Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2025

Τα ξένα κέντρα και οι ιθαγενείς τους σύμμαχοι


Τα ξένα κέντρα και οι ιθαγενείς τους σύμμαχοι

Δημήτρης Ε. Ευαγγελίδης

Η «μεταμοντέρνα» επίθεση στην συλλογική μας μνήμη συνεχίζεται…

Πριν από ένα χρόνο περίπου (2016), κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τον τίτλο «Επιτηρούμενες ζωές» και τον επιστημονικοφανή υπότιτλο «Μουσική, χορός και διαμόρφωση της υποκειμενικότητας στη Μακεδονία» της νεοεμφανιζόμενης συγγραφέα και επίδοξης κοινωνιολόγου Μαρίκας Ρόμπου-Λεβίδη, πρώην χορεύτριας με σπουδές στο Βασιλικό Θέατρο του Λονδίνου, όπως αναφέρει στο βιογραφικό της, με ενδιαφέροντα «την ανθρωπολογία της μουσικής και του χορού, την επιτέλεση και το σώμα, την πολιτική ανθρωπολογία, το σύνορο, τη μετανάστευση, το φύλο και τη βία». Έκανε και διδακτορικό, δίπλα στην Καθηγήτρια Cowan, στο διαβόητο πανεπιστήμιο του Σάσσεξ, το οποίο ως γνωστόν αποτελεί για το συνάφι των οπαδών της παγκοσμιοποίησης, του πολυπολιτισμού, του εθνομηδενισμού και άλλων τινών, κάτι ανάλογο με το αλήστου μνήμης «Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο της Ανατολής».   

__________________________      

1.     Το Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο Εργαζομένων της Ανατολής [ρωσ.: Коммунистический университет трудящихся Востока ή КУТВ (KΟΥTΒ) -Καμμουνιστιτσιέσκιϊ ουνιβερσιτιέτ τρουντιάσσιχσια Βαστόκα ή Κα Ου Τε Βε], όπως ήταν ο πλήρης τίτλος του, ιδρύθηκε στις 21 Απριλίου 1921 στη Μόσχα από την Κομμουνιστική Διεθνή (Κομιντέρν), ως Σχολή εκπαίδευσης κομμουνιστικών στελεχών. Στο λεξιλόγιο του ΚΚΕ,  κούτβηδες  αποκαλούνταν τα καθαρόαιμα κομματικά στελέχη με τίτλο σπουδών από αυτήν την μεγάλη των ινστρουχτόρων σχολή, προορισμένα να αποτελέσουν τα ηγετικά στελέχη των ανά τον κόσμο κομμουνιστικών κομμάτων.

Αναμενόμενη και η κινητοποίηση για την υποστήριξη και την προβολή αυτού του προπαγανδιστικού πονήματος, που κάτω από έναν ψευδο-επιστημονικό μανδύα αναμασάει τα φαιδρά αφηγήματα που υφιστάμεθα εδώ και χρόνια ad nauseam από τους κάθε είδους ιούς, μικρόβια, μυξομύκητες και γυμνοσάλιαγκες του εθνομηδενισμού και της αριστερής  αερολογίας. Όλος ο εσμός των γνωστών και μη εξαιρετέων ιθαγενών νεο-αριστερών, αλλά και δύο ξένων, έσπευσε να εξυμνήσει/διαφημίσει αυτό το ανιαρό και φλύαρο μεν, αλλά ιδιαίτερα στοχευμένο ιδεολογικοπολιτικά κατασκεύασμα, που βρίθει ψευδολογιών, συνειδητών διαστρεβλώσεων της πραγματικότητας, φιλελέφτ ανοησιών και εθνομηδενιστικών ταυτολογιών. Την πρώτη θέση κατέχει ασφαλώς η άκρως εγκωμιαστική/εκθειαστική υμνολογία της προαναφερθείσης Jane Cowan, καθηγήτριας Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πανεπιστήμιο του Sussex:

«Με εμπειρία χορεύτριας, ερευνήτριας χορού και ανθρωπολόγου, η Μαρίκα Ρόμπου-Λεβίδη μιλάει για έναν κόσμο άγνωστο σε πολλούς Έλληνες: την επιτηρούμενη ζώνη της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου. […] Μια εξαιρετικά διεισδυτική, ευαίσθητη και διαφωτιστική προσέγγιση της ένταξης και της αντίστασης και, ακόμα περισσότερο, των βαθιών προκλήσεων που τα εθνικιστικά εγχειρήματα θέτουν στα ενσώματα υποκείμενα…».

Ομολογώ ότι δεν μπόρεσα να προσδιορίσω τι ακριβώς είναι αυτά τα «ενσώματα υποκείμενα» που αναφέρει η βαθυστόχαστη καθηγήτρια. Υποθέτω μάλλον κάτι αντίθετο από τις «ασώματες κεφαλές» των τσίρκων περασμένων δεκαετιών. Όσο για τις «βαθιές προκλήσεις των εθνικιστικών εγχειρημάτων» το αφήνω ασχολίαστο, μια και ανήκει στην σφαίρα των εθνοφοβικών συμπλεγμάτων, από τα οποία σαφώς διακατέχεται η εν λόγω «προφεσόρισσα». Ακολουθεί η περισπούδαστη κριτική για το «ξεχωριστό αυτό βιβλίο» του Λεωνίδα Εμπειρίκου, Ιστορικού, αριστερού (τι άλλο;) μεγαλοαστού, γιου του ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου, ο οποίος ήταν αδύνατον να χάσει αυτήν την ευκαιρία αυτοπροβολής, αποκαλύπτοντας τα πάθη των σλαβοφώνων (αμφιβάλλω εάν γνωρίζει τι ακριβώς είναι αυτοί οι σλαβόφωνοι και αν έχει συναντήσει κάποιον στην ζωή του) της Ανατολικής Μακεδονίας:

 «Μέσα στο ελληνικό κράτος, οι κοινότητες των σλαβόφωνων της Ανατολικής Μακεδονίας βρέθηκαν σ’ έναν επικοινωνιακά απομονωμένο και γλωσσικά κατακερματισμένο χώρο. Οι παλιές ιστορίες άλλαξαν νόημα μέσα στην απόκρυψη του γλωσσικού φαινομένου και τη διαπραγμάτευσή της από τα ίδια τα υποκείμενα, που αγγίζει σχεδόν τα πάντα: τα πανηγύρια, το χορό, τη μουσική, τα όργανα με τα οποία παίζεται και τα λόγια με τα οποία τραγουδιέται. Όλες οι αποχρώσεις της δύσκολης αυτής σχέσης του υποκειμένου με το κράτος —που περνά μέσα από τη γλώσσα και τη σωματικότητα—, στη μεγάλη ποικιλία που ορίζει η εγγραφή της στην ελληνική επικράτεια, περιγράφονται με ακρίβεια και ευαισθησία που ξεπερνά κάθε προσδοκία στο ξεχωριστό αυτό βιβλίο». (Σημ. ΔΕΕ: Οι επισημάνσεις δικές μου). 

Στην διθυραμβική βιβλιοκριτική του,  ο καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου Ευθύμιος Παπαταξιάρχης (Πήρε το διδακτορικό του στην κοινωνική ανθρωπολογία από το London School of Economics το 1988), ο οποίος σύμφωνα με το βιογραφικό του: «Έχει δημοσιεύσει εκτενώς σε ζητήματα φύλου, εξουσίας και κοινωνικότητας, συγκρότησης του πολιτικού στον αγροτικό χώρο (sic) και πολιτισμικής διαχείρισης της διαφοράς στο πλαίσιο διαπολιτισμικών συναντήσεων, ιστορικής ανθρωπολογίας και ιστορίας της ανθρωπολογικής σκέψης» τονίζει τα εξής σπουδαιοφανή:

«Η Μαρίκα Ρόμπου-Λεβίδη έχει τη στόφα της ανθρωπολόγου πεδίου. Η διεισδυτική εθνογραφική της ματιά πηγαίνει πέρα από το αυτονόητο και το αδιαμφισβήτητο για να καταγράψει την αυτολογοκρισία ως δημιουργική, ιστορική διαδικασία. Μεευαισθησία ανασύρει τα ίχνη της βίας που έχει σημαδέψει τη ζωή των σλαβόφωνων κατοίκων της επιτηρούμενης ζώνης εκεί ακριβώς που συνήθως επισφραγίζεται δημόσια η συλλογική ταυτότητα, στην επιτέλεση της μουσικής παράδοσης. Η μελέτη της είναι μια πολύτιμη μαρτυρία της ικανότητας των ανθρώπων να εκμεταλλεύονται τις χαραμάδες, που αφήνουν τα ισχυρά καθεστώτα πειθάρχησης, για να αρθρώσουν τους δικούς τους ορίζοντες ζωής. Μια σημαντική συμβολή στην κατανόηση του Μακεδονικού ζητήματος». (Σημ. ΔΕΕ: Οι επισημάνσεις δικές μου).

Αναλόγου ύφους, στόχου και επιπέδου είναι  και τα όσα γράφει ένα ακόμη μέλος της εθνοφοβικής παρέας, ο επίκουρος καθηγητής Ανθρωπολογίας της Μουσικής και του Χορού του Πανεπιστημίου Αιγαίου, Παν. Πανόπουλος 

«Μια εξέχουσα συμβολή στην ιστορία και την εθνογραφία της μουσικής και του χορού στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια, μια από τις σημαντικότερες μελέτεςγια την ανθρωπολογία της μουσικής στο συγκεκριμένο χώρο από την εποχή που αυτό το πεδίο οριοθετήθηκε στην ελληνική εθνογραφία με την έκδοση της μονογραφίας της Jane Cowan. Η πολιτική του σώματος. Χορός και κοινωνικότητα στη βόρεια Ελλάδα. Τα κλασικά ανθρωπολογικά θέματα του φύλου και του ορίου συναντώνται με εξαιρετικά πρωτότυπες, εθνογραφικά εμπεριστατωμένες και θεωρητικά εμβριθείς, αναλύσεις των διαδικασιών υποκειμενοποίησης και σωματοποίησης της ιστορίας, της μνήμης και της πολιτισμικής εμπειρίας». (Σημ. ΔΕΕ: Οι επισημάνσεις δικές μου).

Δεν λείπει όμως και η απαραίτητη επικύρωση και «ευλογία» του «μεγάλου Αδελφού», με τα ανάλογα ενθουσιαστικά σχόλια από την πασιγνώστως άγνωστη (πλην των μυημένων, εννοείται) καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του πανεπιστημίου του Λος Άντζελες (UCLA Laurie Hart, η οποία γράφει τα εξής χαριτωμένα: 

«Σ’ αυτό το καθηλωτικό και γοητευτικά γραμμένο βιβλίο, η συγγραφέας αποκαλύπτει με δύναμη τις σύνθετες τακτικές κοινωνικής απόκρυψης και δημόσιας άρνησης που εξυφάνθηκαν μέσα από τη μουσική και το χορό στη Βόρεια Ελλάδα μετά τον Εμφύλιο. Με βαθιά γνώση του αντικειμένου, διεισδυτικότητα και οξύτητα πνεύματος, διερευνά την πολιτισμική παραγωγή στην πρώην επιτηρούμενη ζώνη των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, εκθέτοντας τη σίγαση του νοήματος που επέφερε η καταστολή αλλά και τη στοιχειωμένη χάρη της φωνής και της κίνησης των γυναικών. Δεν πρόκειται απλά για πρωτοποριακή εθνομουσικολογία, αλλά για εθνογραφία και κοινωνική θεωρία υψηλών προδιαγραφών, που συνοδεύεται από οξυδερκή κριτικό σχολιασμό της βιβλιογραφίας για το σύνορο και τη διαφορά στη Μακεδονία. Ένα κριτικό ανάγνωσμα για όλους όσοι ενδιαφέρονται να κατανοήσουν την ελληνική κοινωνία όπως είναι». (Σημ. ΔΕΕ: Οι επισημάνσεις δικές μου).

Τέλος, θα ήταν αδιανόητο να λείπει από την σύναξη του κύκλου των χαμένων εθνοφοβικών, η παλιά …καραβάνα του χώρου, η περιβόητη  Άννα Φραγκουδάκη, Ομότιμη Καθηγήτρια Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης, ΕΚΠΑ, όπως υπογράφει. Τι είναι το ΕΚΠΑ; Μήπως κάτι σαν το ΕΝΦΙΑ ή το ΦΠΑ; Όχι βέβαια, σημαίνει απλούστατα Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Και γιατί δεν το γράφει ολόκληρο; Μήπως για λόγους συντομίας; Πιθανόν, αλλά πιο πιθανό είναι ότι έτσι αποφεύγει τις κακές λέξεις, «εθνικό», «Καποδίστριας», το καθαρευουσιάνικο «Αθηνών» αντί «Αθήνας». Υπάρχουν «ευαισθησίες» και ίσως παρεξηγηθεί από τους ομόσταυλους και τα απωθημένα τους. Εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω συνταξιούχος πλέον καθηγήτρια προσθέτει και αυτή το λιθαράκι της: 

«Πρόκειται για μελέτη στηριγμένη σε πλούσιο ερευνητικό υλικό που συνδυάζει την επιστημονική αρτιότητα με την υψηλή κοινωνική ευαισθησία. Πρόταση επιστημονικού διαλόγου στο χώρο της ανθρωπολογίας, αλλά παράλληλα και ανάγνωσμα πολύ ενδιαφέρον για κάθε αναγνώστη/ρια που απασχολούν τα θέματα των εθνικών ταυτοτήτων και της κοινωνικής ένταξης, από μια πολύ σημαντική σκοπιά: τις πρακτικές των ίδιων των εμπλεκόμενων ανθρώπων»2(Σημ. ΔΕΕ: Οι επισημάνσεις δικές μου).

_________________________________

2. Για την Άννα Φραγκουδάκη και τις ιδεοληψίες της υπάρχει το ειρωνικότατο και   αποστομωτικό άρθρο-καταπέλτης του κορυφαίου κριτικού θεάτρου, συγγραφέα και διανοητή Κώστα Γεωργουσόπουλου που αξίζει να μελετηθεί λέξη προς λέξη εδώ:http://www.tanea.gr/news/greece/article/4056333/?iid=2

Όπως εύκολα διαπιστώνεται, η αερολογία, η (δήθεν) επιστημονική σοβαρότητα, η προσπάθεια εντυπωσιασμού με ακαταλαβίστικους για το ευρύ κοινό όρους, οι μαρξιστικές φαντασιώσεις και το εμπόριο ανθρωπισμού και ευαισθησίας είναι σε ημερήσια διάταξη, επιχειρώντας να πείσουν ότι επιτελούν κάτι σπουδαίο και κοινωνικά χρήσιμα και ότι δεν είναι μια κλίκα αργόσχολων φαφλατάδων που καταναλώνουν πόρους από τα χρήματα των φορολογουμένων. 

Για το βιβλίο αυτό καθαυτό τώρα, που το διάβασα με σφιγμένα δόντια ομολογώ, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η επιτομή της ανιαρότητας μιας κατασκευασμένης ψευδο-επιστήμης που καλύπτεται πίσω από τον εντυπωσιακό και βαρύγδουπο τίτλο «Κοινωνική Ανθρωπολογία». Στις «κοινωνικές επιστήμες» έχει αναφερθεί όχι κάποιος τυχαίος, αλλά ο διεθνούς φήμης, κύρους και αναγνώρισης Βυζαντινολόγος και Ακαδημαϊκός Σπύρος Βρυώνης στο μνημειώδες κείμενό του, που αναγνώσθηκε στην ημερίδα με θέμα «Ο Νέος Ελληνισμός: Έννοια, περιεχόμενο, χρονικά όρια» την οποία διοργάνωσε η Ακαδημία Αθηνών, στις 19 Οκτωβρίου 2010. Θα παραθέσω ορισμένα αποσπάσματα:

«...Συχνά, οι κοινωνικές επιστήμες, ως συνειδητές επιστημονικές ειδικότητες, δεν περιορίζονται στα όρια που θέτει η έρευνα, αλλά ενδύονται ένα είδος προφητικού μανδύα. Οι επαγγελματίες κάθε μιας από αυτές τις κοινωνικές επιστήμες συχνά διακηρύσσουν ότι διακονούν «επιστήμες», που, όπως υποστηρίζουν στον ακαδημαϊκό κόσμο, η ειδικότητά τους προσομοιάζει περισσότερο με τις φυσικές επιστήμες παρά με εκείνες της φιλολογίας και των άλλων ανθρωπιστικών επιστημών. Έτσι, ο τελικός σκοπός των περισσότερων κοινωνικών επιστημών είναι να επικυρώσουν και να καθορίσουν τους νόμους που διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Με τον τρόπο αυτό ισχυρίζονται ότι μπορούν να προβλέψουν πώς θα συμπεριφερθούν υπό δεδομένες συνθήκες, όχι μόνο τα άτομα, αλλά και μεγαλύτερες ομάδες, η οικογένεια, η φυλή, ή και ακόμα μεγαλύτερες συσσωματώσεις.  Επίσης, ο ρόλος των διακεκριμένων και προβεβλημένων επαγγελματιών απολαμβάνει ένα είδος αναγνώρισης, ως αξιόπιστη πηγή και αυθεντία για την ανάλυση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. [...]

Με την αύξηση των πληθυσμών, την πολυπλοκότητα των οικονομικών και πολιτικών κρίσεων, τις απαιτήσεις της κοινωνίας, το «έθνος» και οι «εθνικισμοί» συχνά αναζητούν λύσεις από τους κοινωνικούς επιστήμονες. [...] Όμως, ακόμη και στις περιπτώσεις αυτές, η αξία της πρακτικής γνώσης είναι συγκεκριμένη και δύσκολα επιτρέπει στους κοινωνιολόγους να ισχυρίζονται ότι ο κλάδος τους συνιστά μια «επιστήμη» στα θέματα της θεωρίας και της ανάλυσης των εννοιών του «έθνους» και του «εθνικισμού». Διότι, εδώ, αυτές οι ειδικότητες πρέπει να βασιστούν στην ιστορία, ενώ οι θεωρίες τους δεν μπορούν να γενικευτούν σε τέτοιο βαθμό, διότι έχουν συγκεκριμένο ειδικό επιστημονικό προσανατολισμό και ο υποκειμενισμός πάντα ελλοχεύει. Οι μεθοδολογίες τους είναι επιρρεπείς στην «εφεύρεση» γενικών νόμων για τον καθορισμό της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Από την άλλη πλευρά, και αυτό είναι το παράδοξο, η συμβολή τους στη συνεχιζόμενη ανάλυση των εννοιών και θεωριών σχετικά με το «έθνος» και τον «εθνικισμό» είχε βαθιά επίδραση σε εκείνους τους κύκλους που συζητούν αυτά τα ειδικά σύγχρονα ζητήματα. Πολλοί είναι οι κοινωνικοί επιστήμονες οι οποίοι έχουν κληθεί, ως ειδικοί, ενώπιον του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γερουσίας, να αποφανθούν σχετικά με τις κρίσεις που αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Οι πανταχού παρόντες πολιτικοί επιστήμονες, οι οποίοι έχουν διεισδύσει ιδιαίτερα στα Υπουργεία Εθνικής Ασφάλειας, Εξωτερικών, Άμυνας, στη CIA και άλλα ομοσπονδιακά όργανα, καθώς και στα πληθωρικά λεγόμενα «think-tanks», αποτελούν μια στρατιά (αριθμητικά) και, όπως ο στρατός, καταναλώνουν μεγάλα κεφάλαια που προέρχονται από την κυβέρνηση, τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και τα ξένα συμφέροντα. Έτσι, οι κοινωνικοί επιστήμονες δεν έχουν μόνο τη θεωρητική πλευρά τους, αλλά απολαμβάνουν πρακτικές και οικονομικές ανταμοιβές, οι οποίες επιτείνουν την υποκειμενικότητα τους. [...]

Επιπλέον, προχωρούν στην κατασκευή ή τη δημιουργία τεχνικών όρων (σε τέτοια έκταση ώστε χρειάζεται κανείς να προσφύγει σε εξειδικευμένα λεξικά για να βρει τις έννοιες πολλών τέτοιων όρων) και στηρίζονται σε ιστορικούς εξειδικευμένους σε περιοχές με τις οποίες οι κοινωνικοί επιστήμονες δεν είναι εξοικειωμένοι. Μπορούμε επί πλέον να διαπιστώσουμε την ισχυρή επίδραση των κοινωνικών επιστημόνων πάνω στην ιστορική επιστήμη, παράλληλα με την αδυναμία των κοινωνικών επιστημόνων να καταλήξουν σε οριστικά συμπεράσματα ως προς το «πότε» και το «πώς» του έθνους και του εθνικισμού, καθώς και την αποτυχία τους να διευκρινίσουν τον όρο και την έννοια του πολιτισμού. [...]

Στην συνέχεια ο Σπ. Βρυώνης αναφέρεται στις θεωρίες του λεγόμενου «μοντερνισμού» και στους τρεις «πατριάρχες» του, Ernest Gellner, Eric Hobsbaum και Benedict Anderson, καθώς και στην περίοδο 1970-2003, η οποία αναφέρεται ως περίοδος  «ανόδου και πτώσης του κλασικού μοντερνισμού». Φθάνουμε έτσι σε μια νέα και σημαντική φάση του συνεχιζόμενου διαλόγου για την προέλευση και τη φύση του έθνους και του εθνικισμού, με τη νέα ερμηνεία περί «εθνοσυμβολισμού» που διατύπωσε ο Anthony D. Smith, ο οποίος υπήρξε ο ίδιος μαθητής του Gellner. Όπως τονίζει ο Σπ. Βρυώνης: «Στη διαμάχη που ακολούθησε και μπροστά στα αδιαμφισβήτητα επιχειρήματα του Smith, ο Anderson, σε αντίθεση με τον Gellner, υπήρξε πιο δεκτικός στις κριτικές που ασκήθηκαν στο έργο του και, τελικά, παραδέχτηκε ότι το έργο του είχε πλέον καταστεί περιθωριακό». [...]                                                   

Πριν ασχοληθούμε με τα όσα ισχυρίζεται στην «Εισαγωγή» και το κυρίως μέρος, στο αφόρητα πληκτικό και κουραστικό «πόνημά» της, κρίνω απαραίτητη την παράθεση ορισμένων πληροφοριών ώστε να γίνουν ευκολότερα αντιληπτά τα όσα θα αναφερθούν στην συνέχεια γύρω από τον ψευδο-επιστημονικό3  κλάδο της «Κοινωνικής Ανθρωπολογίας». Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 (μιας από τις πλέον κοσμογονικές και ανατρεπτικές δεκαετίες του 20ου αιώνα), ένα από πλέον δημοφιλή κινήματα υπήρξε αυτό που πυροδοτήθηκε από το συγκλονιστικό και πρωτοποριακό βιβλίο της Ραίητσελ Κάρσον «Σιωπηλή Άνοιξη»4 για την προστασία του περιβάλλοντος και την Οικολογία, που γέννησε με την σειρά του κινήσεις του τύπου «επιστροφή στην φύση», τους χίππηδες κλπ.

_______________________________

3.                   Χρησιμοποιώ αυτόν τον χαρακτηρισμό όντας πεπεισμένος από σχετικές επιστημολογικές αναλύσεις που έχω υπ’ όψιν και οι οποίες αναφέρονται σε ορισμένους κλάδους που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «επιστημονικοί» μόνον διαστέλλοντας και γενικεύοντας τον ορισμό του «επιστημονικού». Ως προς την Κοινωνική Ανθρωπολογία οι αλληλοσυγκρουόμενες θεωρίες, τα λογικά άλματα, η κατασκευή και υπερπαραγωγή ορισμών και νέων όρων προς χρήση των μελών του ιερατείου, η αδυναμία εξαγωγής αξιόπιστων και εφαρμόσιμων αποτελεσμάτων, τείνουν να απαξιώσουν και να οδηγήσουν τον συγκεκριμένο κλάδο σε πλήρη ανυποληψία. Ήδη, από πολλούς, η Κοινωνική Ανθρωπολογία (συχνά συγχέεται, πιθανόν σκόπιμα, με την Πολιτισμική Ανθρωπολογία) κατατάσσεται στις λεγόμενες «τέχνες των υποθετικών στοχασμών» (guessing meditation arts) ή επί το λαϊκότερον  «guessing arts» (τέχνες της μαντεψιάς), που εξυπηρετούν κυρίως πολιτικο-ιδεολογικές σκοπιμότητες και όχι την Επιστήμη. Προσωπικά θεωρώ ότι αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που είναι γνωστό στην Φιλοσοφία ως «ετερογονία των σκοπού» δηλ. το ασύμπτωτο μεταξύ βούλησης και πραγματικότητας.  

4.                   Rachel Carson  (1907-1964), “Silent Spring, 1962 

Ήταν αναμενόμενο να εμπλακούν στην όλη υπόθεση και οι κοινωνικοί ανθρωπολόγοι της εποχής, για να αποδείξουν την «κοινωνική ευαισθησία» τους, αλλά κυρίως την χρησιμότητά τους, διατυπώνοντας απίθανες θεωρίες με σαφή πολιτικο-ιδεολογικά κίνητρα, που επικρίθηκαν δριμύτατα.

Η χαριστική βολή όμως στις πλέον ακραίες μορφές τους, δόθηκε από τον Βρετανό Ζωολόγο – Ηθολόγο Ντέσμοντ Μόρρις (Desmond Morris), με το πολύκροτο βιβλίο του «Ο γυμνός πίθηκος».5

Όπως υπονοεί και ο υπότιτλός του («Μια μελέτη για το Ζώο-Άνθρωπος»), το έργο αυτό αποτελεί μια διεισδυτική ματιά από έναν ειδικό επιστήμονα στα κίνητρα συμπεριφοράς των «γυμνών (=άτριχων) πιθήκων», όπως αποκαλεί το ανθρώπινο είδος ο συγγραφέας, σύμφωνα με τον οποίον οι ρίζες αυτών των κινήτρων ανάγονται στην γενετική κληρονομιά του εξελικτικού παρελθόντος του σύγχρονου, «πολιτισμένου», ανθρώπου.

Ο Ντέσμοντ Μόρρις με την καταλυτική και τεκμηριωμένη κριτική του κατέρριψε τις παρωχημένες και αντιεπιστημονικές αντιλήψεις των παλαιότερων ανθρωπολόγων, αλλά και όλων εκείνων των κοινωνιολόγων (κοινωνικών ανθρωπολόγων), που στερούμενοι παιδείας στην Βιολογία, την Γενετική, την Εθνολογία και την Φυσική Ανθρωπολογία, ανέπτυσσαν θεωρίες και υποθέσεις (στηριγμένοι αποκλειστικά σε ανθρωπολογικό και εθνογραφικό υλικό πρωτόγονων κοινωνιών χαμένων σε κάποια ζούγκλα ή σε ένα ασήμαντο νησί του Ειρηνικού Ωκεανού), οι οποίες, όχι μόνον δεν αποτελούσαν πανάκεια για τα προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών, αλλά ήσαν και καταγέλαστες σε τελική ανάλυση.

Όπως ξεκαθάρισε αφοπλιστικά ο Ντ. Μόρρις:

«…Οι απλές φυλετικές ομάδες που επιβιώνουν μέχρι σήμερα δεν είναι πρωτόγονες, είναι αποτελματωμένες. Πραγματικές πρωτόγονες ομάδες δεν υπάρχουν πια εδώ και χιλιάδες χρόνιαΤα χαρακτηριστικά που μελέτησαν οι παλαιότεροι ανθρωπολόγοι σ’ αυτές τις φυλές μπορεί να είναι ακριβώς εκείνα που εμπόδισαν την πρόοδο των ομάδων που αναφέραμε. Είναι λοιπόν επικίνδυνο να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις πληροφορίες σαν βάση για οποιοδήποτε γενικό διάγραμμα της συμπεριφοράς του είδους μας…» 

(Ντ. Μόρρις, ό.π. σελ. 12-13. Οι επισημάνσεις δικές μου).

Ένα άλλο σημείο που πρέπει να τονιστεί είναι ο καίριος και καθοριστικής σημασίας ρόλος που διαδραματίζει ο ερευνητής στην προσέγγιση λαογραφικών και κοινωνιολογικών ζητημάτων αναλόγως της emic ή etic οπτικής της έρευνάς του. Οι όροι αυτοί (παρ’ όλο που προέρχονται από ρίζες ελληνικών λέξεων), δυστυχώς δεν έχουν δόκιμες μεταφράσεις στην ελληνική γλώσσα.

Δημιουργήθηκαν το 1954 από τον Αμερικανό γλωσσολόγο Κένεθ Πάικ (Kenneth Pike) από τους αντίστοιχους όρους της Γλωσσολογίας phon-emic and phon-etic και χρησιμοποιούνται σήμερα στην Ανθρωπολογία, Εθνολογία, Λαογραφία και στις κοινωνικές επιστήμες γενικότερα. Αναφέρονται στους δύο διαφορετικές προσεγγίσεις της έρευνας πεδίου και επομένως στις δύο διαφορετικές οπτικές που προκύπτουν. Emic είναι η προσέγγιση/οπτική ενός μέλους «από τα μέσα» της κοινωνικής ομάδας η οποία διερευνάται, ενώ etic είναι η προσέγγιση/οπτική ενός παρατηρητή/ερευνητή «από τα έξω».6

 ________________________

5.        Desmond Morris: “The naked Ape”, (1967) που μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 1970

6.     Βλσχετικά: EMICS AND ETICS: The Insider/Outsider Debate

 http://www-01.sil.org/~headlandt/ee-intro.htm

Η έρευνα της Μ. Ρόμπου υπήρξε σαφέστατα μια etic προσέγγιση, από την σκοπιά δηλ. ενός εξωτερικού παρατηρητή, που αγνοούσε παντελώς τις ιδιαιτερότητες, την ιστορική διαδρομή, το γλωσσικό ιδίωμα, την νοοτροπία και τις λογικές των μελών της πληθυσμιακής ομάδας, με αποτέλεσμα να προκύψουν σοβαρότατα προβλήματα, στα οποία θα αναφερθούμε στο τέλος. Επί πλέον η εν λόγω δεν ήρθε στην περιοχή για ουσιαστική έρευνα, αλλά για να αποδείξει με την «έρευνά» της, τις δικές της ιδεοληψίες, τις προκαταλήψεις της, τις προσχηματισμένες ήδη αντιλήψεις της, αλλοιώνοντας και διαστρεβλώνοντας κατά το δοκούν τα όσα «κατέγραψε». Ακόμη και αν δεχθούμε ότι όλα αυτά τα διέπραξε καλοπροαίρετα, τότε και πάλι καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το όλο εγχείρημα είναι απορριπτέο επιστημονικά μια και η συγγραφέας υπέπεσε στην προαναφερθείσα γνωστή πλάνη της Λογικής «Εν Αρχή Αιτείσθαι», αναφερόμενη και ως «petitio principii», υποκαθιστώντας με τα (αναπόδεικτα και προκατειλημμένα) συμπεράσματά της την υπόθεση που υποτίθεται ότι πρόκειται να ερευνήσει. Για να το εκφράσω με απλά λόγια είναι σαν κάποιος ερευνητής να δηλώνει ότι θα ερευνήσει το τι χρώμα έχουν οι κόκκινες πεταλούδες. Προφανώς κόκκινο! 

Βεβαίως, δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε με υπερβολική αυστηρότητα μια πρώην χορεύτρια του Βασιλικού Θεάτρου του Λονδίνου και να απαιτούμε να έχει μελετήσει Λογική, έναν από τους δυσκολότερους ομολογουμένως κλάδους της Φιλοσοφίας, όμως από την άλλη πλευρά δεν ανεχόμαστε την ξεδιάντροπη προπαγάνδα που επιχειρεί, θεωρώντας ότι στερούμαστε απλής λογικής και αγνοούμε το «τι παίζεται» γύρω μας με τις σκοπιμότητες διαφόρων κέντρων. 

Μετά από αυτές τις απαραίτητες πληροφορίες και διευκρινίσεις ας εξετάσουμε αυτά που αναφέρονται στην Εισαγωγή του βιβλίου. Γραμμένη, όπως και όλο το βιβλίο σε μια εποχή τεχνητής ευημερίας και πληθωρικής αισιοδοξίας, όπου μεσουρανούσαν οι παγκοσμιοποιητικές ιδεοπληξίες και η ενορχηστρωμένη προπαγάνδα των ΜΜΕ, αλλά και μεγάλης μερίδας ακαδημαϊκών που δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στις πλουσιοπάροχες επιχορηγήσεις διαφόρων ιδρυμάτων και οργανισμών, αποτυπώνει σε κάθε σελίδα τις εθνομηδενιστικές στοχεύσεις της «έρευνας», όπως και τα εθνοφοβικά σύνδρομα που την διακατέχουν. Έτσι, στην σελ. 14 τονίζει «την οριακότητα που συνοδεύει την έννοια του εθνικού συνόρου»,  κατακεραυνώνει «τις θεωρητικές και πολιτικές προκείμενες του εθνικισμού, που σε μεγάλο βαθμό ευθύνονται για την δημιουργία και αναπαραγωγή του Μακεδονικού ζητήματος» και λίγο παρακάτω αναφέρεται στο «πέρασμα της Μακεδονίας από το προ-εθνικό στο εθνικό καθεστώς», εντελώς αυθαίρετα και αναπόδεικτα, χωρίς βέβαια να μπει τον κόπο να εξηγήσει πόθεν τεκμαίρονται όλες αυτές οι σοβαροφανείς αποφάνσεις*.  

________________________________

απόφανση = γνώμη που διατυπώνεται με την αξίωση ότι είναι αληθινή, ως δόγμα (λεξικά), αλλά και απόφαση δικαστηρίου (νομ.)

Στην σελ. 22 παρομοίως καταγγέλλει «το ζοφερό καθεστώς επιτήρησης που σημάδεψε βαθιά το πολίτευμα της χώρας»! Αναρωτήθηκε άραγε η μεγάλη αυτή ερευνήτρια με τις «εμπεριστατωμένες και θεωρητικά εμβριθείς αναλύσεις» ποιοι υπήρξαν οι λόγοι (στρατιωτικοί, πολιτικοί, ιστορικοί) που υποχρέωσαν τις ελληνικές κυβερνήσεις να επιβάλουν την επιτήρηση των συνόρων; Μήπως έχει την εντύπωση ότι η Ελλάδα συνόρευε με την Ελβετία και την Σουηδία;

Είναι πάντως αποκαλυπτικά τα όσα γράφει στην σελίδα 31 όπου ομολογεί ότι «όπως συνέβη και στην Ελλάδα, έτσι και στη Βουλγαρία επιβλήθηκε από τα πάνω ένα […] καθεστώς επιτήρησης». Και τότε τι μας ζαλίζετε αγαπητή με καταγγελίες και δακρύβρεκτα περί «επιτηρούμενων ζωών» και τα παρόμοια; Προφανώς για την δημιουργία εντυπώσεων ή κάνω λάθος; Ενδιάμεσα (σελ. 25) ήταν αδύνατο να αποφύγει και το επιβαλλόμενο «γλύψιμο» με την αναφορά στο «καταξιωμένο έργο της Jane K.Cowan» και είναι βέβαιον ότι οι αναγνώστες δεν θα μπορέσουν να αποφύγουν τα ειρωνικά χαμόγελα. Καταξιωμένο από ποιους; Από την διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα, από κάποιους παγκόσμιους Οργανισμούς, από τον Πάπα της Ρώμης, από ποιους τέλος πάντων; Μάλλον από τα μέλη του ιερατείου, τους «κολλητούς» και όσων προσδοκούν να συμπεριληφθούν σ’ αυτό, υποθέτω. Όσο για το παραληρηματικό περί «εθνοτικά στιγματισμένων μουσικών οργάνων των ντόπιων», το αφήνω ασχολίαστο.

    Θα μπορούσα να συνεχίσω σελίδα-σελίδα με τα όσα φαιδρά, αναξιόπιστα, αλλά και εμπαθή εκθέτει στο κυρίως μέρος το βιβλίου, πιστεύω όμως ότι δεν έχει νόημα. Η εν λόγω «εμετρήθη, εζυγίσθη και ευρέθη ελλιπής». Είναι όχι μόνον ελλιπής επιστημονικά, αλλά η εμπάθειά της, οι προκαταλήψεις της και οι ιδεοπληξίες της την καθιστούν ιδιαίτερα προβληματική, αλλά και προσβλητική απέναντι των γηγενών Μακεδόνων, όταν μάλιστα παραθέτει φαιδρολογήματα ορισμένων ημιμαθών ή απλώς επιπόλαιων «ειδικών», όπως η περίπτωση κάποιου Reiss, Καθηγητή του Πανεπιστημίου της Λωζάνης, ο οποίος γράφει (σελ. 224) τα εξής εξωφρενικά: «…οι Μακεδόνες είναι το αποτέλεσμα των αλλεπάλληλων κατοχών που υπέστη αυτή η γη […] Του είναι αδιάφορο εάν είναι Βούλγαρος, Σέρβος ή Έλληνας…». Το τραγικό είναι ότι λίγες γραμμές παρακάτω η συγγραφέας διαπιστώνει ότι «προφανώς η θέση του Reiss δεν είναι ιδεολογικά ουδέτερη»!  Κλαυσίγελως!          

Κλείνω με ένα πραγματικό «μαργαριτάρι» που αν μη τι άλλο αποδεικνύει την πλήρη σύγχυση της συγγραφέως, που έχει ανακατέψει γεγονότα, ιστορικές αλληλουχίες, γεγονότα, πρόσωπα και πράγματα σε τρομακτικό βαθμό. Στην σελίδα 226 γράφει επί λέξει τα εξής απίστευτα: «…στον Εμφύλιο οι κάτοικοι δεν τάχθηκαν με τον ΕΛΑΣ αλλά υποστήριξαν τον Εθνικό Στρατό. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο ΕΛΑΣ έκαψε το χωριό για να εκδικηθεί τη στάση που κράτησαν οι κάτοικοί του στη διάρκεια της ένοπλης αναμέτρησης.»

Με απλά λόγια η εν λόγω προφανώς πιστεύει ότι ο Β΄ Π.Π. έγινε ΜΕΤΑ τον Εμφύλιο! Αυτό δεν προκύπτει από τα παραπάνω; Ή κάνω λάθος; 

Θα της πρότεινα λοιπόν ότι με τέτοια παιδαριώδη λάθη, προϊόντα κακοχωνεμένων μελετών και αναγνώσεων, θα ήταν προτιμότερο να συνεχίσει την καριέρα της ως χορεύτρια και να αφήσει στην άκρη ανθρωπολογίες, εθνογραφίες και τα «ενσώματα υποκείμενα», εάν δεν επιθυμεί να εκτεθεί περισσότερο.

Το βιβλίο της Μαρίκας Ρόμπου δεν υπήρξε «κεραυνός εν αιθρία». Πριν από 20 ακριβώς χρόνια είχε κυκλοφορήσει ένα αναλόγου ποιότητας, επιπέδου και προπαγανδιστικής στόχευσης βιβλίο από κάποια απόφοιτη (1975) του κολλέγιου «Ανατόλια» Θεσσαλονίκης, και πτυχιούχου (1979) Χημείας (!) του Κολλεγίου Wooster στο Οχάϊο των ΗΠΑ, το οποίο έτυχε ανάλογης θριαμβευτικής υποδοχής και υμνολογίας, για το οποίο είχα γράψει τα εξής:

"Το 1997 κυκλοφόρησε από τις πανεπιστημιακές εκδόσεις του Πανεπιστημίου του Σικάγου ένα περίεργο βιβλίο, γραμμένο στα πλαίσια της «μεταμοντέρνας» ιστοριογραφίας, δηλαδή της στρατευμένης στην κατεύθυνση της παγκοσμιοποίησης και της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, νέας επιστημονικής ορθοδοξίας. 

Αναφέρομαι στο διαβόητο «ιστορικό έργο» κάποιας Αναστασίας Καρακασίδου με τον τίτλο “Fields of Wheat, Hills of Blood” («Χωράφια με σιτάρι, Λόφοι με αίμα»), University of Chicago 1997, το οποίο κυκλοφόρησε πριν μερικά χρόνια και στα ελληνικά με τον τίτλο «Μακεδονικές Ιστορίες και Πάθη» («Οδυσσέας», Αθήνα 2000).

Σε σχετικό άρθρο (βλ. περιοδικό «Άρδην» τ. 66 - Αύγουστος-Οκτώβριος 2007) τόνιζα τα παρακάτω:

«…ήταν αναμενόμενο το ότι το συγκεκριμένο «έργο» προβλήθηκε και διαφημίστηκε από γνωστούς «προοδευτικούς», «αριστερούς» και «πολυπολιτισμικούς» κύκλους, ως το απαύγασμα της σύγχρονης ιστορικής ανάλυσης και επιστημονικότητας! Συμβαίνει να είμαι δίγλωσσος Έλληνας της Μακεδονίας και γνωρίζω καλά, όχι μόνον το ιδίωμα, αλλά και την ιστορία της ευρύτερης περιοχής από προφορικές παραδόσεις και μελέτη ιστορικών στοιχείων. Ομολογώ ότι έφριξα από τα λάθη, τις παρερμηνείες, τις σκόπιμες διαστρεβλώσεις και την «επιστημονική» μεθοδολογία αυτού του ψευδοϊστορικού «πονήματος». Ούτε λίγο ούτε πολύ η συγγραφεύς ισχυρίζεται ότι οι πληθυσμοί της Μακεδονίας είχαν ρευστή και ασαφή εθνική συνείδηση, γεγονός που εκμεταλλεύθηκαν οι Έλληνες και οι Βούλγαροι, για να τους επιβάλλουν εκ των υστέρων την ελληνική και βουλγαρική, κατά κύριο λόγο με την βοήθεια της Εκκλησίας τους (Πατριαρχική-Εξαρχική) και των σχολείων τους (ελληνικά-βουλγαρικά), αντίστοιχα…».

Όπως υποστηρίζει η κα Καρακασίδου, ο «μακεδονικός αγώνας» των αρχών του 20ου αιώνα δεν ήταν τίποτε άλλο από το αποκορύφωμα του ανταγωνισμού των ελληνικών και βουλγαρικών εθνικών ελίτ για την διεύρυνση των εμπορικών τους συμφερόντων στην Μακεδονία (ό.π. σελ. 197):

«…Αυτές οι προσπάθειες ελλήνων και πατριαρχικών αγωνιστών, που καθοδηγούνταν συνήθως από οικονομικά συμφέροντα, οράματα αλυτρωτισμού ή θρησκευτικό ζήλο, υπήρξαν καθοριστικές για το μετασχηματισμό ορισμένων χριστιανών κατοίκων της Μακεδονίας σε μαχητική ελληνική ομάδα…» (ό.π. σελ. 180-181).

«…τα εμπορικά οικονομικά συμφέροντα έδιναν το υπόβαθρο της σύγκρουσης για τη Μακεδονία…» (ό.π. σελ. 194).

«…οι πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα ήταν μια περίοδος έντονης οικοδόμησης έθνους στη Μακεδονία…» (ό.π. σελ. 198).

Επί πλέον η συγγραφέας απορρίπτει και διαγράφει μονοκονδυλιά όλους τους ξεπερασμένους και οπισθοδρομικούς, κατά την γνώμη της, Έλληνες ιστορικούς, τωρινούς και παλαιότερους, ισχυριζόμενη ότι:

«…Η ελληνική εθνική ιστοριογραφία απέτυχε γενικά να αντιμετωπίσει το κρίσιμο ζήτημα του πώς αναδείχτηκε αρχικά η ελληνική εθνική ή εθνοτική συνείδηση και με ποιο τρόπο μεταβιβάστηκε και αναπαράχθηκε μέσα στο χρόνο…» (ό.π. σελ. 170).

Όσο για το τι είναι αυτή η «εθνοτική» συνείδηση, σύμφωνα με τις μεταμοντέρνες σαπουνόφουσκες, είναι ένα προδρομικό στάδιο για την δημιουργία εθνικής συνείδησης. Όπως μάλιστα αναφέρει η ίδια στην Εισαγωγή: «…οι εθνοτικές ομάδες είναι βασικά ομάδες συμφερόντων…» (ό.π. σελ. 63).

Με άλλα λόγια η εθνική συνείδηση δεν είναι ένα πνευματικό γεγονός, αλλά ένα προϊόν οικονομικών διαδικασιών και αποτέλεσμα υλικών επιδιώξεων!

Επί πλέον όλη η φαιδρή επιχειρηματολογία των γνωστών εθνοφοβικών «προοδευτικών» κύκλων, που την λουστήκαμε κατά κόρον τον τελευταίο καιρό με αφορμή το βιβλίο «ιστορίας» της ΣΤ΄ Δημοτικού, είναι καταγεγραμμένη στο «πόνημα» αυτό (*).

 _____________________________
(*) Όπως π.χ. ότι οι προύχοντες και ο ανώτερος κλήρος κατέφυγαν μετά την έκρηξη της επανάστασης του 1821 στην Τριπολιτσά «όπου βρήκαν καταφύγιο υπό την προστασία του τουρκικού στρατού (σελ. 164), ότι το Πατριαρχείο ήταν αντίθετο στον ελληνικό αγώνα για την ανεξαρτησία (σελ. 167), ότι Πατριαρχείο και Φαναριώτες αντιτάχθηκαν στην δημιουργία ανεξάρτητου Βασιλείου (σελ. 179), περί κρυφού σχολειού ως θρύλου (σελ. 186-189), ότι «ο εθνικισμός δημιουργεί τα έθνη» (σελ. 72), ότι ο εθνικισμός είναι μια «σκοτεινή, στοιχειώδης, απρόβλεπτη δύναμη αρχετυπικής φύσης, που απειλεί την γαλήνια ευταξία της πολιτισμένης ζωής (σελ. 173) και άπειρες τέτοιες μεταμοντέρνες και νεοταξίτικες ανοησίες.

Έτσι, η εκτεταμένη αναφορά της συγγραφέως στον "πατριάρχη" του εθνομηδενισμού καθηγητή κ. Α. Λιάκο για την «βοήθειά» του (ό.π. Πρόλογος, σελ. 33) δεν με εξέπληξε.

Κάτω από το πρίσμα των εξελίξεων των τελευταίων δεκαετιών θα νομιμοποιούσε κάποιον να ισχυριστει ότι η «έρευνα» και το βιβλίο της Καρακασίδου (αναπληρώτριας καθηγήτριας πλέον στο Κολλέγιο Wellesley των Η.Π.Α.) απετέλεσε μια δοκιμή για τις αντιδράσεις και κυρίως τις αντιστάσεις της νεοελληνικής κοινωνίας στο οδοστρωτήρα της παγκοσμιοποίησης και της πνευματικής / πολιτισμικής πολτοποίησης των λαών, αλλά και των μεθόδων και των μέσων που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν...".

Η συχνή βιβλιογραφική αναφορά του πονήματος της Καρακασίδου στο βιβλίο της Ρόμπου, δεν μας εντυπωσίασε, μια και ήταν αναμενόμενη. Ίδιες στοχεύσεις, ίδιες ασυναρτησίες και ψευδο-επιστημονικά «κορακίστικα», ίδια αυθαίρετα συμπεράσματα, ίδιες πορείες, ίδια κέντρα.

Και μια και αναφέρθηκα σε «αυθαίρετα συμπεράσματα» θα παραθέσουμε συγκεκριμένα παραδείγματα, ώστε να αποφύγουμε εύκολες κατηγορίες για εμπάθεια προς το νέο αστέρι του εθνοφοβικού Πανθέου. Επιλέγω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από τα πολυάριθμα που μπορεί να εντοπίσει ένας προσεκτικός και «υποψιασμένος» αναγνώστης. Στην σελίδα 296 του «Παραρτήματος Α» στο τέλος του βιβλίου γράφονται τα εξής απίθανα:

«Οι ελληνικές πηγές, ανταποκρινόμενες στην επίσημη αναγνώριση ενός βουλγαρικού μιλλέτ από την Πύλη καθώς και την συνακόλουθη εσωτερική διάσπαση των σλαβόφωνων της Μακεδονίας κατά τον 19οαιώνα, χρησιμοποίησαν τους όρους Ελληνοβούλγαροι (για τους Πατριαρχικούς) και Βουλγαροσλάβοι (για τους Εξαρχικούς) προκειμένου να αναφερθούν στις δύο διακριτές κατηγορίες γηγενών»!

Αγνοώ από πού ξετρύπωσε αυτούς τους απίστευτους όρους η συγγραφέας και κυρίως ποιες είναι αυτές οι «ελληνικές πηγές», στις οποίες αναφέρεται γενικά και αόριστα. Πώς τα τεκμηριώνει αυτά; Πότε και πού χρησιμοποιήθηκαν αυτοί οι όροι; Πρόκειται για κάποια επίσημα έγγραφα ή απλώς δημοσιογραφικές καταγραφές καφενειακών συζητήσεων του τύπου «δεξιότερα Κουροπάτκιν!»; Άγνωστον. Ισχυρίζομαι   λοιπόν ότι αυτοί οι ήκιστα σοβαροί «όροι» χρησιμοποιήθηκαν από κάποιον ημιμαθή γραφειοκράτη κάποιου Υπουργείου είτε ακόμη χειρότερα από κάποιον ανόητο πολιτικάντη προς επίδειξη γνώσεων και πρωτοτυπίας. Και τελικώς από ποιούς «υιοθετήθηκαν» αυτοί οι όροι, όπως αναφέρει αμέσως παρακάτω από το απόσπασμα που παρέθεσα και πώς αποδεικνύεται αυτή η «υιοθεσία»; Υπάρχει κάποιο κρατικό έγγραφο; Κάποιο επίσημο κείμενο; Κάποια δήλωση ή τοποθέτηση στην Βουλή ή στις εφημερίδες της εποχής; Τίποτε. NienteNada.

Προφανώς ο στόχος είναι η διακωμώδηση του ελλαδικού κράτους και της εθνικής πολιτικής (αποτυχημένης ή όχι είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση). Θα μπορούσε άραγε κάποιος σοβαρός επιστήμονας να περιγράψει μια πληθυσμιακή ομάδα Καθολικών με διαφορετική εθνικότητα ως «Ισπανοκινέζους», ή μια ομάδα Μουσουλμάνων ως «Πακιστανογάλλους»; Δεν θα γινόταν καταγέλαστος; Προς τι λοιπόν αυτό το άσχετο και ατεκμηρίωτο υποκεφάλαιο;

            Τα επόμενα υποκεφάλαια ανήκουν στην ίδια κατηγορία και επίπεδο με την διαφορά ότι σε αυτά υπάρχουν κάποιες παραπομπές, όχι βέβαια σε αξιόπιστες έρευνες και συγγράμματα, αλλά στο βιβλίο του …Κωστόπουλου.

            Πρόκειται για το πολυδιαφημισμένο προπαγανδιστικό κατασκεύασμα του γνωστού «Ιού» της αλήστου μνήμης «Ελευθεροτυπίας» Τάσου Κωστόπουλου: «Η απαγορευμένη γλώσσα» (2000) που εξακολουθεί να αποτελεί το «λάβαρο» των σκοπιανολάγνων, αλλά και όλου του συρφετού των εθνομηδενιστών, αποτελώντας πια “must” για οποιαδήποτε και οποιονδήποτε ασχολείται με αυτά τα ζητήματα και κυρίως για εκείνες/εκείνους που κατέχονται από φοβικά σύνδρομα μήπως κατηγορηθούν ως «εθνικιστές», «ακροδεξιοί» ή «φασίστες» από τους ασκούντες, εδώ και δεκαετίες, ιδεολογική τρομοκρατία «νέο-αριστερούς» κάθε απόχρωσης και επιπέδου.  Βεβαίως ανάλογες επιλεκτικές παραπομπές διανθίζουν ολόκληρο το βιβλίο, όπως αναφορές στον αμφιλεγόμενο Λόριγκ Ντάνφορθ για τα …επιτεύγματα του οποίου υπάρχει το εξαιρετικό άρθρο της Μαρίας Τσοσκούνογλου (περιοδικό Άρδην τ. 67 – Δεκέμβριος 2007) με τίτλο: Ένας πολύ τυχερός άνθρωπος ή η λαμπρή ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του Λ. Ντάνφορθ στην Ελλάδα, καθώς και περισσότερες λεπτομέρειες στο αφιέρωμα με τίτλο «Λόριγκ Ντάνφορθ: Ο ...εργολάβος των Σκοπίων» εδώ:

 https://ethnologic.blogspot.gr/2012/11/blog-post.html

       Εννοείται ότι δεν υπήρχε περίπτωση να λείπει και η επίσης γνωστή και μη εξαιρετέα Ολλανδέζα Βαν Μπουσχότεν, καθηγήτρια ελληνικού (!) πανεπιστημίου (Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας), την οποία πληρώνουν οι Έλληνες φορολογούμενοι για να υπονομεύει την χώρα μας και την εξωτερική της πολιτική. Τελικώς, το ατυχές αυτό πόνημα για τις «Επιτηρούμενες ζωές», όχι μόνον δεν πρόσφερε κάτι ουσιαστικό στην έρευνα, αλλά δημιούργησε και πολλές παρενέργειες όταν έγινε αντιληπτό από τους κατοίκους των περιοχών όπου «εκτελέστηκε» η έρευνα, οι οποίοι έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι αυτά που είχαν αναφέρει στις συνεντεύξεις αλλοιώθηκαν στην καλύτερη περίπτωση ή διαστρεβλώθηκαν στην χειρότερη.

Παραθέτω απόσπασμα επιστολής διαμαρτυρίας (18 Ιανουαρίου 2017) του τότε δημοδιδασκάλου στο χωριό Βαμβακόφυτο Σερρών κ. Γιώργου Καλίγκα όπου αναφέρονται τα εξής αποκαλυπτικά για το είδος της «έρευνας» που πραγματοποιήθηκε στις περιοχές της ανατολ. Μακεδονίας:

«…Εξεπλάγην όμως δυσάρεστα, και αυτός είναι ο λόγος  για τον οποίο γράφω αυτά, όταν είδα ότι εκεί υπάρχει αναφορά για  κάποιο γλωσσικό ιδίωμα, που χαρακτηρίζεται Σλαβομακεδόνικο, ότι η  χρήση του όρου ντόπιος γίνεται για προσδιορισμό μιας ιδιαίτερης  εθνοπολιτισμικής ομάδας, ότι τα σλάβικα ήταν η μητρική γλώσσα πολλών  κατοίκων κλπ, για την οποία αναφορά εγώ δεν ήμουν ενήμερος ότι θα  γινόταν,  και εάν ήμουν, δε θα συμφωνούσα να συμμετέχω στο πρόγραμμα  σας. Στο κάτω κάτω, δε σας χρωστάω τίποτα και ούτε επιτρέπω σε κανέναν  να κάνει παιχνίδια χρησιμοποιώντας εμένα. Και γιατί, παρακαλώ, δε με  ενημέρωσε κανείς σας για την ύπαρξη αυτών των ιστοσελίδων; Δε νομίζετε  ότι είχατε ηθική υποχρέωση να το κάνετε; […]  

Έρχεται στη συνέχεια και η κ Μαρίκα Ρόμπου – Λεβίδη με το βιβλίο που  εκδίδει το Μάιο του 2016 από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια» και που φέρει  τον τίτλο «Επιτηρούμενες Ζωές». Για τη συγγραφή του αντλεί στοιχεία  από το epth, αφού βρεθήκαμε στον ίδιο χώρο στις 24-2-2001. Στο βιβλίο  της αυτό, εκτός των άλλων, περιγράφει και έναν οργανοπαίκτη μας, που  δεν έχει πάει ούτε στο δημοτικό σχολείο και κάνει έναν σκληρό αγώνα  για την επιβίωσή του, με τρόπο υποτιμητικό θα έλεγα. Ακόμα,  διαβάζοντάς το κανείς, αποκομίζει την εντύπωση ότι, εμείς εδώ στις  παραμεθόριες περιοχές, έχουμε στήσει φάμπρικα και δεν κάνουμε κάτι  άλλο, εκτός από το να μεταφράζουμε τραγούδια από κάποια άλλη γλώσσα,  στην Ελληνική! Έλεος! Έχουμε πιο σοβαρά προβλήματα να ασχοληθούμε.  Και πώς έγινε κ Ρούμπου και δεν μπορέσατε να επικοινωνήσετε, όντας σε  ένα χωριό, με το δάσκαλο στον οποίο αναφέρεστε στη σελίδα 89, σημ. 30,  του βιβλίου σας- «Μόνο σε μια κοινότητα –το Βαμβακόφυτο Σερρών- η  μετάφραση κάποιων τραγουδιών αποδόθηκε από τους κατοίκους της σε άντρα  που ήταν δάσκαλος  στο τοπικό δημοτικό σχολείο»- και να ενημερωθείτε  από «πρώτο χέρι» γι αυτό που έγινε με τα τραγούδια μας; Ο Παπάς, ο  Πρόεδρος και ο δάσκαλος φαίνονται στο χωριό κι όποιον κι αν ρωτούσατε  θα σας βοηθούσε να τον βρείτε. Ή μήπως δεν σας βόλευε να τον βρείτε;»

Όπως πληροφορούμαι η υπόθεση θα έχει και συνέχεια μια και οι κάτοικοι των χωριών έχουν ξεσηκωθεί και ετοιμάζονται για νομικές ενέργειες.

Στο «Δια ταύτα» λοιπόν η προσωπική μου τοποθέτηση είναι η εξής: Το βιβλίο αυτό απορρίπτεται «Επί της Αρχής, κατ’ άρθρον και επί του συνόλου». Όσο για την συγγραφέα η απάντησή μου είναι η ακόλουθη:  

«Αυτά τα ισοπεδωτικά ιδεολογήματα που παρήγαγε ο ξεπερασμένος μαρξιστικός διεθνισμός και παράγει ο νεοφιλελεύθερος παγκοσμιοποιητικός κοσμοπολιτισμός, είναι επικίνδυνα για κάθε ευνομούμενη Πολιτεία, από την σκοπιά της αναγκαίας κοινωνικής συνοχής και ομοψυχίας, αποτελούν δε αφηγήματα, που καλλιεργούν διχαστικές λογικές και εθνοτικά μίση. Δυστυχώς, όταν οι επιστήμες και οι επιστήμονες στρατεύονται σ’ αυτά ακυρώνουν και την όποια επιστήμη τους και τον εαυτό τους».  

Δ.Ε.Ε.

 


 

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024

Περί Βενιζέλου

 


Συγκλονιστικό σχόλιο για τον Ελ. Βενιζέλο

Κυκλοφόρησε πρόσφατα το εξαιρετικό βιβλίο του Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στην Πάντειο και επισκέπτη Καθηγητή στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών της Λίλλης (Γαλλία) Θανάση Διαμαντόπουλου με τίτλο: «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως πλαστουργός της ιστορίας», στο οποίο επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα, ποιος ήταν στην πραγματικότητα ο Βενιζέλος;
Όπως αναφέρει: «Ήταν πλαστουργός Ιστορίας, ανορθωτής, εξυψωτής, εκσυγχρονιστής; Ή μήπως κατεδαφιστής, εκθεμελιωτής, οδοστρωτήρας; Πυροδότης των ζωτικών δυνάμεων του έθνους ή τροφοδότης των πιο ταπεινών ενστίκτων του λαού; Σε κάθε περίπτωση... Όποια πέτρα και αν σήκωνες εκείνα τα χρόνια, τον έβρισκες από κάτω. Πανταχού παρόντα ακόμη και εν απουσία του. Μονοπρόσωπη διαιρετική τομή, που -σχεδόν- ακύρωνε όλες τις άλλες. Άνθρωπος-μύθος, για κάποιους θρύλος, νυχτερινός εφιάλτης για άλλους, σφράγισε ανεξίτηλα το συλλογικό ασυνείδητο των Ελλήνων και θα παραμείνει, στο διηνεκές ίσως, ζώσα ιστορία. Μέγας, μικρός, «Άγιος», «Εωσφόρος», μισούμενος, λατρευόμενος...».
Μέσα στο βιβλίο υπάρχει η παρακάτω, κορυφαία και καταλυτική αναφορά, η οποία επιβεβαίωσε απόλυτα την γνώμη μου για τον Βενιζέλο:
«...ειδικά στο ερώτημα αν ο Βενιζέλος ήτο "καλός ή κακός", βρήκα μια απάντηση, όχι ιδιαίτερα κολακευτική, φοβάμαι, για το μεγάλο τέκνο της Κρήτης, αν και προερχόμενη από το λιγότερο ύποπτο για αντιβενιζελισμό πρόσωπο. Και τη βρήκα, εν πολλοίς, χάρη στην τύχη: Στις 25 Μαρτίου του 2024, την ημέρα που συμπληρωνόταν ακριβώς ένας αιώνας από την εγκαθίδρυση της αβασίλευτης δημοκρατίας του Μεσοπολέμου, ένας έγκριτος δημοσιογράφος με κάλεσε στη ραδιοφωνική εκπομπή του να μιλήσω γι' αυτήν. Σε ένα διάλειμμα μου είπε : «Θα σου το είχε και εσένα αναφέρει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, αφού μια περίοδο τον έβλεπες συχνά και συζητούσατε. Όταν κατέβαινε για πρώτη φορά υποψήφιος, στις εκλογές του 1946, πήγε να πάρει την ευχή της γιαγιάς του Κατίγκως Μητσοτάκη, αδελφής του Ελευθερίου Βενιζέλου. Αυτή, αφού τον κοίταξε καλά καλά, με μάλλον ύφος διστακτικό, στο τέλος προέβλεψε : "Θα τα καταφέρεις. Γιατί όχι; Kακός άνθρωπος είσαι". Και, μετά από μια σύντομη διακοπή, συνέχισε : "Όχι βέβαια τόσο κακός όσο ο Λεφτέρης..."». Εμένα πάντως δεν μου είχε μεταφέρει ο πρόεδρος τη συζήτηση αυτή με την αδελφή του "Εθνάρχη", ίσως γιατί συνομιλούσα μαζί του σε εποχή που τον ενδιέφερε περισσότερο η εικόνα του στην κοινή γνώμη...».
Δ.Ε.Ε.

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2024

Αλαίν ντε Μπενουά


Ο Αλέν ντε Μπενουά είναι γάλλος ακαδημαϊκός, φιλόσοφος, ιδρυτής του κόμματος Nouvelle Droite (Νέα Δεξιά) και επικεφαλής του γαλλικού think-tank GRECE (Ελλάδα), από τους κορυφαίους Ευρωπαίους διανοητές. Πριν από δεκαετίες είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά το σημαντικό βιβλίο του "Οι Ιδέες στα ορθά".
Όπως σημειώνεται: "ἡ γνώμη ἑνὸς καταξιωμένου Γάλλου διανοούμενου σὰν τὸν Ἀλαίν ντὲ Μπενουὰ ἔχει μεγάλη ἀξία". 
Παραθέτουμε την πρόσφατη συνέντευξη που παραχώρησε μετά τις ευρωεκλογές στο ισπανικό περιοδικό El Manifiesto. Αξίζει να μελετηθεί...

Τί γνώμη ἔχετε γιὰ τὴν ἀπόφαση τοῦ Προέδρου Μακρὸν νὰ διαλύσει τὴν Ἐθνοσυνέλευση; Τὸ θεωρεῖτε ἕνα ἀπαραίτητο μέτρο ἤ μία ἔνδειξη πολιτικῆς ἀστάθειας;

Πάνω ἀπ’ ὅλα ἦταν ἕνα ἀναπόφευκτο μέτρο. Ὕστερα ἀπὸ μία τέτοια ἐκλογικὴ καταστροφή [στὶς εὐρωεκλογές], πῶς θὰ μποροῦσε ὁ Μακρὸν νὰ παραμείνει σιωπηλός; Δὲν τὸ βλέπω ὡς ἔνδειξη πολιτικῆς ἀστάθειας, ἀλλὰ μᾶλλον ὡς τὸ λογικὸ ἀποτέλεσμα μίας διαδικασίας ἀνασύνθεσης, ποὺ ξεκίνησε πρὶν ἀπὸ περισσότερα ἀπὸ δεκαπέντε χρόνια. Σὲ κάθε περίπτωση, θὰ ἦταν σοβαρὸ λάθος νὰ θεωρήσουμε τὸ ἀποτέλεσμα τῶν εὐρωεκλογῶν ὡς ἕνα ἁπλὸ παροδικὸ κῦμα ὀργῆς. Ἡ διάγνωση ἔγινε ἐδῶ καὶ πολὺ καιρό. Ἀπὸ τὴν ἐξέγερση τῶν Κίτρινων Γιλέκων, χωρὶς νὰ προχωρήσουμε περαιτέρω, ὁ Ἐμμανουὲλ Μακρὸν ἔχει ἀποκρυσταλλώσει στὸ πρόσωπό του μία προκλητικότητα καὶ μία ἐχθρότητα σὲ μία ἄνευ προηγουμένου κλίμακα. Μὲ μία βιομηχανία ποὺ ἀντιπροσωπεύει ἤδη μόνο τὸ 10% τοῦ ἀκαθάριστου ἐγχώριου προϊόντος, ἕνα χρέος 3 τρισεκατομμυρίων, μία ἐξυπηρέτηση τοῦ χρέους ποὺ ὑπερβαίνει τὰ 55.000 ἑκατομμύρια ἐτησίως, 5 ἑκατομμύρια ἀνέργους καὶ 9 ἑκατομμύρια φτωχούς, γιὰ νὰ μὴν ἀναφέρουμε μία μαζικὴ μετανάστευση, ποὺ ἐπιθυμεῖ τὸ μεγάλο κεφάλαιο, ἡ ὁποία γίνεται ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρὲς ἀντιληπτὴ ὡς συνώνυμο τῆς ἀνασφάλειας, οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι συνειδητοποιοῦν ὅτι τὸ σύστημα ἔχει εἰσέλθει σὲ μία τελικὴ φάση. Ἡ διαδικασία ἔχει ἐπιταχυνθεῖ μόνο χάρη σὲ ἕνα «φαινόμενο καστανιᾶς», τὸ ὁποῖο ὁδήγησε σὲ ἕνα «ξαφνικὸ ποιοτικὸ ἅλμα», ποὺ ἔθεσε σὲ κίνηση τὶς τεκτονικὲς πλάκες. Γι’ αὐτὸ ἡ εὐρωπαϊκὴ ψῆφος μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ ἱστορική.

Ἡ RN («Ἐθνικὴ Συσπείρωση») σημείωσε πρόσφατα μεγάλη ἐπιτυχία στὶς ἐκλογές. Ποιοί παράγοντες πιστεύετε ὅτι συνέβαλαν σὲ αὐτὴν τὴν αὔξηση τῆς ὑποστήριξης γιὰ τὴν RN;

Μόλις τὸ ἀνέφερα. Ἡ κύρια αἰτία τῆς ἐπιτυχίας τῆς RN, πέρα ἀπὸ τὴν γενικὴ ἀπαξίωση τῆς κυρίαρχης πολιτικῆς τάξης, εἶναι τὸ πραγματικὸ σχίσμα ὅλο καὶ μεγαλύτερου ἀριθμὸ πολιτῶν μὲ τοὺς «ἀπὸ πάνω». Τὰ κοινωνικὰ καὶ πολιτικὰ ρήγματα ποὺ πραγματοποιοῦνται σὲ ὁλόκληρη τὴν Εὐρώπη, ἀλλὰ ἀκόμη περισσότερο στὴν Γαλλία, σημαίνουν ὅτι ἡ πλειονότητα τῶν πολιτῶν δὲν μιλᾶ πλέον τὴν ἴδια γλῶσσα μὲ τὶς ἐνσωματωμένες ἤ ἀνώτερες τάξεις. Αὐτὸ ποὺ διακυβεύεται σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση εἶναι ὑπαρξιακό. Τὸ «κεντρικὸ μπλόκ» ἔχει χάσει κάθε ἀξιοπιστία λόγω τῆς ἀδυναμίας του νὰ τηρήσει τὶς ὑποσχέσεις του καὶ νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν πραγματικότητα. Ὁ κύριος μοχλὸς τῆς ψηφοφορίας εἶναι ἕνα βαθὺ αἴσθημα κοινωνικῆς παρακμῆς, ποὺ ὁ Κριστὸφ Γκιγιούι (Christophe Guilluy) ἔχει ἐδῶ καὶ καιρὸ περιγράψει.

Ὁ Τζορντᾶν Μπαρντελὰ (Jordan Bardella) ἔχει λάβει διπλάσιες ψήφους ἀπὸ τὴν «προεδρικὴ πλειοψηφία», ἡ ὁποία πλέον ἀντιπροσωπεύει μόνο τὸ 15% τῶν ψήφων (καὶ μόνο τὸ 8% τῶν ἐγγεγραμμένων ψηφοφόρων!). Ἔχει ἐπιβληθεῖ σὲ ὅλες τὶς περιφέρειες, στὸ 94% τῶν δήμων καὶ σὲ ὅλες τὶς ἡλικιακὲς ὁμάδες, συμπεριλαμβανομένων τῶν νέων καὶ τῶν συνταξιούχων. Μποροῦμε, λοιπόν, νὰ μιλήσουμε γιὰ μία κοινωνιολογικὴ γενίκευση. Ἀντιμέτωπος μὲ μία τέτοια ἰσορροπία δυνάμεων, ὁ ἰσχυρισμός, ὅπως κάνει ὁ Ἐμμανουὲλ Μακρόν, ὅτι ὅλοι ὅσοι δὲν συμμερίζονται τὶς ἀπόψεις του ἀνήκουν στὰ «ἄκρα», ἁπλῶς δὲν εἶναι ἀξιόπιστος. Τὸ νὰ κατατάσσεις στὰ «ἄκρα» αἰτήματα τοῦ ἄνω τοῦ 50% τῶν Γάλλων σημαίνει, στὴν πραγματικότητα, ὅτι νομιμοποιεῖς τὴν ἀκροδεξιά!

Πῶς πιστεύετε ὅτι οἱ προσεχεῖς βουλευτικὲς ἐκλογὲς θὰ ἀναδιαμορφώσουν τὸ γαλλικὸ πολιτικὸ τοπίο;

Λογικά, τὰ ἀποτελέσματα τῶν βουλευτικῶν ἐκλογῶν θὰ πρέπει νὰ ἐπιβεβαιώνουν, ἀκόμη καὶ νὰ ἐνισχύουν, αὐτὰ τῶν εὐρωεκλογῶν. Ὑπάρχουν σίγουρα μεγάλες διαφορὲς μεταξὺ τῶν ἐκλογῶν ἑνὸς γύρου καὶ τῶν βουλευτικῶν ἐκλογῶν μὲ δύο γύρους ψηφοφορίας μὲ ἕνα πλειοψηφικὸ σύστημα, ἀλλὰ εἶναι ἐξίσου σαφὲς ὅτι ὅλες οἱ ἐκλογές, ὅποιες κι ἂν εἶναι, γίνονται ἀμέσως δημοψηφίσματα ὑπὲρ ἤ κατὰ τοῦ Ἐμμανουὲλ Μακρόν. Ὁ ἀνταγωνισμὸς εἶναι πλέον μεταξὺ τριῶν μπλόκ. Ὅμως, τὸ πλειοψηφικὸ μπλόκ, στὴν προκειμένη περίπτωση τὸ λαϊκὸ μπλὸκ ὑπὸ τὴν ἡγεσία τῆς Ἐθνικῆς Συσπείρωσης, εἶναι πολὺ ἑνωμένο, ἐνῶ τὰ ἄλλα δύο εἶναι μειοψηφίες καὶ εἶναι διχασμένες. Ἀπὸ πολλὲς ἀπόψεις, γινόμαστε μάρτυρες ἀπὸ πρῶτο χέρι τοῦ τέλους τοῦ μακρονισμοῦ.

Κάποιοι φαίνεται νὰ πιστεύουν ὅτι συντελεῖται ἡ ἕνωση τῆς δεξιᾶς, τὴν ὁποία ἀπαιτοῦν. Δὲν τὸ νομίζω. Ἡ RN δὲν ἑνώνει τὴν δεξιά, ἀλλὰ μᾶλλον ἀπορροφᾶ τοὺς ἀνταγωνιστές της. Το κίνημα Reconquête! («Ἀνακατάληψη») ἔχει ἤδη ἐκραγεῖ ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ ἀνταγωνισμοῦ μεταξὺ τοῦ Ζεμοῦρ καὶ τῆς Μαριὸν Λὲ Πέν, πρᾶγμα ποὺ ἦταν ἀναμενόμενο, ἐνῶ οἱ Ρεπουμπλικανοὶ συνεχίζουν τὴν κάθοδό τους στὴν κόλαση: κάποιοι εἶναι καταδικασμένοι νὰ ἑνώσουν τὶς δυνάμεις τους μὲ τὴν RN, ἄλλοι νὰ γίνουν βοηθοὶ τοῦ Μακρόν, ἐνῶ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν θέλουν οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο θὰ καταλήξει στὸ σκουπιδοτενεκὲ τῆς ἱστορίας. Παρεμπιπτόντως, εἶμαι βαθιὰ πεπεισμένος ὅτι τὸ μέλλον τῆς RN δὲν βρίσκεται στὴν ἕνωση τῆς δεξιᾶς, ἀλλὰ στὴν κατάρρευση τοῦ κέντρου.

Ταυτόχρονα μὲ τὴν ἄνοδο τῆς RN βλέπουμε μία αὔξηση τῆς ὑποστήριξης πρὸς τὶς ἀκροαριστερὲς φατρίες. Τί πιστεύετε ὅτι ὁδηγεῖ σὲ αὐτὴν τὴν παράλληλη ἐξέλιξη;

Δὲν πιστεύω στὸν «κόκκινο κίνδυνο», ὅπως δὲν πίστευα στὸ παρελθὸν στὸ «γυάλινο ταβάνι» ἤ στὴν «ὑγειονομικὴ ζώνη». Τὸ Νέο Λαϊκὸ Μέτωπο δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο ἀπὸ ἕνα μέτριο ἄβαταρ τῆς NUPES («Νέα Λαϊκὴ Ἕνωση Οἰκολογικὴ καὶ Κοινωνική), καὶ ἡ βιασύνη γιὰ τὴν κατάρτιση ἑνός «προγράμματος» ποὺ δῆθεν ταιριάζει τόσο στὸν Γκλυκσμὰν ὅσο καὶ στὸν Ραφαὲλ Ἀρνῶ, στὸν Ὀλάντ καὶ στὸν Φιλὶπ Πουτοῦ εἶναι ἁπλὰ γκροτέσκο. Οἱ πομπὲς τῶν σπασμωπαθῶν, ποὺ βγαίνουν αὐτὴν τὴν στιγμὴ στοὺς δρόμους εἶναι μέρος τῆς «τακτικῆς τοῦ κάστορα» («νὰ βάλουμε φραγμό» στὴν ἀκροδεξιά), ποὺ πάνω ἀπὸ ὅλα τοὺς κάνει νὰ μοιάζουν μὲ δεινοσαύρους. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ μποροῦν νὰ δοῦν τὸν δρόμο πρὸς τὰ ἐμπρὸς μόνο κοιτάζοντας στὸν καθρέφτη, δὲν ἔχουν τίποτα ἄλλο νὰ κάνουν παρὰ νὰ οὐρλιάζουν γιὰ τὴν «ἐπιστροφὴ τοῦ φασισμοῦ» σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ἡ πλειονότητα τοῦ κόσμου ἀνησυχεῖ περισσότερο ὄχι γιὰ ἕναν ἀνύπαρκτο «φασισμό» ἀλλὰ λόγω τῆς ἴδιας τῆς πραγματικότητας τῆς αὐξανόμενης ἀνασφάλειας, τῆς πτώσης τῆς ἀγοραστικῆς δύναμης, τοῦ κοινωνικοῦ ἀποκλεισμοῦ καὶ τῆς γενικευμένης ἐργασιακῆς ἀνασφάλειας.

Τὸ Νέο Λαϊκὸ Μέτωπο μπορεῖ νὰ ἐλπίζει μονάχα σὲ ἕνα πρᾶγμα: νὰ ἀποτρέψει τὴν ἀπόλυτη πλειοψηφία τῆς Ἐθνικῆς Συσπείρωσης στὸν δεύτερο γῦρο. Αὐτὸ θὰ ἐπιταχύνει μονάχα τὴν πορεία πρὸς τὸ χάος.

Πῶς πιστεύετε ὅτι αὐτὲς οἱ πολιτικὲς ἀλλαγὲς θὰ ἐπηρεάσουν τὴν γαλλικὴ κοινωνία ὅσον ἀφορᾶ τὴν κοινωνικὴ συνοχὴ καὶ τὴ δημόσια πολιτική;

Ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸ πῶς θὰ ἐξελιχθεῖ ἡ συγκατοίκηση, ἂν ὑπάρξει, καὶ τί θέλει νὰ κάνει καί, πάνω ἀπ’ ὅλα, τί εἶναι ἱκανὸς νὰ κάνει ὁ Ζορντᾶν Μπαρντελά. Ὁ ὑπολογισμὸς τοῦ Ἐμμανουὲλ Μακρὸν βασίζεται στὴν ἰδέα ὅτι εἶναι πάντα πολὺ δύσκολο γιὰ τὸν πρωθυπουργὸ ἑνὸς καθεστῶτος συγκατοίκησης νὰ ἐφαρμόσει τὴν πολιτικὴ ποὺ σκοπεύει νὰ ἀκολουθήσει. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ πιστεύει ὅτι, ἀντιμέτωπη μὲ προθεσμίες, ἡ Ἐθνικὴ Συσπείρωση θὰ ἀποτυγχάνει ξανὰ καὶ ξανά, ἐπιδεικνύοντας τὴν ἀνικανότητά της, καὶ βαθμηδὸν ἀπαξιώνοντας τὸν ἑαυτό της. Ἡ τελική του ἐπιτυχία στὶς βουλευτικὲς ἐκλογὲς θὰ ἦταν ἔτσι ἡ παράδοξη ἐγγύηση τῆς ἥττας του στὶς προεδρικὲς ἐκλογές. Ἡ ὑπόθεση αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκλεισθεῖ. Ὁ Μπαρντελὰ θὰ ἔχει ἐναντίον του τὸν ἀρχηγὸ τοῦ κράτους, τὸ Συνταγματικὸ Συμβούλιο, τὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση, τὸ Εὐρωπαϊκὸ Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, τὴν κυβέρνηση τῶν δικαστῶν καὶ τὶς χρηματοπιστωτικὲς ἀγορές, πού εἶναι πολλά. Ὡστόσο, πιστεύω ὅτι ὑπάρχουν τρόποι νὰ ἀντιμετωπισθεῖ ἡ κατάσταση. Ἡ ἀπόφαση τοῦ Μακρὸν νὰ διαλύσει τὴν Ἐθνοσυνέλευση παραμένει, τοὐλάχιστον, ἕνα στοίχημα ἤ, ἂν προτιμᾶτε, ἕνα ριψοκίνδυνο στοίχημα.

Τί ἀντίκτυπο πιστεύετε ὅτι θὰ ἔχουν αὐτὲς οἱ πολιτικὲς ἀλλαγὲς στὴν Γαλλία στὶς σχέσεις τῆς μὲ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση;

Ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση βγῆκε ἀπὸ τὶς εὐρωεκλογὲς ἀρκετὰ ἀποδυναμωμένη. Οἱ ἀβεβαιότητες ποὺ ἀντιμετωπίζει θὰ αὐξηθοῦν. Ἀλλὰ δὲν νομίζω ὅτι ἡ ἰσορροπία δυνάμεων θὰ ἀλλάξει οὐσιαστικὰ στὸ ἄμεσο μέλλον. Θὰ ἦταν διαφορετικὰ τὰ πράγματα ἂν αὐτὸ ποὺ μόλις συνέβη στὴν Γαλλία συνέβαινε καὶ σὲ ἄλλες μεγάλες εὐρωπαϊκὲς χῶρες.

Πῶς θὰ περιγράφατε τὴν τρέχουσα κοινὴ γνώμη στὴν Γαλλία σχετικὰ μὲ τοὺς θεσμοὺς καὶ τοὺς πολιτικούς της ἡγέτες; Πρέπει νὰ φοβόμαστε μία ἐπιστροφὴ στὴν πολιτικὴ βία ὑψηλοῦ ἐπιπέδου τὶς ἑπόμενες ἑβδομάδες;

Πράγματι, μία ἐντατικοποίηση τῆς βίας εἶναι πολὺ πιθανή. Ἀλλὰ γιὰ τί εἴδους βία μιλᾶμε καὶ ἀπὸ ποῦ ἀκριβῶς ξεκινᾶ; Γιὰ αὐτὸ τὸ θέμα ξαναδιαβάστε τοὺς «Στοχασμοὺς ἐπὶ τῆς βίας» τοῦ Γεωργίου Σορέλ ἤ τὰ «Δοκίμια γιὰ τὴν βία» τοῦ Μισὲλ Μαφεζολί, ποὺ δείχνει ὅτι ἡ βία μπορεῖ νὰ εἶναι τόσο καταστροφικὴ ὅσο καὶ δημιουργικὴ (ὁ Μὰρξ τὴν θεωροῦσε τὴ μεγάλη «μαμή» τῆς ἱστορίας). Ὁ φόβος τῆς βίας συχνὰ μᾶς ὁδηγεῖ νὰ ἀποδεχόμαστε ἤ νὰ νομιμοποιοῦμε πράγματα ποὺ εἶναι πολὺ χειρότερα ἀπὸ τὴν βία. Εἶναι πιὸ ρεαλιστικὸ νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις ἡ σύγκρουση εἶναι ἀναπόφευκτη.

Τέλος, πῶς βλέπετε τὴν ρήξη, τὴν de facto ἀπόσχιση ποὺ ἔχει καταγραφεῖ καὶ ἐπικυρωθεῖ μεταξὺ τῶν μητροπόλεων καὶ τῶν ἀγροτικῶν περιοχῶν, μεταξὺ διαφόρων πληθυσμῶν ποὺ σαφῶς δὲν μποροῦν καὶ δὲν θὰ συνεχίσουν νὰ ζοῦν μαζί;

Βιώνουμε νέες μορφὲς φυλετοποίησης καὶ «ἀρχιπελαγισμοῦ» (Ζερὸμ Φουρκέ). Ὁ κύριος λόγος εἶναι ὅτι οἱ ὀργανικὲς μορφὲς κοινοτικῆς ζωῆς ἔχουν καταστραφεῖ συστηματικὰ ἀπὸ τὴν νεωτερικότητα. Ἡ κοινωνία ἔχει πλέον προτεραιότητα ἔναντι τῆς κοινότητας, καὶ αὐτὴ ἡ κοινωνία εἶναι μία κοινωνία ἀτόμων. Γιὰ τοὺς φιλελεύθερους, ὁποιαδήποτε ἀνάλυση τῆς κοινωνικῆς ζωῆς εἶναι θέμα κοινωνιολογικοῦ ἀτομικισμοῦ. Ἡ ἰδεολογία τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ποὺ εἶναι ἡ πολιτικὴ θρησκεία τῆς ἐποχῆς μας, ὁμολογεῖ ἐπίσης ὅτι οἱ δημόσιες ἐξουσίες πρέπει νὰ ἱκανοποιοῦν ὅλες τὶς ἀτομικὲς ἀπαιτήσεις -κάτι ποὺ ὁδηγεῖ ἀναγκαστικὰ σὲ ἕναν πόλεμο ὅλων ἐναντίον ὅλων.

Πέρα ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς τοὺς διαχωρισμοὺς μποροῦμε, ὡστόσο, νὰ ἐντοπίσουμε σχετικὰ σταθερὲς ὀντότητες, μεταξὺ τῶν ὁποίων θὰ ἔβαζα τὴν ἀντίθεση μεταξὺ τῆς περιφερειακῆς Γαλλίας καὶ τῶν μεγάλων παγκοσμιοποιημένων μητροπόλεων, μεταξὺ τοῦ «κάπου» καὶ τοῦ «ὁπουδήποτε», μεταξὺ αὐτῶν ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ διατηροῦν ἕναν ριζωμένο τρόπο ζωῆς καὶ ἐκείνων ποὺ θέλουν νὰ εἴμαστε «πολῖτες τοῦ κόσμου». Αὐτὴ ἡ ἀντίθεση εἶναι ὁ καρπὸς τῆς ἀπόσχισης τῶν ἐλίτ, στὴν ὁποία ἀνταποκρίθηκε ἡ «ἀπόσχιση τῶν πληβείων» (secessio plebis). Ἐπίσης, σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση αὐτὴ ἡ διαδικασία ἔχει μακρὰ ἱστορία. Θὰ εἶναι συναρπαστικὸ νὰ δοῦμε τὸ πῶς θὰ ἐξελιχθεῖ.

24 Ἰουνίου 2024

Τίτλος πρωτοτύπου: Alain de Benoist, Lo que está en juego en Francia es, más allá de la política, una situación existencial

Πηγή: https://elmanifiesto.com

Μετάφραση: Σωτήρης Γιαννέλης