ενιαίο έθνος Μακεδόνων» ένα συνονθύλευμα πληθυσμών - που δεν ήταν ούτε «ενιαίο» ούτε «έθνος Μακεδόνων» - θα ’πρεπε να προσλάβει χαρακτηριστικά του πιο επιθετικού αλυτρωτισμού σε βάρος των γειτόνων του. Κι αυτό έκανε το νεοπαγές κράτος, ήδη από το Προοίμιο του Συντάγματός του. Αμφισβητώντας η Ελλάδα το όνομα των Σκοπίων, αμφισβητούσε ολόκληρο το Μακεδονικό ιδεολόγημα. Και αποκρούοντας τον αλυτρωτισμό των Σκοπίων, ακύρωνε τη μόνη συγκολλητική ουσία του κράτους: τη μακεδονική ταυτότητα.
Τα Σκόπια ήταν αδύνατο να διαπραγματευθούν - πολύ περισσότερο να απεμπολήσουν - τη μόνη συγκολλητική ουσία τους. Γι’ αυτό και ουδέποτε δέχθηκαν οποιαδήποτε αλλαγή στο όνομά τους. Υπάρχει, βέβαια, η φιλολογία για το λεγόμενο «Πακέτο Πινέϊρο» που προτάθηκε, στην Ελλάδα το Μάρτιο του 1992 και απορρίφθηκε από την τότε Ελληνική Κυβέρνηση (Μητσοτάκη) κι από το Β΄ Συμβούλιο Αρχηγών. Η πρόταση εκείνη ήταν «Νέα Μακεδονία», αποτελούσε προσωπική εισήγηση του κ. Κουτιλιέϊρο, βοηθού του κ. Πινέϊρο, και πριν απορριφθεί από την Ελλάδα είχε ήδη απορριφθεί από τα Σκόπια. Αυτό το ομολογεί ο ίδιος ο κ. Κουτιλιέϊρο. Το επιβεβαιώνει ο κ. Πινέϊρο. Το επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο Κ. Γκλιγκόροφ, στο βιβλίο του που εκδόθηκε πρόσφατα, όπου επισημαίνει ότι την πρόταση εκείνη Πινέϊρο-Κουτιλιέϊρο ούτε που την είχαν συζητήσει καν! Σκεφτείτε: Εκείνοι δεν το συζήτησαν ποτέ. Εμείς ακόμα κουβεντιάζουμε μιαν ανύπαρκτη «χαμένη ευκαιρία».
Μετά το 2001 η ηγεσία των Σκοπίων νιώθει ακόμα πιο ανασφαλής. Γιατί οι Αλβανόφωνοι της FYROM ξεσηκώθηκαν, έφτασαν ως τα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου και η γενική αιματοχυσία αποφεύχθηκε με τη Συμφωνία της Αχρίδας. Η Συμφωνία εκείνη προβλέπει ότι οι Αλβανοί γίνονται πλέον «συστατική εθνότητα» της FYROM. Από τη στιγμή που η FYROM αποτελείται από δύο συστατικές εθνότητες τους Αλβανούς και τους λεγόμενους «Μακεδόνες» - παύει να είναι πλέον ενιαίο εθνικό κράτος «Μακεδόνων». Ο ψευτομακεδονισμός, ως συγκολλητική ουσία του κράτους, υπέστη αποφασιστικό πλήγμα και μάλιστα στο εσωτερικό του.

Μετεξέλιξη η διάσπαση
Το βασικό πρόβλημα, πλέον, αφορά όχι το όνομα, αλλά την ίδια την υπόσταση της FYROM. Κι είναι πρόβλημα για τη σταθερότητα ολόκληρης της περιοχής:
Είτε η FYROM θα μετεξελιχθεί σε Ομοσπονδία καντονίων, διαφορετικής και διαχωρισμένης εθνολογικής σύστασης - κατεύθυνση που προεξοφλεί η Συμφωνία της Aχρίδας.

Είτε θα διαμελιστεί, με την Αλβανική περιοχή του Τετόβου να αποσχίζεται από τη FYROM και να ενώνεται με το Κόσσοβο (ή απευθείας με την Αλβανία). Η επερχόμενη ανεξαρτησία του Κοσσόβου, οδηγεί προς αυτή τη δεύτερη λύση.

Εν όψει αυτών των εξελίξεων, η κυβέρνηση των Σκοπίων νιώθει απόλυτα ανίσχυρη. 
Η ύπαρξή της απειλείται από την επικείμενη ανεξαρτησία του Κοσσόβου. 

Η μετεξέλιξή της προεξοφλείται από την Συμφωνία της Aχρίδας. Η Κυβέρνηση των Σκοπίων δεν είναι σε θέση να επιτρέψει ούτε τον διαμελισμό της χώρας ούτε την μετεξέλιξη του κράτους σε Ομοσπονδία (που μπορεί να ανοίξει το δρόμο για ειρηνική απόσχιση των Αλβανών αργότερα). Η εκκρεμότητα της ονομασίας με την Ελλάδα απλώς επιτείνει τα αδιέξοδα των Σκοπίων. Αν απεμπολήσουν το «συνταγματικό τους όνομα», απλώς επιδεινώνουν την ήδη επισφαλή θέση τους.

Η πραγματική διαπραγμάτευση που «καίει» τα Σκόπια είναι με τους Αλβανούς του Τετόβου που επιδιώκουν απόσχιση, και με τους Δυτικούς που πιέζουν για ειρηνική μετεξέλιξη των Σκοπίων σε Ομοσπονδία, κατ’ εφαρμογή της Συμφωνίας της Αχρίδας, για να αποτραπεί η απόσχιση του Τετόβου. Μέχρι να λυθεί αυτό το πρόβλημα τα Σκόπια δεν διαπραγματεύονται τίποτε.. Όταν θα ξεσπάσει η κρίση του Τετόβου, τα Σκόπια θα διαπραγματεύονται τα πάντα.
Συνεπώς, μέχρι να φτάσουμε στο σημείο εκείνο, κάθε διαπραγμάτευση με την Ελλάδα είναι μάταιη. Και κάθε υποχώρηση της Ελλάδας, περιττή και επιζήμια. Όταν θα τεθεί το πρόβλημα μετεξέλιξης ή διαμελισμού των Σκοπίων, τότε η κυβέρνησή τους θα είναι έτοιμη να διαπραγματευθεί τα πάντα. Πολύ περισσότερα από μια «σύνθετη ονομασία».
Όποιος ενδιαφέρεται σοβαρά για διαπραγματευτική λύση, αναζητά και την κατάλληλη στιγμή, το περιβόητο timing. Η κατάλληλη στιγμή είναι όταν τα Σκόπια τεθούν έμπρακτα μπροστά το δίλημμα: Ομοσπονδιακή μετεξέλιξη ή διαμελισμός.
Τότε θα αναγκαστούν να αλλάξουν το Σύνταγμά τους, για να γίνουν Ομοσπονδία και να αποφύγουν το διαμελισμό. Και τότε θα τεθεί ζήτημα αλλαγής και του Προοιμίου του Συντάγματός τους και της «συνταγματικής τους ονομασίας». Πολύ περισσότερο που στο νέο (Ομοσπονδιακό) Σύνταγμα και στο νέο όνομα θα έχουν λόγο και οι Αλβανοί του Τετοβου, για τους οποίους το ψευτομακεδονικό ιδεολόγημα δεν λέει τίποτε.

 Συμπεράσματα
* Μπορεί στο θέμα της ονομασίας ο χρόνος να κυλά υπέρ των Σκοπίων, αλλά στο μείζον θέμα της ύπαρξής τους, ο χρόνος κυλά σε βάρος τους.
* Το βασικό που τους ενδιαφέρει είναι η ύπαρξή τους, όχι το όνομά τους.
* Το δίλημμα που τους τίθεται είναι αν θα διαμελιστούν ή θα μετεξελιχθούν σε Ομοσπονδία για να αποφύγουν το διαμελισμό.
* Μέχρι να τεθεί αυτό το δίλημμα από τα πράγματα (με την ανεξαρτησία του Κοσσόβου), τα Σκόπια δεν είναι διατεθειμένα να διαπραγματευθούν το παραμικρό. Όταν θα τεθεί από τα πράγματα αυτό το δίλημμα, τα Σκόπια θα είναι υποχρεωμένα να διαπραγματευθούν τα πάντα.
* Η κατάλληλη στιγμή για διαπραγμάτευση δεν είναι τώρα, αλλά τότε. Διότι τότε η Ελλάδα θα μπορεί να αποσπάσει πολλά, ενώ σήμερα δεν μπορεί να αποσπάσει τίποτε. Κι αν θέλουμε να δείξουμε «ευελιξία», η κατάλληλη στιγμή θα είναι τότε, όχι τώρα.
Το πρόβλημα που μπορούν να καταλάβουν όλοι οι άλλοι, αφορά τη διεθνή σταθερότητα: Ότι έχουμε δίπλα μας μια χώρα που για να παραμείνει ενωμένη η ίδια είναι υποχρεωμένη να κανοναρχεί ένα επιθετικό σωβινισμό, είναι αναγκασμένη να προσχωρεί σε ένα απροκάλυπτο "αλυτρωτισμό". Κι ο σωβινισμός είναι επικίνδυνος, ανεξαρτήτως μεγέθους εκείνου που τον διακηρύσσει, διότι είναι «μεταδοτικός». Όπως κι ο ψευδο-αλυτρωτισμός είναι επικίνδυνος, διότι λειτουργεί αποσταθεροποιητικά.
* Το όνομα της Μακεδονίας είναι παράγωγο αυτού του γενικότερου προβλήματος. Δεν μπορούμε να το δεχθούμε, διότι απλούστατα δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε έναν ψευδο-αλυτρωτισμό που στρέφεται εναντίον μας. Κι ακόμα δεν μπορούμε να απεμπολήσουμε το δικό μας δικαίωμα στην εθνική μας κληρονομιά. Διότι αν το κάνουμε σήμερα, αύριο δεν θα μπορεί η Ελληνική Μακεδονία να χρησιμοποιεί τον όρο αυτό για να αυτό-προσδιοριστεί.
* Το πρόβλημα του ονόματος θα λυθεί μόνο όταν μετεξελιχθεί η ίδια η FYROM σε Ομοσπονδία για να μη διαμελιστεί, ή αρνηθεί να μετεξελιχθεί και αναπόφευκτα διαμελιστεί. Ως τότε καμία λύση δεν είναι εφικτή. Κι αν επιχειρηθεί, θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα, δεν θα λύσει κανένα από τα ήδη υπάρχοντα.

Δεν χρειάζεται να αγωνιούμε, λοιπόν, για το πώς θα ονομάζεται αύριο, ένα κράτος που δεν ξέρει το ίδιο αν και πώς θα υπάρχει. Δεν χρειάζεται να βιαζόμαστε «να κλείσουμε, όπως-όπως», ένα πρόβλημα που ήδη το λύνει η ζωή με τη διάλυση ή τη μετεξέλιξη των Σκοπίων σε Ομοσπονδία. Και δεν χρειάζεται να κάνουμε αβάστακτες υποχωρήσεις σήμερα, όταν η άλλη πλευρά δεν μπορεί να διαπραγματευθεί τίποτε, ενώ αύριο θα αναγκαστεί να διαπραγματευθεί τα πάντα.

Χ.Λ.

Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

Φάκελος: ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (13)


Η βουλγαρική Κατοχή 
της Μακεδονίας
Οι επιδιώξεις των Βουλγάρων 

Της Κατερίνας Τσέκου

Μετά την ήττα του ελληνικού στρατού από τις ναζιστικές δυνάμεις, η περιοχή από τον Στρυμόνα έως τον Εβρο, μαζί με τα νησιά της Θάσου και της Σαμοθράκης παραχωρήθηκαν στη Βουλγαρία, ως ανταμοιβή για την προσχώρησή της στον Αξονα (εκτός από 3/4 του νομού Εβρου, έπειτα από σχετική αξίωση της Τουρκίας). Εκτοτε, για τους κατακτητές ανήκαν διοικητικά στην «περιφέρεια Ασπρης Θάλασσας» ή «Αιγαίου» ή «Αιγαιίδα» (Μπελομόρε), η οποία συμπεριλαμβανόταν στην 4η περιοχή (Στάρα Ζαγκόρα - Πλόβντιφ - Μπελομόρε) της βουλγαρικής επικράτειας. 

Εδώ έγκειται και η διαφορά μεταξύ ιταλικής, γερμανικής και βουλγαρικής κατοχής. Οι Ιταλοί και οι Γερμανοί αναγνώριζαν ότι βρίσκονται σε μια ξένη χώρα ως δύναμη κατοχής, ενώ οι Βούλγαροι προπαγάνδιζαν ότι βρίσκονται σε «απελευθερωμένο βουλγαρικό έδαφος» και σκόπευαν να μείνουν οριστικά. Η Βουλγαρία ισχυριζόταν πως δεν κατέλαβε, αλλά απελευθέρωσε περιοχές, οι οποίες ήταν βουλγαρικό εθνικό έδαφος με αδύναμο βουλγαρικό πληθυσμό, λόγω της προηγηθείσας πολιτικής εξελληνισμού του ελληνικού κράτους. Έτσι δικαιολογούσε τα αποτελέσματα βουλγαρικής απογραφής της 31ης Μαΐου 1941 στην «περιφέρεια Ασπρης Θάλασσας», κατά την οποία καταγράφηκαν 13 πόλεις και 799 χωριά (συνολικά 812 οικισμοί) και απογράφηκαν 649.419 κάτοικοι. Και συγκεκριμένα κατά εθνικότητα 43.761 Βούλγαροι, 6.138 Πομάκοι, 72.985 Τούρκοι, 514.426 Ελληνες και 12.019 άλλοι (Εβραίοι, Αρμένιοι κ.ά.). 

Η νέα βουλγαρική κατοχή υπήρξε βαρύτερη από τις προηγούμενες (η πρώτη στους Βαλκανικούς, 1912 - 1913, κι η δεύτερη στον Α΄ Παγκόσμιο, το 1916 - 1919), καθώς ο ελληνισμός της «βουλγαροκρατούμενης ζώνης» (514.426 Ελληνες, κατά τους Βουλγάρους) βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν επιθετικό βουλγαρικό επεκτατισμό, ανανεωμένο από τις νέες συνθήκες, λόγω της συνεργασίας του με τη Γερμανία, και αποφασισμένο με το τέλος του πολέμου να διεκδικήσει «αποκατάστασιν της εθνικής ενότητος της Βουλγαρίας». 

Η μοναρχική εξουσία του Βόρη Γ΄, με την «πρόθυμη», κατά την προπαγάνδα της, συνεργασία και συμμετοχή της πολιτικής, εμποροβιομηχανικής, επιστημονικής και καλλιτεχνικής κοινότητας της Βουλγαρίας, επιχείρησε να ανατρέψει τα πληθυσμιακά δεδομένα και να (απο)δείξει την ενότητα της «Παλιάς Βουλγαρίας» με τα «νεο-απελευθερωμένα» εδάφη. 

Προετοίμαζε την πολυπόθητη οριστική προσάρτησή τους, με το να δημιουργήσει «εθνικά δίκαια» των «σκλαβωμένων για χρόνια Βουλγάρων αδελφών» στις παραχωρημένες, από τους Γερμανούς, στη Βουλγαρία περιοχές: τα σερβικά εδάφη, τη Δομβρουτσά, επαρχία ρουμανική, αλλά και «την περιφέρεια Ασπρης Θάλασσας», δηλαδή τον νομό Σερρών, εκτός της περιοχής της Νιγρίτας (δηλαδή εκτός του 1/5 του νομού Σερρών), τους νομούς Δράμας - Ξάνθης - Καβάλας - Ροδόπης και Εβρου, εκτός της ουδέτερης ζώνης (δηλαδή εκτός των 3/4 του νομού Εβρου). 

Παρά τις όποιες αρχικές υποσχέσεις προς τους κατοίκους για ασφάλεια, ευνομία, ζωή, τιμή και περιουσία, όλα μαρτυρούν ότι εφαρμόσθηκε στα νεοαποκτηθέντα για τη Βουλγαρία εδάφη ένα μελετημένο, και στις λεπτομέρειές του, πρόγραμμα εμφάνισης των υπό κατοχήν περιοχών με όψη και χαρακτήρα βουλγαρικό. 

Η εξέγερση της Δράμας και η σφαγή στο Δοξάτο 

Η πρώτη ένοπλη αντίδραση στον αφόρητο ζυγό της βουλγαρικής κατοχής, η εξέγερση της Δράμας και της γύρω περιοχής της (28 προς 29 Σεπτεμβρίου 1941), παραμένει σκοτεινή υπόθεση σε πολλά σημεία της. Φαίνεται πως η κομματική οργάνωση του ΚΚΕ Δράμας εκτίμησε εσφαλμένα την κατάσταση: Παρασύρθηκε, υπολογίζοντας σε γρήγορη νίκη του «Κόκκινου Στρατού» και στη λαϊκή δυσαρέσκεια και τη λαχτάρα για αντίδραση στην καταπίεση. Έδωσε πίστη σε φήμες για κομμουνιστική εξέγερση στη Βουλγαρία κατά των Γερμανών και για επικείμενη προσχώρηση του βουλγαρικού στρατού κατοχής σ' αυτήν (ενδεχομένως υποβολιμαίες από την Ασφάλεια των βουλγαρικών Αρχών κατοχής - Οχράνα. Δηλαδή δεν αποκλείεται βουλγαρική «προβοκάτσια» με σκοπό την εξόντωση του ελληνικού στοιχείου). 

Η εξέγερση, όμως, ήταν πρόωρη και η έλλειψη στρατιωτικών στελεχών και κατάλληλων μηχανισμών, αλλά και σχεδίου και στόχου, δεν άφηναν προοπτική επιτυχίας και οδήγησαν σε τραγωδία. 

Με το πρόσχημα της καταστολής της εξέγερσης, οι βουλγαρικές Αρχές προχώρησαν σε σκληρά αντίποινα σε βάρος του άμαχου πληθυσμού στην ευρύτερη περιοχή της Δράμας: συλλήψεις, εκτελέσεις (3.000 στην πόλη της Δράμας και στο χωριό Δοξάτο μόνο), ανακρίσεις, ξυλοδαρμοί, λεηλασίες... Η συστηματική καταδίωξη των ανταρτών συνεχίσθηκε μέχρι τις 5 Νοεμβρίου 1941. Οι βουλγαρικές δυνάμεις κατάφεραν την εξόντωση των ενόπλων ανταρτικών ομάδων και τη σύλληψη και εκτέλεση ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ, ενώ, και μέχρι τα μέσα του 1942, οι ελάχιστοι διασωθέντες αντάρτες επιχειρούσαν να διαφύγουν στη γερμανοκρατούμενη ζώνη. 

Τα «γεγονότα της Δράμας» συγκλόνισαν όλο τον υπόδουλο ελληνικό λαό. Στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη οι συνέπειες ήταν καθοριστικές για το μέλλον: επικράτησε σύγχυση για τις συνθήκες εκδήλωσης «του κινήματος της Δράμας», το ΚΚΕ βρέθηκε χωρίς ηγεσία, εξαιρετικά δύσκολη ήταν πια η ανάπτυξη αξιόλογου μαζικού ανταρτικού κινήματος, διότι προέκυψε διστακτικότητα και φόβος του πληθυσμού για την ένοπλη δράση, αλλά και καχυποψία και εχθρότητα κάποτε προς το ΚΚΕ, στο οποίο χρεώνονταν τα τρομερά αντίποινα των Βουλγάρων, με αποτέλεσμα να ευνοηθεί η εμφάνιση και η δράση αυτόνομων, κυρίως εθνικιστικών, αντιστασιακών ομάδων. 

Συμπερασματικά, στη διάρκεια της κατοχής 1941 - 1944, η Βουλγαρία, σε πλήρη αντίφαση με την επίσημη ρητορική της «...περί τηρήσεως απολύτου ισότητος και δικαιοσύνης έναντι του πληθυσμού...», μέσω της αποδυνάμωσης, της απομάκρυνσης, της εξόντωσης, της «βουλγαροποίησης» του πληθυσμού και της τελικής αλλοίωσης της εθνολογικής του σύνθεσης προετοίμαζε την επιθυμητή οριστική προσάρτηση της Ανατολικής Μακεδονίας και Δυτικής Θράκης. Για να εκπληρώσει επιτέλους, με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το όνειρο της «Μεγάλης Βουλγαρίας» και να επικρατήσει στη χερσόνησο του Αίμου. 

Οι προσπάθειες αφελληνισμού του πληθυσμού 

Ο Ελληνισμός, ανεπιθύμητος στη βουλγαροκρατούμενη Ανατολική Μακεδονία και Δυτική Θράκη υπέστη, κατά την τρίχρονη κατοχή (1941 - 1944), μέτρα κατάργησης κάθε εθνικής και θρησκευτικής του ελευθερίας, αλλά και σκληρότατα μέτρα εξόντωσής του: 

- Κατάλυση του ελληνικού κράτους σε όλες του τις εκδηλώσεις (Διοίκηση, Εκκλησία, Παιδεία...). 

- Ανάληψη της δημόσιας και ιδιωτικής οικονομικής ζωής από το βουλγαρικό κράτος και από Βούλγαρους ιδιώτες (αναγκαστικός συνεταιρισμός, απαγόρευση άσκησης επαγγελμάτων...). 

- Αποδυνάμωση του ελληνικού στοιχείου με την απομάκρυνση των στηριγμάτων του, πνευματικών, κοινωνικών, ηθικών, τις απελάσεις, τη στρατολογία και την απαγωγή των ανδρών μακριά από τις εστίες τους (ομηρία, «τάγματα εργασίας»). 

- «Βουλγαροποίηση» του ελληνικού στοιχείου, με την υποχρέωση έκδοσης βουλγαρικής ταυτότητας, πίεση για δήλωση βουλγαρικής εθνικότητας, υποχρεωτική χρήση βουλγαρικής γλώσσας σε όλες τις εκδηλώσεις της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής κ.ά. 

- Οικονομική αφαίμαξη του ελληνικού στοιχείου με την επιβαλλόμενη ανεργία, τη βαριά φορολογία, τον αναγκαστικό δανεισμό από το βουλγαρικό Δημόσιο, τις αρπαγές κ.ά. 

- Τρομοκράτηση, βιαιοπραγίες, απαγορεύσεις, εξαθλίωση των λαϊκών τάξεων, κυρίως με τους περιορισμούς στη διατροφή, το νερό, τον φωτισμό. 

- Δημογραφική αραίωση του τόπου, καθώς με τις διάφορες πιέσεις προωθούνταν η εκούσια ή ακούσια μετανάστευση των Ελλήνων κατοίκων του. 

- Αλλοίωση της εθνολογικής σύνθεσης με τον εποικισμό με Βούλγαρους εθελοντές εποίκους. 

- Προπαγάνδα του βουλγαρικού ενδιαφέροντος με την οργάνωση συνεδρίων, διασκέψεων κ.ά., την κατασκευή τεχνικών έργων κ.ά. διαφημιζόμενων με απροκάλυπτες τυμπανοκρουσίες από τον βουλγαρικό Τύπο. 

- Εμφάνιση μορφωτικού - καλλιτεχνικού - «εκπολιτιστικού» έργου με εκδηλώσεις στις κατεχόμενες περιοχές προς επίδειξη του βουλγαρικού χαρακτήρα της «Νέας Βουλγαρίας» (κοινής καταγωγής, θρησκείας, γλώσσας, ηθών και εθίμων).

* Η κ. Κατερίνα Τσέκου είναι διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου.

Τρίτη 24 Απριλίου 2018

Φάκελος: ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (12)


Για το ζήτημα 
της ονομασίας των Σκοπίων


Ένα κατατοπιστικότατο άρθρο που δημοσιεύθηκε στις 27 Ιουλίου 2016 αλλά εξακολουθεί να είναι επίκαιρο.


Η προ μηνών αναφορά, του Αναπληρωτή Υπουργού αρμόδιου για θέματα Μεταναστευτικής Πολιτικής κ. Μουζάλα, των Σκοπίων με το όνομα Μακεδονία προκάλεσε αντιδράσεις και ποικίλα  σχόλια.[1] Χρησιμοποιώντας αυτή τη δήλωση ως αφορμή καταθέτουμε μερικές σκέψεις αναφορικά με το ζήτημα της ονομασίας της γειτονικής χώρας και τα διαχρονικά χαρακτηριστικά χειρισμού θεμάτων εξωτερικής πολιτικής από την ελλαδική πολιτεία.
Τοποθετήσεις σαν και αυτή του κ. Μουζάλα αλλά και κάθε κρατικού αξιωματούχου βλάπτει τη χώρα. Το πολιτικό προσωπικό αλλά, το σημαντικότερο, η κοινωνία, αποκαμωμένη από την οικονομική κρίση, εθίζεται στην ρητορική των γειτόνων βαυκαλιζόμενη ότι επιλέγουμε το δρόμο του συμβιβασμού και της σύνεσης και ότι αυτό θα εκτιμηθεί από τα Σκόπια και τους συμμάχους… 
Όταν δημόσιοι λειτουργοί  χρησιμοποιούν ή, χειρότερα σε άλλες περιπτώσεις, υποστηρίζουν, ότι  τα  Σκόπια θα έπρεπε να ονομάζονται Μακεδονία οι βόρειοι γείτονες δεν έχουν κίνητρο να εγκαταλείψουν τις ανιστόρητες θέσεις τους και ταυτόχρονα κερδίζουν αυτό που, πρωτίστως, επιθυμούν· την νομιμοποίηση των θέσεων αυτών από την Αθήνα.
Μάλιστα, θα μπορούσε, κάλλιστα, να υποστηριχθεί,  λόγω της επιμονής των Σκοπιανών να μην χρησιμοποιούν καν το  προσωρινό όνομα της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995 (Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας), αλλά να εμμένουν στο συνταγματικό τους όνομα (Δημοκρατία της Μακεδονίας), οι Έλληνες αξιωματούχοι, οι διπλωματικές αντιπροσωπείες στο εξωτερικό αλλά και τα ελληνικά ΜΜΕ,  μπορούν να κάνουν λόγο για Σκόπια, ή Δημοκρατία των Σκοπίων.

Συχνά υποστηρίζεται από ορισμένους πολιτικούς και αναλυτές ότι η Αθήνα σπαταλά πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο στο ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων! Σειρά επιχειρημάτων χρησιμοποιoύνται για να υποβαθμίσουν την ανάγκη αντίδρασης στη χρήση της λέξης Μακεδονία εκ μέρους των Σκοπιανών.
Το μεγαλύτερο μέρος των χωρών του ΟΗΕ, υποστηρίζεται, αναγνωρίζει τα Σκόπια με το συνταγματικό τους όνομα. Η αξία αυτού του γεγονότος, όμως, συνδέεται άμεσα με τις αντοχές των Αθηνών. Σημασία έχει τι κάνει η Ελλάς. Οι καταχραστές των Σκοπίων είναι ανασφαλείς. Επιζητούν  νομιμοποίηση της κλοπής, μια νομιμοποίηση που θα έρθει μόνο με την υπογραφή της ελληνικής κυβερνήσεως.
Η αναγνώριση από τρίτους δεν έχει αξία αυτή καθ’ εαυτή παρά μόνο στο βαθμό που ασκεί πίεση στην Αθήνα να συναινέσει στις ανιστόρητες αξιώσεις των Σκοπιανών. Όπως ακριβώς και στο Κυπριακό με την Άγκυρα αυτή τη φορά να επιζητεί τη δική μας υπογραφή για να νομιμοποιήσει την εισβολή και την κατοχή 42 ετών…

Η Αθήνα κρατά τη μοίρα στα χέρια της. Οι κραυγές περί δήθεν απομονωτισμού, μαζί με τη διάθεση της μεταπρατικής ελίτ της χώρας να κλείνουν(;) ένα–ένα τα εθνικά θέματα για να αφιερωθούμε απερίσπαστοι στο όνειρο της ευρωπαϊκής ευμάρειας (ποια ευμάρεια;), το μόνο που κάνουν είναι να υπονομεύουν τη θέληση για μακροχρόνιο αγώνα. Εξάλλου, δεν υπάρχει υποχρέωση μια χώρα να δεσμεύεται από τις εσωτερικές συνταγματικές διατάξεις μια άλλης χώρας. Αν αυτό συνέβαινε θα επέτρεπε στους πολίτες ή στο Κοινοβούλιο μιας χώρας να λαμβάνουν αποφάσεις για ζητήματα, τα οποία αφορούν τρίτα κράτη και να έχουν αξίωση από τα τελευταία να αποδεχθούν τις αποφάσεις αυτές. Η άποψη ότι πρέπει να σεβαστούμε το συνταγματικό τους όνομα υποκρύπτει την αξίωση ότι η βούληση των Σκοπιανών είναι πιο σημαντική, πιο ιερή, πιο ανώτερη από αυτή των Ελλήνων….

Τα Σκόπια είναι μικρό κράτος και δεν μπορούν να βλάψουν την Ελλάδα, έτερο επιχείρημα. Από μόνα τους σίγουρα όχι. Το 1940 η Ιταλία δεν εισέβαλλε στην Ελλάδα πραγματοποιώντας απόβαση στα Ιόνια Νησιά, αλλά χρησιμοποίησε το προτεκτοράτο της Αλβανίας. Η Αλβανία από μόνη της δεν μπορούσε να βλάψει την Ελλάδα. Ενεργούμενο, όμως, της Ρώμης έβλαψε την Ελλάδα όπως και το κράτος των Σκοπίων ενεργούμενο της Άγκυρας ή, ίσως, της Σόφιας μπορεί να επιφέρει ζημιά. Μια τουρκική στρατιωτική βάση, χιλιάδων Τούρκων στρατιωτών, στα Σκόπια θα αποτελεί εστία ανησυχίας για τις Ελληνικές ΄Ενοπλες Δυνάμεις. 
Εναλλακτικά, αν, μακροπρόθεσμα, τα ερείσματα της Σόφιας ενισχυθούν στα Σκόπια, η Βουλγαρία θα αναλάβει την προώθηση του Μακεδονισμού εντασσόμενου στην διαχρονική βουλγαρική οπτική…

Διάλογος: Τρόπος επίλυσης ή αυτοσκοπός;
Η απουσία στρατηγικού σχεδιασμού, η φοβία στην άρθρωση των συμφερόντων της χώρας  αλλά κυρίως η άρνηση να καταβληθεί το κόστος υποστήριξης των συμφερόντων αυτών αναγκάζει την Αθήνα να προστρέχει στο καταφύγιο του διαλόγου όχι ως μέσο επίλυσης διαφορών  αλλά ως αυτοσκοπό ελπίζοντας πως η διαδικασία του διαλόγου, αυτή καθ’ αυτή, από μόνη της, αρκεί  ώστε να γεφυρωθεί το χάσμα. Ο διάλογος προσεγγίζεται ως μια διαδικασία, εντελώς, ξεχωριστή και εναλλακτική από την ένταση και αντιπαλότητα  επιχειρημάτων. Αρκεί να υπάρχει καλή θέληση, φιλική διάθεση, αλληλοκατανόηση, αλληλοσεβασμός και τα συναφή.
Ο διάλογος, όμως, είναι χρήσιμος  όταν υπάρχει περιθώριο ανάπτυξης συνεργατικών σχέσεων πάνω στη βασική θεματική της  διαπραγμάτευσης. Όταν, αντίθετα, οι αξιώσεις των δύο μερών είναι αντιθετικές τέτοια περιθώρια δεν υπάρχουν. Όπως είχε επισημάνει ο ευπατρίδης διπλωμάτης Δημήτρης Δούντας η απόσταση μεταξύ, διαμετρικά, αντίθετων αξιώσεων «δεν είναι θέμα φόρμουλας αλλά αλλαγής στόχων».

Η πλευρά των Σκοπίων, από την πρώτη στιγμή έναρξης του διαλόγου υπήρξε ειλικρινής και ξεκάθαρη. Αδιαπραγμάτευτη βάση των γειτόνων αποτελεί η έννοια του «μακεδονικού έθνους», της «μακεδονικής γλώσσας», του «μακεδονικού πολιτισμού». Φυσικό επακόλουθο είναι η εμμονή τους στο συνταγματικό όνομα, «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Χαρακτηριστικό επί τούτου αποτελεί η μαρτυρία του πρέσβη ε.τ. Χρήστου Ζαχαράκη πως επί κυβερνήσεως Κ. Σημίτη η Ελλάς είχε αποδεχθεί την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας – Σκόπια».[2] Η πλευρά των Σκοπίων, όμως, απέρριψε την πρόταση. Ποιο συμπέρασμα όφειλε να εξαγάγει η Αθήνα όταν τα Σκόπια απέρριψαν μια πρόταση, η οποία τους έδινε το 90% αυτών που ζητούσαν; Τι καταμαρτυρά  αυτό το γεγονός για τις αξιώσεις και τις στοχεύσεις της άλλης πλευράς και για τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τη διαδικασία του διαλόγου;

Η επιλογή του διαλόγου και γενικότερα ειρηνικών μέσων για την επίλυση διακρατικών διαφορών είναι θεμιτή και κατανοητή. Επιβάλλεται, άλλωστε, από τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (άρθρο 2 παρ.3) όντας συμπληρωματική της καταδίκης της χρήσης βίας ή απειλής χρήσης βίας ( άρθρο 2 παρ. 4). H Ελλάς, ως χώρα ομοεθνείς της οποίας υπήρξαν θύματα της γενοκτονικής πολιτικής των Τούρκων, θύματα συστηματικών διακρίσεων -μέχρι αυτή τη στιγμή- στη γειτονική Αλβανία, και θύματα εισβολής και κατοχής στην Κύπρο το 1974 πρέπει να συμμορφώνεται με τις υποδείξεις του ΟΗΕ και να πράττει ανάλογα. 
Δυστυχώς όμως δεν γίνεται συνειδητή χρήση του διαλόγου ως ενός μέσου έχοντας επίγνωση των αδυναμιών και των ορίων του, αλλά επιλέγεται ενστικτωδώς, με μηχανικό τρόπο νιώθοντας μια υπαρξιακή ανάγκη να λάβουμε συμμαχικά εύσημα για την επίδειξη θέλησης και την προσκόλληση μας στο διεθνές δίκαιο. 

Απαιτούνται εναλλακτικές πολιτικές σε περίπτωση κατά την οποία η απαρασάλευτη πίστη μας στο διάλογο δεν δικαιωθεί. Απουσία εναλλακτικών μορφών δράσης φέρνει την διαχρονικά, ευεπίφορη σε υποχωρήσεις ελλαδική ηγεσία στο να επιλέξει μεταξύ μια προσφερόμενης κακής λύσης και του «φάσματος της απομόνωσης» από τυχόν άρνηση. Η κατάληξη γνωστή· «Και τι να κάναμε; Δεν είχαμε άλλη επιλογή». Παγιδευμένη στην φονταμενταλιστική πίστη στις θαυματουργές ιδιότητες του διαλόγου φυσικό είναι να μην φροντίζει η Αθήνα να υπάρχουν άλλες επιλογές…
Έχουνε περάσει πάνω από δύο δεκαετίες διαλόγου με τα Σκόπια. Ποιο το αποτέλεσμα; Επίσης, υπάρχουν απτές, μη επιδεχόμενες άλλων ερμηνειών, αποδείξεις για αλλαγή της συμπεριφοράς των γειτόνων; Ποια γεγονότα έλαβαν χώρα ώστε να συντηρείται ελπίδα έστω και ενός μέτριου συμβιβασμού;

Προοπτική επίλυσης;
Η δυσάρεστη αλήθεια είναι πως το όνομα της Μακεδονίας έχει, εν μέρει, απεμποληθεί με την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995. Πολίτες τρίτων χωρών στο εξωτερικό για λόγους ελλιπούς  ιστορικής γνώσεως ή ευκολίας  χρησιμοποιούν μόνο τη λέξη Μακεδονία. Ταυτόχρονα, αναφορικά με τον προσδιορισμό καταγωγής και γλώσσας  δεν μπορούν να χρησιμοποιούν κάτι διαφορετικό από «macedonian». Ποια η εναλλακτική; Formeryugoslavomacedonian; Και αυτό το γνώριζαν τόσο οι Έλληνες όσο και οι Σκοπιανοί και ο διεθνής παράγοντας τη στιγμή της υπογραφής της Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Τυπική ελλαδική προσέγγιση εθνικών ζητημάτων. Δεν υποχωρούμε ατάκτως αλλά τόσο ώστε να υπονομευθεί  – αν χρειαστεί –  αλλαγή πολιτικής στο μέλλον ή ώστε να φαίνεται περαιτέρω υποχώρηση φυσιολογική ή ως το επιπλέον αναγκαίο βήμα για την «επίλυση» του ζητήματος. Πιο συγκεκριμένα, η χρήση της φράσης Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας για πάνω από είκοσι χρόνια, με παράλληλη επικράτηση διεθνώς μόνο της λέξης Macedonia, καθιστά πιο εύκολη μια περαιτέρω υποχώρηση.
Φυσικά, λόγω της συμπεριφοράς των Σκοπιανών τις τελευταίες δύο δεκαετίες – μεταξύ άλλων, απεικόνιση σε σχολικά εγχειρίδια ελληνικών εδαφών στην επικράτεια του σκοπιανού κράτους, χρήση του Ήλιου της Βεργίνας, ονομασία του διεθνούς αεροδρομίου των Σκοπίων σε “Μέγας Αλέξανδρος”, ανέγερση αγάλματος του Φιλίππου Β΄ στην πόλη των Σκοπίων – η Ελλάς διατηρεί το δικαίωμα της αποχώρησης από την Ενδιάμεση Συμφωνία ώστε να μην δεσμεύεται και από αυτό ακόμα το προσωρινό όνομα. Τούτο, ρητώς, διαλαμβάνεται στο άρθρο 23 παράγραφος 2 όπου ορίζεται πως κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να αποσυρθεί δώδεκα μήνες μετά από γραπτή ειδοποίηση στο άλλο μέρος. Αν υποτεθεί ότι θα υπήρχε μια ελληνική κυβέρνηση η οποία θα ήθελε να αλλάξει το υφιστάμενο πλαίσιο λύσης…
Χαρακτηριστική της σκοπιανής αναξιοπιστίας και αφερεγγυότητας όσον αφορά την τήρηση  διακρατικών συμφωνιών και της φανατικής εμμονής να επιβάλλουν το συνταγματικό όνομα, αποτέλεσε η αναφορά στο κλείσιμο της ομιλίας του τότε προέδρου των Σκοπίων Μπράνκο Τσερβένκοφσκι το 2007, στο πλαίσιο της 62ης Συνόδου της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, ότι « … το όνομα της χώρας μου είναι Δημοκρατία της Μακεδονίας και θα είναι Δημοκρατία της Μακεδονίας » [ «…the name of my country is Republic of Macedonia and will be Republic of Macedonia] καθώς επίσης και η αναφορά του σκοπιανού προέδρου της 62ης Συνόδου  Srgjan Kerim σε «Δημοκρατία της Μακεδονίας» από το βήμα του προεδρείου[3]. Υπενθυμίζεται ότι το Ψήφισμα 817 της 7ης Απριλίου 1993  της Γενικής  Συνέλευσης του ΟΗΕ διελάμβανε πως τα Σκόπια, θα καλούνται, για τις ανάγκες του ΟΗΕ ως ΠΓΔΜ.[4] Το εν λόγω ψήφισμα μνημονεύεται στο άρθρο 11.2 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας όπου ορίζεται πως η Ελλάς έχει το δικαίωμα να αντισταθεί στην είσοδο των Σκοπίων σε διεθνή οργανισμό, στον οποίο είναι η ίδια μέλος, αν τα Σκόπια καλούνται διαφορετικά από ότι προνοεί το ψήφισμα 817, Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Με λίγα λόγια, εντός της  Γενικής  Συνέλευσης του ΟΗΕ τόσο ο  πρόεδρος των Σκοπίων όσο και αυτός ο σκοπιανής καταγωγής, πρόεδρος της Γενικής Συνέλευσης έριξαν στον κάλαθο των αχρήστων το ψήφισμα της ίδιας της Γενικής Συνέλευσης με το όποιο έγιναν δεκτά τα Σκόπια ως μέλος του ΟΗΕ ενώ την ίδια στιγμή η Αθήνα, ευλαβικά, συνεχίζει να κάνει χρήση του ονόματος της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, μην τυχόν και στερηθεί τα εύσημα από τους συμμάχους για τη δημιουργία εποικοδομητικού κλίματος…

Καταληκτικά Σχόλια
Το ζήτημα ονομασίας του γειτονικού κράτους είναι από τη φύση του ανεπίδεκτο αμοιβαίας αποδεκτής λύσης. Οι Σλάβοι κάτοικοι των Σκοπίων επέλεξαν να ονομάζονται Μακεδόνες. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα δεν μπορεί, επίσημα και αμετάκλητα, να αναγνωρίσει την παραχώρηση ιστορικών τίτλων πολιτιστικής κληρονομιάς χιλιάδων ετών. Ούτε μπορεί και πρέπει να αποδεχθεί ότι το δικαίωμα των Σκοπιανών να αυτοπροσδιοριστούν δικαιολογεί την αλλοίωση και υφαρπαγή ελληνικής ιστορίας. Τα σημερινά Σκόπια, μερικώς, μόνο, αντιστοιχούν στην γεωγραφική περιοχή Μακεδονία, όπως αυτή εξελίχθηκε, ιστορικά, από την αρχαιότητα μέχρι την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων. Τα γεωγραφικά όρια της Μακεδονίας άλλαζαν από τον εκάστοτε κύριο της περιοχής. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι σημερινοί κάτοικοι ενός τμήματος μιας ιστορικής και γεωγραφικά μεταβαλλόμενης περιοχής απαιτούν να μονοπωλήσουν, σε διεθνές, κρατικό επίπεδο το όνομα Μακεδονία εις βάρος όχι μόνον όσων θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το όνομα Μακεδονία λόγω των, διαχρονικά, ευμετάβλητων γεωγραφικών ορίων της περιοχής, αλλά, κυρίως εις βάρος αυτών οι οποίοι γέννησαν το όνομα Μακεδονία και προσέδωσαν την ιστορικής του αξία.
Παράλληλα, είναι αλήθεια ότι η Αθήνα δεν μπορεί να επιβάλει στους Σλάβους κατοίκους των Σκοπίων ποια λέξη θα χρησιμοποιούν μέσα στα σπίτια τους και στις μεταξύ τους σχέσεις αν και επαναλαμβάνεται πως εκεί βρίσκεται ο πυρήνας του προβλήματος. Το ζήτημα δεν αφορά, όμως, απλά, το όνομα αλλά την εμμονή των Σκοπιανών σε «μακεδονικό έθνος», «μακεδονική γλώσσα» και «μακεδονικό πολιτισμό». Αυτά τα τελευταία προσδιορίζουν το όνομα.

Η Αθήνα δεν πρέπει να αποδεχθεί, ποτέ, τη λέξη Μακεδονία για τον προσδιορισμό της γειτονικής χώρας. Η λεγόμενη σύνθετη ονομασία αποτελεί προκάλυμμα για την επιβολή της λέξης Μακεδονία.

Η Αθήνα πρέπει να καταγγείλει την Ενδιάμεση Συμφωνία και παράλληλα να ενημερώσει, με συστηματικό και συγκροτημένο τρόπο, τους λόγους για τους οποίους προβαίνει σε αυτή την κίνηση. Παράλληλα, επειδή λόγω μιας τέτοιας κίνησης θα επικρατήσει αναστάτωση και ανησυχία, να δώσει εγγυήσεις σε Σκόπια και τρίτα κράτη ότι δεν έχει κανενός είδους βλέψεις στα Σκόπια και να συνομολογήσει άμεσα, μόνιμες συμφωνίες, με την γειτονική χώρα, οι οποίες να ρυθμίζουν πρακτικά ζητήματα (διαβατήρια, εμπορεύματα κ.ο.κ.).  Απέναντι στην ΕΕ και σε διεθνείς οργανισμούς στους οποίους η Ελλάδα είναι μέλος και τα Σκόπια όχι, η Αθήνα να διαμηνύσει ότι είναι αντίθετη στην είσοδο της χώρας αυτής καθ’όσον κάνει χρήση της λέξης Μακεδονία. Να πραγματοποιηθεί άσκηση veto  όπου υπάρχει η δυνατότητα (ΕΕ). Ταυτόχρονα, σε σχέση με την ΕΕ δεν θα πρέπει να υπάρξει παρεμπόδιση της Ελλάδος σε αποστολή χρηματικών κονδυλίων στη γειτονική χώρα. Πρέπει να αποφευχθεί η εικόνα ότι η Αθήνα θέλει να «πνίξει» οικονομικά τα Σκόπια. Προτιμότερο θα ήταν να πείσει τους ΄Ελληνες επενδυτές να μεταφέρουν στην Ελλάδα τις επιχειρήσεις τους και να σταματήσουν οι περήφανοι Μακεδόνες της Β. Ελλάδος να καταθέτουν τον οβολό τους στα καζίνο της γειτονικής χώρας…
Το όνομα το οποίο θα χρησιμοποιεί η Αθήνα για να υποδηλώσει τα Σκόπια, άνευ της λέξης Μακεδονία, στα διεθνή fora ή σε τρίτα κράτη μπορεί να είναι σκέτη η λέξη Σκόπια. Οποιαδήποτε άλλη λέξη, όση ιστορική και γεωγραφική βάση να διαθέτει, θα περιπλέξει την κατάσταση υπέρμετρα. Κόστος, πέραν από τις συνήθεις και φοβικές κατηγορίες ημέτερων περί απομόνωσης, δεν πρόκειται να υπάρξει. Οι χώρες, οι οποίες έχουν αναγνωρίσει τα Σκόπια με το συνταγματικό τους όνομα, θα συνεχίσουν να το κάνουν. Εναπόκειται στην Αθήνα να πείσει τις υπόλοιπες. Στόχος δύσκολος λόγω του εθισμού της διεθνούς κοινής γνώμης στη χρήση της λέξης Μακεδονία (κληρονομιά της Ενδιάμεσης Συμφωνίας) πάνω από είκοσι χρόνια. Αναγκαίες ενέργειες η συστηματική παρακολούθηση και αντίκρουση της σκοπιανής προπαγάνδας, αδιάλειπτη παρουσία σε διεθνή συνέδρια, χρηματοδότηση ιστορικών βιβλίων σε ολοένα και περισσότερες γλώσσες. Η εικόνα της μικρής και ανυπεράσπιστης χώρας που καλλιεργούν τα Σκόπια πρέπει να αλλάξει και να αποτυπωθεί η ιστορική πραγματικότητα, η φανατική αδιαλλαξία και η κωμική προσπάθεια καπήλευσης ιστορικής κληρονομιάς άλλου λαού.[5]
Τέλος, και, ίσως, το πιο σημαντικό από όλα δεν θα πρέπει να επιτραπούν, από την κυβέρνηση και την πολιτεία γενικότερα, οι εξάρσεις και η καλλιέργεια μίσους για την γειτονική χώρα. Ούτε, επίσης, να χρησιμοποιηθεί μια τέτοια υποθετική απόφαση ως αντιπερισπασμός στην παρούσα οικονομική κρίση. Πρέπει να αποτελεί συνειδητή απόφαση αποδεχόμενη το  κόστος και τις δυσκολίες που αυτές συνεπάγεται. Όχι μίσος λοιπόν. Οι συνθήκες και περιστάσεις οι οποίες δημιούργησαν το σημερινό πρόβλημα πάνε πολλές δεκαετίες πίσω, αιώνες μάλλον. Είναι μια από αυτές τις κληρονομιές της Ιστορίας με τις οποίες οι άνθρωποι βρίσκονται αντιμέτωποι. Όχι μίσος, ούτε φανατισμός. Ηρεμία, συγκροτημένη δράση. Εθνική αυτοπεποίθηση. Σπανίως, ζητήματα ταυτότητας επιλύονται με διακρατικές συμφωνίες σαν και αυτή στην οποία προσπαθούμε να φτάσουμε με τα Σκόπια πάνω από δύο δεκαετίες. Ο ανθρώπινες κοινωνίες και η ιστορία έχουν τη δική τους λογική…

Ο Ιωάννης Σ. Λάμπρου είναι Πολιτικός Επιστήμων-Διεθνολόγος. Το παρόν άρθρο δημοσιεύεται στο περιοδικό Άμυνα και Διπλωματία ( τεύχος Ιουνίου 2016) και στο ΙΝΣΠΟΛ. 

[2] Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, είχαν διαφανεί προοπτικές για επίλυση του ζητήματος στη βάση της ονομασίας  Gornamakedonia = Ανωμακεδονία. Η λύση θα συμπληρωνόταν από οικονομική βοήθεια και εγγυήσεις για την ασφάλεια των Σκοπίων από πλευράς Αθηνών, αλλά η εθνοτική σύγκρουση Σλάβων-Αλβανών ματαίωσε τις όποιες προοπτικές υπήρχαν.
[5] Βλέπε σχετικά το Σχέδιο Σκόπια 2014, 



Κυριακή 22 Απριλίου 2018

Φάκελος: ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (11)


Για ποιο λόγο δημιουργήθηκε 
το κράτος των Σκοπίων

Απόσπασμα από το βιβλίο του Στέφανου Σωτηρίου «Το Μακεδονικό Ζήτημα… Η Μακεδονία στην Νοτιοσλαβική ιστοριογραφία»

                   ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι’
10.1 Για ποιο λόγο δημιουργήθηκε το κράτος των Σκοπίων

Στις 29 Νοεμβρίου 1943, στην πόλη Γιάιτσε της Βοσνίας, δημιουργήθηκε η Λαϊκή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας και  το συνταγμά της με την μορφή που είχε  μέχρι την διάλυση της στις αρχές του  1990-91. Το 1943 όμως ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει και η χώρα δέχονταν πιέσεις από δύο πλευρές. Από την μία η Αγγλία και από την άλλη ο Τίτο με τον Στάλιν που ήθελαν να επιβάλουν κομουνιστικό καθεστώς. Οι πιέσεις των Άγγλων φάνηκαν πιο ισχυρές  από  εκείνες του Στάλιν,  και έτσι ο Τίτο δέχτηκε στην πρώτη μεταπολεμική κυβέρνηση  να συμμετάσχουν και  εκπρόσωποι της αστικής δημοκρατίας. Έτσι ο Τίτο έγινε πρόεδρος της χώρας και ο Σέρβος Μίλαν Γκρόλ, έγινε αντιπρόεδρος (κάτι τέτοιο προέβλεπε και η συμφωνία της Γιάλτας, όπου η επιρροή  στην Γιουγκοσλαβία μοιράστηκε 50-50, μεταξύ  ΕΣΣΔ και Δύσης). Ο  Γκρόλ ήταν πρόεδρος του Δημοκρατικού κόμματος, θερμός οπαδός του κοινοβουλευτισμού και των οικονομικών ελευθεριών.
Παρά τις  διαφορές στην  ιδεολογία τους, η οποία δεν επέτρεπε μακροζωία στην νέα κυβέρνηση, ο βασικός λόγος  διαφωνίας Τίτο- Γκρόλ ήταν  η Μακεδονία. Ο Γκρόλ δεν αναγνώριζε καμία ύπαρξη Μακεδονικού Έθνους, γλώσσας, πολιτισμού, και θεωρούσε ότι η ίδρυση του κρατιδίου αυτού έγινε για μειωθεί η  δύναμη και το έδαφος της Σερβίας  εντός της Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας. Αποκαλούσε μάλιστα  την «Μακεδονία του Βαρδάρη» ως τον «πνεύμονα της Σερβίας».[1]
Αυτή η διαφωνία έγινε και η αφορμή  για το τέλος  της πολιτικής του καριέρας και της εξορίας του στο Λονδίνο. Έτσι, ανενόχλητα πλέον οι κομουνιστές άρχισαν να  κτίζουν την νέα Γιουγκοσλαβία, στην βάση της ισοτιμίας των 6 εθνών, των 11 εθνοτήτων και των αμέτρητων μειονοτήτων, μεταξύ των οποίων δεν υπήρχαν ΜΟΝΟ η Ελληνική και η Βουλγαρική  στην Λ.Δ.Μακεδονία.
 Ο Σβέτοζαρ Βουκμάνοβιτς – Τέμπο, Μαυροβούνιος Σέρβος στην καταγωγή, ήταν ο υπεύθυνος στο Κ.Κ.Γ για τα θέματα αντίστασης στην  “Μακεδονία”,iΙδρυτής  του ΝΟΦ στην Φλωρινα , μαζι με τον Ιωαννιδη του ΚΚΕ και μαζί βέβαια με τον γ.γραμ. του Κ.Κ.Mακεδ.  Λάζαρο Κολισέφσκι, του οποίου  ήταν ο πολιτικός προϊστάμενος, διότι μετά την λαχτάρα με τον Μεθοδι Σιατόρωφ (πρωτος Γ.Γ. του ΚΚ Μακεδονίας) ο Τίτο ήθελε μεγαλύτερο βαθμό ασφαλούς εφαρμογής των σχεδίων του στα Σκόπια.
Γραφει λοπιπόν ο Τέμπο:
«Ο Σιατόρωφ  ήταν  πράκτορας των Βουλγάρων και οι ενέργειες του εμπόδισαν τον Μακεδονικό λαό να περάσει στην αντίσταση. Στην Μακεδονία δεν υπάρχει θέμα ύπαρξης Βουλγάρων παρά μόνο συνεργασία του Σιατόρωφ με τον Βουλγαρικό στρατό κατοχής, που με την βία επέβαλαν στους Μακεδόνες να  τους δεχτούν ως απελευθερωτές»[2].
Αυτή την εξήγηση δίνει για  την στάση του  Μεθόδιου Σιατόρωφ ο Τέμπο   (δηλαδή την άρνηση του  πρώτου να αντισταθεί στον βουλγαρικό στρατό κατοχής, λέγοντας ότι: «Οι Βούλγαροι είναι πατριώτες και απελευθερωτές μας», απάντηση που έκανε τον Τίτο να τον αντικαταστήσει άμεσα  με τον  Κολισέφσκι!) και  αποδίδει σε  βία που ασκήθηκε στον πληθυσμό, αυτήν την  μαζική  έξοδο των Σκοπιανών στους δρόμους, με βουλγαρικές σημαίες και φωτογραφίες του Βασιλιά της Βουλγαρίας και του Χίτλερ, να υποδεχτούν τον βουλγαρικό στρατό ως απελευθερωτικό:
«Επίσης, ούτε θέμα ελληνικών πληθυσμών υπάρχει στην Μακεδονία του βαρδάρη. Αντιθέτως στην Μακεδονία του Αιγαίου, υπάρχει αρκετό σλαβικό στοιχείο.
Στην Μακεδονία του Αιγαίου, το 10% του πληθυσμού είναι σλαβικό. Αλλά σε ορισμένες περιοχές, όπως η Πέλλα, η Φλώρινα και η Καστοριά, το σλαβικό στοιχείο φτάνει το 60%. Γι’ αυτό ζητήθηκε από το ΚΚΕ συνεργασία πάνω σε αυτό το θέμα. Το ΚΚΕ στην αρχή ήταν διστακτικό και αρνήθηκε να συζητήσει, φοβούμενο  την αντίδραση του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας
Ο Μακεδονικός  λαός παρουσίαζε πλειονότητα στην Καστοριά, Φλώρινα και Πέλλα, περιοχή που ήταν σχετικά μικρή  σε σχέση με αυτήν που κατοικείται από Μακεδόνες, στην Μακεδονία του Πιρίν (Βουλγαρία). Έτσι το θέμα αλλαγής των συνόρων με την Ελλάδα αφέθηκε γι’ αργότερα, αναμένοντας την νίκη του ΚΚΕ»[3]
Γεγονός λοιπόν αναμφισβήτητο ότι οι προθέσεις του Τίτο ήταν η προσάρτηση της Μακεδονίας. Διαβάζοντας και μελετώντας την σκέψη όλων των Γιουγκοσλάβων ιθυνόντων εκείνης της εποχής, βλέπουμε ότι ο ΤΕΜΠΟ, που  ήταν από τους πλέον μετριοπαθείς, αφού οι περισσότεροι δεν έμεναν στην Πέλλα, Φλώρινα Καστοριά, αλλά ζητούσαν ολόκληρη την Μακεδονία, μέχρι τα πομακοχώρια της Θράκης! Ενέργειες φανατικών, όπως του αρχηγού του ΣΝΟΦ Σλαβομακεδονικού εθνικοαπελευθρωτικού Μετώπου) στρατηγού Αποστόλσκι, που μετέφερε το πυροβολικό του στην μεθόριο, στα υψώματα του Γευγελή, το 1944, με σκοπό να βομβαρδίσει την Θεσσαλονίκη και αποσοβήθηκε  ο βομβαρδισμός το τελευταίο ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΟ από τον ίδιο τον Τίτο
Επίσης, γεγονός αναμφισβήτητο είναι και ο ρόλος του ΚΚΕ στην Μακεδονία. Ο Τίτο περίμενε την νίκη του ΔΣΕ του Μάρκου Βαφειάδη, για να κάνει την αλλαγή συνόρων. Ο Μάρκος Βαφειάδης είναι ένας από του δύο ξένους ήρωες των Σκοπίων.[4] Ο άλλος είναι ο Κροάτης  Ιωσήφ Μπρόζ  Τίτο, 12ο παιδί φτωχής οικογένειας, που υιοθέτησε και ανέλαβε να μεγαλώσει ένας Εβραίος Μυλωνάς, ονόματι Μπρόζ.
Επίσης είναι αναμφισβήτητο, ότι ο άνθρωπος που κινούσε όλα τα νήματα του μακεδονικού,ο Τέμπο, μιλάει για ΣΛΑΒΙΚΟ στοιχείο και όχι για Μακεδονικό, όπως το εννοούν σήμερα οι σκοπιανοί.
Πράγματι ο Τίτο στηρίζονταν πολύ στην νίκη του ΔΣΕ και του καπετάν Μάρκου. Αλλά το ΚΚΕ,  η πολιτική πτέρυγα του ΔΣΕ, ήταν λίγο δύσπιστο απέναντι στον Τίτο και ο Τέμπο, μας εξηγεί το γιατί:
«Ήδη από πολύ νωρίς ανεξέλεγκτα σλαβικά ανταρτικά τμήματα εισέρχονταν στην Ελλάδα και προέβαιναν σε σφαγές και λεηλασίες, Φυσικά το ΚΚΓ δεν είχε καμία ανάμιξη σε αυτό.
Ο Βάντσε Μιχαήλοφ, εγκάθετος των Βουλγάρων, στρατολογούσε τους κυνηγημένους από την Ελλάδα Μακεδόνες, τους μάζευε και τους οργάνωνε στη Μπίτολα (Μοναστήρι) και τους έστελνε στην Ελλάδα για σφαγές και λεηλασίες. Ετσι, οι Έλληνες κομουνιστές είχαν δίκαιο να είναι εν  μέρει δύσπιστοι. Εκτός αυτού υπήρχε και μια κακή προϊστορία. Ο κίνδυνος  από τον Πανσλαβισμό ήταν κάποτε ορατός και ζητούσε επίμονα έξοδα στο Αιγαίο.  Η πολιτική του ΚΚΓ όμως, δεν ήταν επεκτατική  και βασίζονταν στην αρχή της ισοτιμίας των λαών Και αυτό θα έπρεπε να το γνωρίζουν οι Έλληνες κομουνιστές ».[5]
Ο Τέμπο ήταν αυτός που μίλησε νωρίτερα για αλλαγή συνόρων που προσδοκούσε η Γιουγκοσλαβία, τουλάχιστον με την προσάρτηση Καστοριάς, Φλώρινας και Πέλλας. Ο Τέμπο είναι ο αυτός που λίγες σελίδες πιο κάτω  κατηγορεί το ΚΚΕ ότι αδικαιολόγητα φοβάται, γιατί οι Γιουγκοσλάβοι κομουνιστές δεν ήταν κακοί και ιμπεριαλιστές σαν τους κακούς Πανσλαβιστές! (απλώς ήθελαν την μισή Μακεδονία για… ανθρωπιστικούς λόγους!).
Και συνεχίζει, δίνοντας μας και τον λόγο που τελικά επιλέγη να δημιουργηθεί αυτό το κράτος, αλλά και το λόγο που επιλέγη να βαπτιστεί Μακεδονικό ( άσχετα αν η διαμάχη με τον Στάλιν τον εμπόδισε να στηρίξει το ΚΚΕ μέχρι τέλους, ώστε να νικήσει  ο ΔΣΕ στον Γράμμο και στο Βίτσι το 1949).
«Ο Μακεδονικός λαός δεν γνώρισε την ελευθερία του και τα δικαιώματα του στην  Ελλάδα και στην Βουλγαρία. Στην Γιουγκοσλαβία όμως απέκτησε δικό του κράτος, ισότιμο με όλα τα άλλα κράτη της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας. Έθεσε όμως τις βάσεις για μελλοντική απελευθέρωση των αδελφών του. Η Λ.Δ. Μακεδονίας έγινε ΠΥΡΗΝΑΣ και ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΗ για την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ και την ΕΝΩΣΗ της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ στο εγγύς ή στο ΑΠΩΤΕΡΟ  ΜΕΛΛΟΝ».[6]
Άρα το κρατίδιο και το έθνος  αυτό  το ίδρυσαν οι δημιουργοί του, όχι για να ζήσει σε αυτό ελεύθερα κάποιος Μακεδονικός λαός, αλλά προς εφαρμογή ενός μελετημένου σχεδίου αρπαγής της Μακεδονίας  από την Ελλάδα
Ας περάσουμε τώρα στην περίοδο της δευτερης φασης  του ελληνικού εμφυλίου (1946-49). Η Ελλάδα καίγονταν τότε από τις φλόγες του πολέμου Οι κομμουνιστές υπό την καθοδήγηση του Τίτο και της  υπουργού εσωτερικών της Σερβίας Μίτρα Μίτροβιτς, που κατέστρωσε το όλο σχέδιο συνεργασία με τον ΔΣΕ, επιδόθηκαν σε ένα άνευ προηγούμενου ειδεχθές έγκλημα το οποίο καταδικάστηκε από όλα τα κράτη τoυ κόσμου και από τον ΟΗΕ. Το «ΠΑΙΔΟΜΑΖΩΜΑ»[7].
Η Γιουγκοσλαβική ιστοριογραφία ασχολήθηκε πολύ με αυτό το θέμα, αλλά δυστυχώς δεν έβγαλε τα ίδια συμπεράσματα με την παγκόσμια ιστοριογραφία. Παρουσιάζει αρχικά τον ελληνικό εμφύλιο σαν την «ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1945-49» στην οποία ο πόλεμος δεν γίνονταν μεταξύ των Ελλήνων, αλλά μεταξύ Ελλήνων και «Μακεδόνων».[8] Παρουσιάζεται σαν όργιο σφαγών επί   των «Μακεδόνων» τόσο από τους «Μοναρχοφασίστες». Ένα όργιο, που ανάγκασε 28.000 παιδάκια, από 3 μηνών έως 12 ετών να ζητήσουν καταφύγιο στην αγκαλιά της ελεύθερης μάνας, της  Λ.Δ. Μακεδονίας! Και στο τέλος οι γενναίοι Μακεδόνες αγωνιστές, εξορίζονται στα ξερονήσια του Aιγαίου, ενώ μεγάλο μέρος αυτών εξορίζεται  και προσφυγοποιείται στην Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, ΕΣΣΔ, Ουγγαρία και φυσικά στην Γιουγκοσλαβία[9]
«ΟΙ Έλληνες Μοναρχοφασίστες χρησιμοποίησαν όλα τα μέσα για να καταπνίξουν την επανάσταση των Μακεδόνων. Ακόμα και αγγλικό στρατό  έφεραν προς βοήθεια. Οι  Μακεδόνες  είχαν στον αγώνα αυτό μοναδική συμπαράσταση  στο γενναίο πρόσωπο του στρατηγού Βαφειάδη»[10]
Έτσι οι Μακεδόνες παρουσιάζονται σε όλα τα σχολικά και πανεπιστημιακά βιβλία, σαν ο πιο βασανισμένος λαός του κόσμου.  Όλα τα έντυπα, από τις Εγκυκλοπαίδειες, τα πανεπιστημιακά, τα επίσημα ως τα πλέον ανεπίσημα, λαμπρύνουν την «Β΄Μακεδονική Επανάσταση  του 1946-49» και αμαυρώνουν την Ελλάδα για την αποτρόπαια γενοκτονία σε βάρος των «Μακεδόνων».
Οργανώνονται συναντήσεις «Παιδιών φυγάδων του Αιγαίου», εκείνων των τρίμηνίτικων και τετραμηνίτικων  μωρών που αποφάσισαν από μόνα τους να καταφύγουν  (προφανώς μπουσουλώντας, αν και τα τρίμηνα δεν μπουσουλάνε ακόμα!) στην Λ.Δ.Μακεδονία το 1948-49 για να γλιτώσουν από του Έλληνες γενοκτόνους!!! Παιδιά που έγιναν γενίτσαροι, ενώ οι γριές μανάδες τους στην Μακεδονία, Θεσσαλία και Ήπειρο κυρίως, τα ψάχνουν ακόμα και σήμερα μέσω του διεθνούς ερυθρού σταυρού.
Στην συνέχεια η απομονωμένη  (λόγω της σύγκρουσης Τίτο-Στάλιν το 1948) και εξαντλημένη Γιουγκοσλαβία, ψάχνοντας απεγνωσμένα για κάποια στηρίγματα, άρχισε, με εντολή των Αμερικάνών, να προσεγγίζει την Ελλάδα και την Τουρκία δημιουργώντας το 1952 το βαλκανικό σύμφωνο, ένα σύμφωνο που σκοπό είχε να στηρίξει τον Τίτο σε περίπτωση επίθεσης από τον Στάλιν     (Από τα παράδοξα της  ιστορίας, η Ελλάδα θα υπερασπίζονταν τον  ολετήρα της και το δημιούργημα του, τους «Μακεδόνες»!). Οι σχέσεις  όμως των δύο κρατών  ποτέ δεν ήταν αληθινά θερμές και συμμαχικές. Και αιτία φυσικά οι συνεχείς προκλήσεις των Γιουγκοσλάβων για την Μακεδονία. Δεν υπήρχε διεθνές φόρουμ, δεν υπήρχε ξένος διπλωμάτης, που να  συναντιόνταν με διπλωμάτη του Τίτο και να μην του τίθονταν το θέμα της Μακεδονίας. Το 1964, μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα του ανθελληνισμού, ο Βλάχος Γ. Αβέρωφ, συναντήθηκε με τον επίσης Βλάχο και Ηπειρώτικης επίσης καταγωγής υπουργό εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας, Κότσο Πόποβιτς και συμφώνησαν να παγώσει η  γιουγκοσλαβική πλευρά την  προπαγάνδα και την όξυνση, για να αναπτυχθούν οι διακρατικές σχέσεις. Και έτσι κύλησε μια ήρεμη περίοδος μέχρι το 1967.  Τότε η Γιουγκοσλαβική πλευρά ξέχασε την συμφωνία και ξαναέφερε το Μακεδονικό στην ημερήσια, καθημερινή, διάταξη. Αίτία, η εγκαθίδρυση στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα, η οποία τόλμησε να κάνει στρατιωτικές ασκήσεις στα ελληνο- σκοπιανά σύνορα στην Φλώρινα! Αυτό λοιπόν το θεώρησαν πρόκληση και το παιχνίδι ξαναφούντωσε, απομονωμένης ούσης της Ελλάδος διπλωματικά, λόγω Χούντας. Το 1969, αρχίζει δειλά μια επαναπροσέγγιση  που εξελίσσεται μέχρι το 1992. Τότε ο Στέλιος Παπαθεμελής, ως Υφ/γός παιδείας,  κατοχυρώνει με νόμο την μη αναγνώριση των πτυχίων των πανεπιστημίων των Σκοπίων,  όχι για το επίπεδο σπουδών (το οποίο τότε ήταν πολλαπλώς ανώτερο των ελληνικών Α.Ε.Ι.. Υπενθυμίζουμε ότι τον Γληγόρωφ κυριολεκτικά τον ανασυναρμολόγησαν μετά την βομβιστική επίθεση που υπέστη,  και δεν τον έστειλαν στο Χιούστον που πάει ο Μητσοτάκης, η στο Χέρρφιλντ που πήγε ο Παπανδρέου), αλλά επειδή  τα μαθήματα και τα πτυχία εκδίδονταν στην ανύπαρκτη Μακεδονική γλώσσα. Οι Σκοπιανοί διαμαρτύρονται και προβάλλουν τις αγαθές τους διαθέσεις για την Ελλάδα. Γράφουν και λένε στον τύπο ότι τόσο πολύ αγαπούν την Ελλάδα και τον ελληνικό πολιτισμό, που μέχρι και «μεταπτυχιακά Μυκηνολογίας  και έρευνα για την γραμμική γραφή Β΄ έχουν  εγκαθιδρύσει στα Πανεπιστήμια τους για  να τον προβάλλουν. Εκδίδουν  επίσης, το περιοδικό ‘ζωντανή αρχαιότης’ από το 1957».
Αξιέπαινη λοιπόν η προσπάθεια των Σκοπίων. Ξέρουν τι κάνουν. Γνωρίζουν ότι στην Ελλάδα εγκαταβιούν τύποι σαν τον Μπίστη, τον Κουναλάκη (καποτε), τον Γιώργο Παπανδρέου και τον Μητσοτάκη, τον Τσιπρα  και τον Κουτσούμπα. Και από την άλλη  κάνουν και την δουλειά τουςΔιότι χιλιάδες  ξένοι φοιτητές εισέρχονται και εξέρχονται  ως επιστήμονες  από αυτά τα πανεπιστήμια.
 Έφτιαξαν αυτά τα κέντρα για να παραχαράσσουν πιο εύκολα την ιστορία. Διότι σε αυτά εισέρχονταν και εξέρχονταν  χιλιάδες ξένοι φοιτητές ως διδάκτορες.  Ετσι λοιπόν επιστήμη και πολιτική προχωρούν μαζί σαν ένα σώμα στην διπλανή χώρα. Αντίθετα στην Ελλάδα, κάποιοι εθνοπατέρες στην Αθήνα αντέδρασαν όταν  αποφασίστηκε να μετονομαστεί η Βιομηχανική Θεσσαλονίκης σε Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, για να «μην προκαλέσουμε  την καλή διάθεση των Σκοπίων»!!!
Το ιστορικό ινστιτούτο, παρά την Ακαδημία Επιστημών, των Σκοπίων και το επηρεαζόμενο από αυτό ινστιτούτο του Βελιγραδίου, έφτασαν το 1998 να απειλήσουν  την Ελλάδα μέσω  «επιστημονικής» έκδοσης, που υπογράφει ο Σέρβος «επιστήμονας»  Δρ. Ντράγκαν Σούμποτις με αφορμή το  πρόβλημα του Κοσόβου.
«Η Ελλάδα και η Βουλγαρία θα πρέπει να ασκήσουν όλη τους την επιρροή  προς την Αλβανία, να μην υποθάλπει τους Αλβανούς του Κοσόβου. Διότι η έκρηξη του Κοσόβου οδηγεί σε γενικό αναδίπλωμα του εθνικού προβλήματος στα Βαλκάνια και τότε θα βρεθεί και η Ελλάδα  σε αδιέξοδο, διότι,  είναι μια χώρα που δεν αναγνωρίζει μειονότητες και ανθρώπινα δικαιώματα. Αφ΄ ενός μεν κόπτεται για τα δικαιώματα των Βορειοηπειρωτών, αφ εταίρου δεν αναγνωρίζει τους Μακεδόνες, που αριθμούν εντός της Ελλάδος σε 220.000»[11]
Στο βιβλιο για  την νεώτερη ιστορία  (την  μετά το 1944, την σοσιαλιστική), ο  καθηγητής στο Βελιγράδι Τζιώρτζιε  Στάνκοβιτς παραποιούσε  κάπως  και τα λόγια του Στρατάρχη Τίτο προς τους Σκοπιανούς σε ανοικτή συγκέντρωση στα Σκόπια το  1945.
«Ο Τίτο στις 11.05.1945, αντιτάχτηκε δημόσια  στο αίτημα των Μακεδόνων για αλλαγή των συνόρων με την Ελλάδα, λέγοντας στους Μακεδόνες: δεν γίνεται να αλλάξουμε σύνορα σε βάρος της Ελλάδος γιατί είμαστε σύμμαχοι. Θα απαιτήσουμε όμως να αναγνωριστούν τα δικαιώματα των συμπατριωτών μας στην Ελλάδα».
Φυσικά αυτά που  δίδασκε και έγραφε ο Στάνκοβιτς στα βιβλία του  μικρή σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Ο περίφημος λόγος του Τίτο στην κεντρική πλατεία των Σκοπίων στις  11.05.1945  ήταν ο εξής:
  Τίτο:   Έχετε όπλα;
Λαός: Εχουμεε!
Τίτο: Θέλετε να πολεμήσετε για την ελευθερία σας;
Λαός: Θέλουμεεε!
Τίτο: Εφόσον το θέλετε, δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείτε. Δεν θα αδιαφορήσουμε για την τύχη των  αδελφών μας, Μακεδόνων του Αιγαίου[12] !

Τελειώνοντας με τον Τίτο θα αναφέρουμε και τον πραγματικό λόγο της σύγκρουσής του με τον Στάλιν.
Ο Τίτο  επιθυμούσε διακαώς την δημιουργία  μιας Παραδουνάβιας και Βαλκανικής ομοσπονδίας, υπό την ηγεσία του, η οποία θα έπαιζε τον ρόλο της τρίτης υπερδύναμης μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ. Ο Τίτο ήθελε να υποτάξει στην αυτοκρατορία που ονειρεύονταν την Βουλγαρία, την Βόρειο Ελλάδα, την Αλβανία, την Ρουμανία και την Ουγγαρία. Η πληροφορία αυτή βασίζεται σε απόρρητη έκθεση του τότε αμερικανού πρέσβη στο Βελιγράδι Τζώρτζ Κάνον, προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και τον πρόεδρο Τρούμαν. Δημοσιεύτηκε στο επίσημο ιστορικό περιοδικό της σερβικής Ακαδημίας Επιστημών «Istorija 20 og Veka» αρ. 2, του 1983, από τον ιστορικό Ντράγκισα Μούγκος.
Έτσι οι Τίτο-Στάλιν διαφώνησαν για την μοιρασιά της εξουσίας και όχι για πατριωτικούς λόγους, όπως διδάσκονταν οι Σκοπιανοί και οι άλλοι Γιουγκοσλάβοι.



[1] Branko Petranovic, Istorija Jugoslavije  σελ. 215
[2] Svetozar Voukmanovic Tempo, Borba za Balkan, σελ. 18
[3] Tempo                              »»»»»»                                    σελ. 217
[4] Izgubljena Borba  Generala Markosa ( Ο χαμένος αγώνας του στρατηγού Μάρκου)  Beograd, 1987.
[5] Svetozar Vukmanovic, Tempo, σελ. 227
[6] Svetozar Vukmanovic, σελ. 254
[7] Ν. Ροδίτσα, το δεύτερο παιδομάζωμα. Την έρευνα για το ποιος κατάστρωσε και έδωσε εντολή να γίνει το παιδομάζωμα την έκανε ο Ελβετός δημοσιογράφος  Basseches.
[8] Dragan Kljagic,Izgubljena Pobeda Generala Markosa, Beograd, 1987
[9]  Dragan Kljagic                          »»»»»»»»
[10] Dragan Kljagic                          »»»»»»»
[11] Dragan Subotic, Balkan Krajem ’80 , σελ. 185
[12]  Govorite  na Marsal Tito, Kultura, Skopja 1949, σελ. 11  (Οι λόγοι του  στρατάρχη  Τίτο) infognomon