Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

Φάκελος: ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (1)

Ιστορική Μακεδονία


Εισαγωγικά (α)

Ο γεωγραφικός χώρος της Μακεδονίας υπήρξε από αρχαιοτάτων χρόνων η πρώτη γραμμή αμύνης, αλλά και αντεπίθεσης του ελληνισμού, από την εποχή των Περσικών Πολέμων.
Στους νεώτερους χρόνους υπήρξε περιοχή αυξημένου ενδιαφέροντος της τσαρικής ρωσσικής εξωτερικής πολιτικής, της οποίας ομολογημένη επιδίωξη ήταν η έξοδος στο Αιγαίο. Η στρατηγική αυτή επιλογή οδήγησε στην υπόθαλψη και υποκίνηση, από τα μέσα του 19ου αιώνα (κομβικό σημείο ο Κριμαϊκός Πόλεμος και το αποτύπωμα των επιπτώσεων του στο χώρο της Βαλκανικής) αφενός και πρωτίστως του βουλγαρικού επεκτατισμού και, δευτερευόντως, του σερβικού, με την αξιοποίηση του ιδεολογήματος του πανσλαβισμού, ώστε με την κατοχή της Μακεδονίας να εξυπηρετηθούν, έστω και εμμέσως, οι ίδιοι γεωπολιτικοί της στόχοι.1
Το σοβιετικό καθεστώς που διαδέχθηκε την τσαρική εξουσία δεν άλλαξε τις στοχεύσεις του. Με το εφεύρημα της «Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας»2 επεδίωξε την απόσπαση της Μακεδονίας και της Θράκης από το ελληνικό κράτος, ώστε να επιτευχθεί η προαναφερθείσα επιδίωξη.
 Οι μεθοδεύσεις όμως αυτές οδήγησαν σε μια απροσδόκητη πραγματικότητα, που λειτούργησε αποπροσανατολιστικά σε σχέση με τους αρχικούς σχεδιασμούς: Η διεκδίκηση της Μακεδονίας ενσωματώθηκε στις εθνικές βλέψεις και διεκδικήσεις τόσο των Σέρβων, όσο και των Βουλγάρων, οι οποίοι επιχείρησαν να την υλοποιήσουν με διαφορετικές τακτικές και σε διαφορετικές ιστορικές συγκυρίες.3
_______________________________

1.       Βλ. Κωνσταντίνος Α. Βακαλόπουλος, «Επίτομη Ιστορία της Μακεδονίας-Τουρκοκρατία». Θεσσαλονίκη 1988 και αναλυτικά Γ.Α.Λ., «Η κατά της Μακεδονίας επιβουλή», Αθήναι, 1966 και Δημητρίου Διον. Ζάγκλη «Η Μακεδονία του Αιγαίου και οι Γιουγκοσλαύοι» Αθήναι, 1975

2.      Η ιδρυτική συνδιάσκεψη της Β.Κ.Ο. πραγματοποιήθηκε στη Σόφια, στις 15-1-1920. Σύμφωνα με την απόφαση που ελήφθη, οι Βαλκανικοί και ο (Α΄) Παγκόσμιος Πόλεμος δεν έφεραν την εθνική απελευθέρωση και ένωση των βαλκανικών λαών. Η λύση που προτεινόταν ήταν η προλεταριακή επανάσταση και η δικτατορία του προλεταριάτου, που θα ελευθέρωναν τους βαλκανικούς λαούς από κάθε κυριαρχία, θα τους έδιδαν δικαίωμα αυτοδιάθεσης και θα τους συνένωναν σε μία Βαλκανική Σοβιετική Δημοκρατία. Για λεπτομέρειες βλ. R. P. Grišina, «Η πρώτη φάση της δραστηριότητας της βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας (1920-1923) και η Ελλάδα», «Βαλκανικά Σύμμεικτα» 7 Θεσσαλονίκη 1995 σελ. 171-183  και Αλέξανδρος Δάγκας, Γιώργος Λεοντιάδης, «Κομιντέρν και μακεδονικό ζήτημα: Τα ελληνικό παρασκήνιο, 1924», Θεσσαλονίκη, 2008 

3.      Βλ. Βακαλόπουλος Α. Κωνσταντίνος, Το μακεδονικό ζήτημα, Αθήνα, 1993 και Σπυρίδων Σφέτας, Όψεις του Μακεδονικού Ζητήματος στον 20ο αιώνα, Θεσσαλονίκη, 2001



Ως προς την ελληνική πλευρά ο αγώνας για την απελευθέρωση της Μακεδονίας από την οθωμανική κυριαρχία άρχισε πολύ πριν από την επανάσταση στη νότιο Ελλάδα το 1821 (εξεγέρσεις 1571, 1684-1688, 1705, 1716, 1749, 1788-1792)  όμως δεν είχε αίσιο τέλος, ενώ οι εξεγέρσεις της περιόδου 1830-1860 δεν πρόσφεραν τίποτε περισσότερο από σφαγές, λεηλασίες και τρομοκρατία των χριστιανικών πληθυσμών.   
Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα χαρακτηρίζεται από την ανάδυση των εθνοτικών ανταγωνισμών. Η αναδιάταξη των γεωπολιτικών συσχετισμών, με την πνέουσα τα λοίσθια Οθωμανική Αυτοκρατορία, με την Ελλάδα να προσαρτάται οριστικά στο άρμα της βρετανικής επιρροής, με τη ρωσοτουρκική σύγκρουση να επηρεάζει σημαντικά τα γεωπολιτικά δεδομένα, η βαλκανική γεγονοτολογία παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Κομβικά σημεία στη διαμόρφωση του νέου status αποτελούν τόσο η αυτονόμηση της Βουλγαρικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, όσο και η διαβόητη Συνθήκη του Αγ. Στεφάνου.  Υπενθυμίζεται ότι μετά από έντονες ρωσσικές πιέσεις, με το σουλτανικό φιρμάνι της 28ης Φεβρουαρίου 1870 ιδρύεται η αυτοκέφαλη Εκκλησία της Βουλγαρίας με επικεφαλής Έξαρχο. Ως περιοχή δικαιοδοσίας της Εξαρχίας ορίσθηκε η περιοχή μεταξύ του ποταμού Δούναβη (βόρεια) και της οροσειράς του Αίμου (νότια) μαζί με την Δοβρουτσά, ενώ στην συνέχεια επεκτάθηκε δυτικά και περιέλαβε την ζώνη Σκοπίων-Κιουστεντίλ-Βελεσών-Αχρίδος.
Αξιοσημείωτη  βέβαια είναι η εξαίρεση υπαγωγής στην Εξαρχία της παραθαλάσσιας περιοχής της Βάρνας, καθώς και και στα ενδότερα, της Φιλιππούπολης, του Στενήμαχου και των γύρω χωριών, όπου εγκαταβίωναν ισχυροί ελληνικοί πληθυσμοί. Η αντίδραση του Πατριαρχείου  Κωνσταντινουπόλεως στη δυσμενή αυτή εξέλιξη, εξ αφορμής της παύσης πλέον της μνημόνευσης του ονόματος του Πατριάρχη στις λειτουργίες των εξαρχικών ναών, υπήρξε άμεση.  Προχώρησε στη σύγκληση Πανορθόδοξης Συνόδου το 1872 και κήρυξε σχισματική την Βουλγαρική Εξαρχία. 
Το δεύτερο σημαντικό γεγονός με άμεσο ελληνικό ενδιαφέρον συνιστά ο  Ρωσσο-τουρκικός πόλεμος του 1877-78 και η επιγενόμενη συντριβή του οθωμανικού στρατού. Η διπλωματική αποτύπωση της στρατιωτικής έκβασης υπήρξε η  Συνθήκη του Αγ. Στεφάνου της 3ης Μαρτίου 1878 μεταξύ Τσαρικής Ρωσίας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Εκείνη η συνθήκη, που, κατά τα ιστορικά ειωθότα, υπαγόρευσαν οι νικητές, οδηγούσε στην εξαμβλωματική δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας, ένα στην ουσία πελατειακό κράτος - δορυφόρο της Ρωσίας. Οι σφοδρότατες και καθολικές αντιδράσεις που προκλήθηκαν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς η συνθήκη αυτή ανέτρεπε το συσχετισμό δυνάμεων στο βαλκανικό υποσύστημα,   οδήγησαν στην αυτοακύρωση της συνθήκης και στην, ευτυχώς,   μηδέποτε εφαρμογή της. Επακόλουθα των ταυτόσημων αντιδράσεων των λοιπών Μεγάλων Δυνάμεων και της παλλαϊκής εξέγερσης των Ελλήνων της Μακεδονίας, συγκλήθηκε, μερικούς μήνες αργότερα, μια νέα συνδιάσκεψη ειρήνης στο Βερολίνο (13 Ιουνίου – 13 Ιουλίου 1878), όπου με την νέα Συνθήκη (Συνθήκη του Βερολίνου) ανατράπηκαν οι προειλημμένες  αποφάσεις της Συνθήκης του Αγ. Στεφάνου. 
Ήδη βέβαια, ευρισκόμενος σε αυτήν την κατάσταση, ο ελληνισμός της Μακεδονίας είχε δώσει ήδη τη δική του απάντηση. Από τις 18 Φεβρουαρίου 1878 σχηματίσθηκε η  «Προσωρινή Κυβέρνησις της εν Μακεδονία επαρχίας Ελιμείας», στην περιοχή Κοζάνης, όπου και άρχισε ανταρτοπόλεμος, ενώ στο Λιτόχωρο, στις 19 Φεβρουαρίου 1878, υψώθηκε η σημαία της Επανάστασης και στην συνέχεια σχηματίστηκε Προσωρινή Κυβέρνηση, την ίδια ημέρα της υπογραφής της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Και οι δύο προσπάθειες κατεπνίγησαν στο αίμα από τουρκικές δυνάμεις, αλλά η σημασία τους για την αποτροπή των σχεδίων της Ρωσίας εις βάρος του Ελληνισμού υπήρξε σημαντική. 
Δε συνέβη το ίδιο όμως και με την περίπτωση της περιοχής της Βόρειας Θράκης (Ανατολικής Ρωμυλίας). Το έτος 1885 πραγματοποιείται η πραξικοπηματική–δυστυχώς χωρίς σοβαρή αντίδραση– μονόπλευρη προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας στο αυτόνομο Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας,  όπως αυτό  είχε προκύψει από την Συνθήκη του Βερολίνου (η προσάρτηση οριστικοποιήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 1908). Ταυτόχρονα, η νίκη των βουλγαρικών όπλων, στον Σερβο-Βουλγαρικό πόλεμο της ίδιας χρονιάς, αναπτέρωσε τις ελπίδες των Βουλγάρων ότι σύντομα θα πετύχαιναν αυτό που τους στέρησε η Συνθήκη του Βερολίνου: Την «Μεγάλη Βουλγαρία». 
Εκείνη ακριβώς την ιστορική συγκυρία κλιμακώνεται ο εθνοτικός ανταγωνισμός των λαών της βαλκανικής. Ήταν πλέον προφανές, με τη δεδομένη – αργά ή γρήγορα – κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ότι ο γεωγραφικός χώρος της Μακεδονίας θα αποτελούσε την κατεξοχήν διαφιλονικούμενη περιοχή. Αναμενόμενα, λοιπόν, στις βουλγαρικές επιδιώξεις αντιτάχθηκαν τόσο η Ελλάδα, όσο και η Σερβία, οι οποίες εξόπλισαν αντίστοιχα ανταρτικά σώματα, με στόχο, αφ’ ενός μεν να εξασθενίσουν την οθωμανική εξουσία, αφ’ ετέρου δε να αναχαιτίσουν τις βιαίως κλιμακούμενες βουλγαρικές δραστηριότητες.
Παράλληλα, η ρουμανική προπαγάνδα επιχειρούσε με κάθε μέσον να προσεταιριστεί τους βλαχόφωνους πληθυσμούς γύρω από την Πίνδο, οργανώνοντας αντίστοιχα ένοπλα σώματα. 

Πηγή: Νικολάου Α. Βασιλειάδη - Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη
"Από τον Σλαβομακεδονισμό στον Σκοπιανό Μακεδονισμό: Η γενεαλογία μιας εθνολογικής λαθροχειρίας", Θεσσαλονίκη 2017 "Μπαρμπουνάκης"